Αρχική Λογιστικά πρότυπαΆρθρο 01: Πεδίο εφαρμογήςΣχόλιο του χρήστη ΑΝΔΡΙΤΣΟΓΙΑΝΝΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ | 29 Οκτωβρίου 2014, 11:53
Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Από τον ΙΩΑΝΝΗ ΑΝΔΡΙΤΣΟΓΙΑΝΝΗ Οικονομολόγο, Δικηγόρο ε.τ. Σύμβουλο Επιχειρήσεων και Επαγγελματικών Οργανώσεων Γενικό Εισηγητή του θεσμού της Λογιστικής Τυποποίησης στην Ελλάδα (1980-1990) Αθήνα, 29 Οκτωβρίου 2014 Γενικός σχολιασμός του σχεδίου νόμου «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΕΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ», στα πλαίσια της δημόσιας διαβούλευσης 22/10/2014 - 29/10/2014. Η φιλοσοφία του νομοσχεδίου να περιλάβει σε ένα νομοθέτημα το φορολογικό νόμο που ρυθμίζει τις συναλλαγές (Κ.ΦΑΣ.), τις διατάξεις της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ (κωδ. Ν.2190/1920) και το Ε.ΓΛΣ με τα Κ.Λ.Σ. είναι σωστή. Δυστυχώς όμως ο τρόπος με τον οποίο γίνεται με το νομοσχέδιο η κωδικοποίηση φορολογικών και των λογιστικών διατάξεων του Ελληνικού Δικαίου, κάθε άλλο παρά επιτυχής μπορεί να χαρακτηριστεί. Συγκεκριμένα: ● Οι διατάξεις των άρθρων 8 - 15 του Κεφαλαίου 3 «Παραστατικά πωλήσεων», κατά την άποψή μου είναι βελτιωμένες και προσαρμοσμένες στις σημερινές εξελίξεις και επιτυχώς έχουν ενσωματώσει τον Κ.ΦΑΣ. στο νομοσχέδιο. ● Οι διατάξεις των άρθρων 3 «Λογιστικό σύστημα» σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 38 με τις οποίες καταργείται η λογιστική τυποποίηση του Ε.ΓΛΣ και των Κ.Λ.Σ. Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων και Τραπεζών, καθώς και οι διατάξεις των άρθρων 18 - 24 του Κεφαλαίου 5 «Κανόνες επιμέτρησης (αποτίμησης)» αποτελούν το μεγάλο μειονέκτημα του νομοσχεδίου και ακυρώνουν την όλη φιλοσοφία του. Οι εν λόγω διατάξεις κατά τη γνώμη μου, είναι το “αγκάθι” του νομοσχεδίου και θα γίνουν η αιτία ακύρωσής του στην πράξη, αν το νομοσχέδιο αυτό, όπως είναι διατυπωμένο σήμερα, γίνει ποτέ νόμος του Κράτους. Τι θα έπρεπε να έχει γίνει: Α. ΛΟΓΙΣΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ: 1. Από το Ε.ΓΛΣ και τα Κ.Λ.Σ., με βάση τα οποία έχουν οργανώσει τα λογιστικά τους συστήματα οι επιχειρήσεις, θα έπρεπε να διατηρηθούν σε ισχύ τα Κεφάλαια: - Σχέδιο Λογαριασμών με συμπλήρωσή του με τους λογαριασμούς της εξέλιξης (Δ.Λ.Π. κ.λπ.) και με περιορισμό των υποχρεωτικών λογαριασμών του με τη μετατροπή τους σε προαιρετικούς. - Κανόνες που ρυθμίζουν το περιεχόμενο και τη συλλειτουργία των λογαριασμών. - Κανόνες λογισμού του βιομηχανικού κόστους. - Οικονομικές καταστάσεις και συνδεσμολογία τους με το Σχέδιο Λογαριασμών. - Οι διατάξεις περί αυτονομίας της λειτουργίας της Γενικής Λογιστικής και της Αναλυτικής (Διοικητικής) Λογιστικής (άρθρα 47 έως 49 Ν.1041/1980). 2. Το νομοσχέδιο, για τα πιο πάνω Κεφάλαια του Ε.ΓΛΣ και των Κ.Λ.Σ., θα έπρεπε να παραπέμπει στα τροποποιημένα σχετικά νομοθετήματα (Π.Δ. 1123/1980, Π.Δ. 148/1984 και Π.