Αρχική ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΕΚΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣΆρθρο 21 – Τροποποίηση διατάξεων Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (κύρωση με το ν. 4172/2013, Α’ 167)Σχόλιο του χρήστη ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ (ΣΕΠΕ) | 16 Μαρτίου 2015, 13:47
Σχόλια επί της τροποποίησης των διατάξεων της περ ιγ του άρθρου 23 του ΚΦΕ: Στην προσπάθεια μας να ερμηνεύσουμε την πρόθεση του νομοθέτη για την αναμόρφωση των διατάξεων του άρθρου 23 του ΚΦΕ, θεωρούμε πως ο στόχος είναι να ενταθεί ο έλεγχος των συναλλαγών των ημεδαπών φυσικών ή νομικών προσώπων, με φυσικά ή νομικά πρόσωπα που έχουν την έδρα τους σε κράτη μη συνεργάσιμα ή κράτη με προνομιακό φορολογικό καθεστώς, καθώς και των συναλλαγών με νομικά πρόσωπα ή οντότητες που δεν έχουν την υποδομή και οργάνωση για τη διενέργειά αυτών, για να περιοριστεί έτσι η φοροαποφυγή ή η φοροδιαφυγή. Επιπλέον θεωρούμε πως βούληση του νομοθέτη δεν είναι να παρακρατηθεί φόρος στις συναλλαγές μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων, οι οποίες αποδεδειγμένα τεκμηριώνονται με βάση τα όσα ορίζονται στο Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών (άρθρο 21 του ν. 4174/2013), αλλά ούτε και εν γένει σε όλες τις συναλλαγές της οντότητας. Η πρόθεση αυτή ωστόσο δεν αποτυπώνεται σαφώς στο κείμενο της διάταξης, και κατά τη γνώμη μας η διατύπωση της χρήζει τροποποίησης. Για τη μεν περίπτωση (γ) δεν προσδιορίζεται ποιές από τις δαπάνες που καταβάλλονται σε συνδεδεμένες εν τοις πράγμασι εταιρείες αφορά, με αποτέλεσμα να τις καταλαμβάνει όλες και για τη δε περίπτωση (δ), ομοίως. Η τελευταία μάλιστα όπως είναι διατυπωμένη φαίνεται να καλύπτει όχι μόνο τις συναλλαγές με φυσικά ή νομικά πρόσωπα που έχουν την έδρα τους σε κράτη μη συνεργάσιμα ή κράτη με προνομιακό φορολογικό καθεστώς, αλλά όλες ανεξαιρέτως τις συναλλαγές στο εσωτερικό της χώρας μεταξύ ημεδαπών επιχειρήσεων. Εφόσον η διάταξη έρχεται να αντικαταστήσει και όχι να συμπληρώσει την περίπτωση ιγ’ του άρθρου 23 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, στην οποία το πεδίο εφαρμογής ήταν πλήρως ορισμένο και αφορούσε μόνο τις προαναφερθείσες περιπτώσεις, είναι αναγκαίο να αποσαφηνιστεί αυτό και στην παρούσα. Εάν αυτό δεν γίνει, κινδυνεύουμε να πρέπει να αποδεικνύει ο φορολογούμενος το πραγματικό των συναλλαγών που έχει με κάθε οντότητα και η παρακράτηση φόρου να εφαρμόζεται σε όλες τις συναλλαγές, γεγονός αδιανόητο για μια ελληνική αγορά που αγωνίζεται καθημερινά να βγει από την ύφεση. Ο σαφής καθορισμός του πεδίου εφαρμογής της, είναι πλήρως αναγκαίος και θεωρούμε πως εκ παραδρομής δεν έγινε. Τυχόν μη διόρθωση όχι μόνο δεν θα βοηθήσει στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και στην επανεκκίνηση της οικονομίας, αλλά θα προκαλέσει επί πλέον τεράστια προβλήματα ρευστότητας για τις επιχειρήσεις που φυσικά θεωρούμε ότι βρίσκεται τελείως εκτός στόχων του νομοθέτη. Σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, απαλλάσσονται εκείνες οι συναλλαγές που έχουν γίνει μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων και τεκμηριώνονται στους ετήσιους Φακέλους Τεκμηρίωσης κατά τα οριζόμενα από τον Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών (άρθρο 21 του ν. 4174/2013). Από τη μελέτη της διάταξης, προκύπτει ότι θα πρέπει η οντότητα για όλες τις συναλλαγές που δεν έχει καταρτιστεί Φάκελο Τεκμηρίωσης πριν τη διενέργεια της συναλλαγής ή την έκδοση του παραστατικού, να αποδεικνύει στη φορολογική αρχή πως δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου (γ) και να παρακρατεί και φόρο 26%. Αντίθετα, σύμφωνα με την ισχύουσα παράγραφο 3 του άρθρου 21 Ν.4174/2013, ο Φάκελος Τεκμηρίωσης, καταρτίζεται εντός τεσσάρων (4) μηνών από το τέλος του φορολογικού έτους και συνοδεύεται από Συνοπτικό Πίνακα Πληροφοριών, ο οποίος υποβάλλεται ηλεκτρονικά στη Φορολογική Διοίκηση κατά την ίδια ημερομηνία. Η προθεσμία αυτή είναι εύλογη, εφόσον δίνει στο φορολογούμενο τον αναγκαίο χρόνο για να τεκμηριώσει τις ενδοομιλικές συναλλαγές και να προετοιμάσει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για το σκοπό αυτό (όπως οι μελέτες τεκμηρίωσης, που συνήθως συντάσσονται από εμπειρογνώμονες ορκωτούς ελεγκτές ειδικούς σε θέματα τεκμηρίωσης τιμών συναλλαγών). Οι διατάξεις λοιπόν αυτές είναι αντικρουόμενες, δυνάμενες να προκαλέσουν σύγχυση χωρίς λόγο και να οδηγήσουν τον φορολογούμενο σε ένα βάρος απόδειξης παράλογο με μεγάλο διαχειριστικό κόστος συμμόρφωσης και σε μία ταμειακή επιβάρυνση δυσβάσταχτη. Η παρακράτηση αυτή, όπως φαίνεται, θα είναι επιπρόσθετη της ισχύουσας ήδη παρακράτησης φόρου, που ορίζεται στις διατάξεις του άρθρου 62 ν. 4174/2013. Σε ορισμένες περιπτώσεις συναλλαγών με νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες, που είναι φορολογικοί κάτοικοι χωρών, με τις οποίες η Ελλάδα έχει υπογράψει Σύμβαση για την Αποφυγή Διπλής Φορολογίας, η παρούσα διάταξη θα αποτελεί παραβίαση των άρθρων των εν λόγω συμβάσεων, με καταστροφικά αποτελέσματα για τις διεθνείς συναλλαγές της χώρας. Είναι σκόπιμο να αναφερθεί πως η διάταξη αυτή, η οποία θέτει τέτοιους περιορισμούς ως προς την έκπτωση της δαπάνης, και επιπρόσθετα επιβάλει μια τόσο μεγάλη παρακράτηση φόρου, δεν μπορεί να είναι νόμιμη και θα μπορούσε να αμφισβητηθεί κατά την άποψή μας ενώπιον των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων, εφόσον σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), η θέσπιση τεκμηρίων που έχουν ως συνέπεια