Δ. 384/1992), χωρίς να περιλαμβάνει το Σχέδιο Λογαριασμών του Παραρτήματος Γ. 3. Το Κεφάλαιο 4 «Αρχές σύνταξης χρηματοοικονομικών καταστάσεων» (άρθρα 16 - 17) και ιδίως τα Υποδείγματα του Παραρτήματος Β «Οικονομικές Καταστάσεις» θα έπρεπε να συνδέονται με τις Οικονομικές Καταστάσεις των λογιστικών συστημάτων του Ε.ΓΛΣ και των Κ.Λ.Σ., έτσι ώστε οι Οικονομικές Καταστάσεις αυτές του Παραρτήματος Β να αποτελούν παράγωγες καταστάσεις από τις καταστάσεις των εφαρμοζόμενων σήμερα λογιστικών συστημάτων. Με βάση τις παραπάνω Α1 - 3 απόψεις μου που αποτελούν και προτάσεις μου: α. Θα είχαμε διατηρήσει και βελτιώσει τη Λογιστική Τυποποίηση στην πρακτική της εφαρμογή. β. Θα συνεχίζαμε να εφαρμόζουμε το αμιγές λογιστικό μοντέλο των χωρών της Ηπειρωτικής Ευρώπης (Γερμανίας, Γαλλίας, Ισπανίας, Αυστρίας, Βελγίου κ.λπ.), σε αντίθεση με το μοντέλο λογιστικής που εισάγει το νομοσχέδιο με το “γυμνό” Σχέδιο Λογαριασμών του Παραρτήματος Γ. Το χαρακτηρίζω ως “γυμνό” αφού δεν περιλαμβάνει κανόνες που να ρυθμίζουν το περιεχόμενο κάθε λογαριασμού και κανόνες της συλλειτουργίας όλων των λογαριασμών με συνέπεια λόγω αυτού του μειονεκτήματος, κάθε εφαρμοστής να λογιστικοποιεί τις πράξεις και τα γεγονότα κατά το δοκούν, οπότε δεν μιλάμε καν για Λογιστική Τυποποίηση στην πράξη: - Το λογιστικό μοντέλο των χωρών της Ηπειρωτικής Ευρώπης έχει θεμελιωθεί στην αυτόνομη λειτουργία της Γενικής Λογιστικής που είναι υποχρεωτική για τις επιχειρήσεις, και στην αυτόνομη λειτουργία της Αναλυτικής (Διοικητικής) Λογιστικής που εφαρμόζεται από τις επιχειρήσεις ελεύθερα και σύμφωνα με τις ανάγκες κάθε μίας από αυτές. - Το “γυμνό” λογιστικό μοντέλο του Σχεδίου Λογαριασμών του Παραρτήματος Γ, κάθε άλλο παρά είναι μοντέλο των χωρών της Ηπειρωτικής Ευρώπης. Το μοντέλο αυτό περισσότερο βρίσκεται κοντά στο Αγγλοσαξωνικό μοντέλο της Αγγλίας και Ιρλανδίας, (παρέχει τη δυνατότητα της καταχώρησης στους λογαριασμούς αποθεμάτων των αναλώσεων και του κόστους πωληθέντων), αφού αγνοεί την αυτονομία των δύο κλάδων της λογιστικής, δεν ασχολείται καθόλου με την Αναλυτική Λογιστική και αγνοεί τη λογιστική κατάρτιση του λογαριασμού της Γενικής Εκμετάλλευσης με βάση τα αναλλοίωτα στοιχεία της Γενικής Λογιστικής που είναι και τα πλέον αξιόπιστα. γ. Για τη δημοσιότητα, θα είχαμε τυποποιημένες οικονομικές καταστάσεις, αυτές του Παραρτήματος Β του νομοσχεδίου. Με λίγα λόγια θα είχαμε διατηρήσει βελτιωμένη τη Λογιστική Τυποποίηση στη χώρα μας και οι επιχειρήσεις θα είχαν αποφύγει το σημαντικότατο κόστος της λογιστικής αναδιοργάνωσής τους με βάση το νομοσχέδιο. ● Η διάταξη του άρθρου 3, παρ. 9 του νομοσχεδίου, με την οποία παρέχεται η δυνατότητα στις επιχειρήσεις να εφαρμόζουν το Σχέδιο Λογαριασμών που ισχύει την 31/12/2014 είναι ελλιπής. Κάθε Σχέδιο Λογαριασμών, όπως και αυτό του Ε.ΓΛΣ και των Κ.Λ.Σ. που ισχύουν σήμερα, λειτουργεί με βάση τους κανόνες για το περιεχόμενο των λογαριασμών, για τη συλλειτουργία τους και για τη συνδεσμολογία τους με τις Οικονομικές Καταστάσεις των λογιστικών αυτών σχεδίων που ισχύουν σήμερα. Όλα αυτά, οι επιχειρήσεις τα έχουν οργανωμένα ηλεκτρονικά και η διάταξη του άρθρου 3, παρ. 9, όπως είναι διατυπωμένη, δεν τις απαλλάσσει από τη λογιστική αναδιοργάνωσή τους. Β. ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗΣ (ΑΠΟΤΙΜΗΣΗΣ): ● Το νομοσχέδιο (άρθρα 18 - 24) για την επιμέτρηση (αποτίμηση) των περιουσιακών στοιχείων εισάγει κανόνες των Δ.Λ.Π. με βάση τους οποίους οι αξίες που θα προκύπτουν από τις αποτιμήσεις θα είναι διαφορετικές από τις αξίες αποτιμήσεων με βάση τους φορολογικούς νόμους. Έτσι, οι επιχειρήσεις θα είναι υποχρεωμένες να παρακολουθούν τα περιουσιακά τους στοιχεία στην τελευταία τους ανάλυση σε δύο αξίες (κατά πελάτη - χρεώστη, κατά προμηθευτή - πιστωτή, κατά πάγιο στοιχείο, κατά εργαζόμενο, κατά συγκεκριμένο απόθεμα της αποθήκης κ.λπ.). Η υποχρέωση αυτή συνεπάγεται την ανάγκη τήρησης ΔΙΠΛΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ, αυτών των φορολογικών νόμων και αυτών του νομοσχεδίου. Το ίδιο αυτό νομοσχέδιο στο άρθρο 3, παρ. 5, προβλέπει ρητά την υποχρέωση των επιχειρήσεων να τηρούν διπλά λογιστικά βιβλία, αυτά του νομοσχεδίου (λογιστική βάση) και αυτά των φορολογικών νόμων (φορολογική βάση). Δηλαδή καλούνται και οι μη εισηγμένες στο Χρηματιστήριο επιχειρήσεις να τηρούν διπλά λογιστικά βιβλία όπως τηρούν και οι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο που εφαρμόζουν τα Δ.Λ.Π. ● Με λίγα λόγια, εισάγονται διατάξεις των Δ.Λ.Π. από το “παράθυρο”, αφού η κοινοτική νομοθεσία προβλέπει την υποχρεωτική εφαρμογή των Δ.Λ.Π. με κανονισμούς και μόνο για τις ενοποιημένες Οικονομικές Καταστάσεις των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο επιχειρήσεων. ● Η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 18 - 24 του νομοσχεδίου, όπως είναι διατυπωμένες στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο, απαιτεί την οργάνωση και λειτουργία πολύπλοκων υπολογιστικών συστημάτων των αξιών αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων σύμφωνα με το νομοσχέδιο και την τήρηση από τις επιχειρήσεις διπλών βιβλίων με σημαντική αύξηση του ετήσιου λειτουργικού τους κόστους. ● Επίσης, οι διατάξεις των άρθρων 18 - 24 του νομοσχεδίου, όπως είναι διατυπωμένες, είναι ευθέως μη συμβατές με την κοινοτική νομοθεσία και τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. ● Η αύξηση του ετήσιου λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων είναι θέμα ζωτικής σημασίας για τις ίδιες και από ό,τι κυκλοφορεί στην αγορά, καμία επιχείρηση και καμία επαγγελματική οργάνωση δεν θα δεχθεί τέτοιες επιβαρύνσεις, που κατά γενική ομολογία οι επιβαρύνσεις αυτές θα αποτελέσουν θυσίες για τις επιχειρήσεις χωρίς κανένα όφελος για τις ίδιες και για την Εθνική Οικονομία και παράλληλα θα επηρεάσουν την ίδια την ύπαρξή τους σε μία εποχή που αγωνίζονται να επιβιώσουν. ● Φαντάζεστε τι θα γίνει όταν μία βιομηχανία ή ένα ξενοδοχείο που έχουν 4 - 5 χιλιάδες πάγια στοιχεία αντιληφθεί το τι πρέπει να οργανώσει και σε τι δαπάνες θα υποβληθεί για να παρακολουθεί διπλές αποσβέσεις και διπλές αξίες κατά ένα έκαστο πάγιο στοιχείο; ● Μήπως δεν θα συμβεί το ίδιο για τους π.χ. δεκάδες χιλιάδες πελάτες; Πώς και με ποια συστήματα θα προσδιορίζεται το αποσβέσιμο κόστος όταν, όπως συμβαίνει συνήθως, το υπόλοιπο κάθε πελάτη προέρχεται από τιμολόγια διαφόρων χρονολογιών που μπορεί να απέχουν μεταξύ τους ακόμα και έτη; ● Αντιλαμβάνεστε τι θα συμβεί στις επιχειρήσεις όταν θα καλούνται στο τέλος κάθε έτους να προσδιορίζουν την καθαρή ρευστοποιήσιμη αξία όλων των αποθεμάτων τους, κατ’ είδος και κατά συγκεκριμένο κωδικό που μπορεί να περιλαμβάνει ποσότητες που αποκτήθηκαν σε διάφορες χρονικές περιόδους (αποθέματα ακίνητα, βραδέως κινούμενα ή ταχέως κινούμενα); Οι αποθήκες των βιομηχανιών, των εμπορικών καταστημάτων, των εισαγωγέων ανταλλακτικών αυτοκινήτων κ.λπ. έχουν αποθηκευμένα είδη δεκάδων, ακόμα και εκατοντάδων χιλιάδων. Με ποια συστήματα και ποιος θα προσδιορίζει την καθαρή ρευστοποιήσιμη αξία (αξία στην οποία θα πωληθεί το απόθεμα μειωμένη κατά τα έξοδα πώλησης); Ποιο θα είναι το κόστος για κάθε επιχείρηση κάθε χρόνο, πέρα από το κόστος τήρησης διπλών βιβλίων; ● Άποψή μου είναι ότι η Κυβέρνηση και όχι οι συντάκτες του νομοσχεδίου πρέπει να πάρει το θέμα στα χέρια της και να βρεθούν λύσεις που δεν θα χρειάζονται διπλά βιβλία για τις επιχειρήσεις, ούτε αύξηση του λειτουργικού τους κόστους. Τέτοια λύση είναι μόνο μία που αποτελεί και την πρότασή μου. ● Να τροποποιηθούν οι διατάξεις των άρθρων 18 - 24 του νομοσχεδίου έτσι ώστε και μέσα στα πλαίσια της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ να βρίσκονται και οι αποτιμήσεις να συμπίπτουν με αυτές των φορολογικών νόμων. ● Οι υποχρεωτικές διατάξεις της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ που αναφέρονται στις αποσβέσεις πάγιων στοιχείων να εισαχθούν στο νομοσχέδιο με βάση τη διατύπωση της Οδηγίας αυτής (μοναδικό κριτήριο η περίοδος της οικονομικής χρησιμότητας κάθε πάγιου στοιχείου) που έχει αποτυπωθεί στην ισχύουσα σήμερα νομοθεσία. ● Οι προαιρετικές διατάξεις της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ να μην νομοθετηθούν ή αν επιβάλλεται η νομοθέτησή τους να είναι δυνητικές για τις επιχειρήσεις. ● Όλες οι διατάξεις των Δ.Λ.Π. που έχουν ενσωματωθεί στο νομοσχέδιο να απαλειφθούν ή αν επιβάλλεται να νομοθετηθούν να είναι δυνητικές για τις επιχειρήσεις. Θέλω να πιστεύω ότι με τις απόψεις μου θα βοηθήσω στη διαμόρφωση ενός καλού και εφαρμόσιμου νομοσχεδίου. Οι επιχειρήσεις χρειάζονται σταθερό νομοθετικό περιβάλλον για να οργανωθούν. Η λογιστική, ηλεκτρονική οργάνωση, κεντρική και αποκεντρωμένη των επιχειρήσεων απαιτεί μεγάλες χρονικές περιόδους και σημαντικότατο κόστος και δεν επιτρέπεται να αλλάζει. Να βελτιώνεται ναι, όχι να αλλάζει. Αυτό το σκοπό εξυπηρετεί η Λογιστική Τυποποίηση της Γενικής Λογιστικής και η αυτόνομη λειτουργία της από την Αναλυτική (Διοικητική) Λογιστική, όπως εφαρμόζεται με το μοντέλο λογιστικής της Ηπειρωτικής Ευρώπης (Γερμανία, Γαλλία, Ισπανία, Αυστρία, Βέλγιο, κ.λπ.). Ιωάννης Ανδριτσογιάννης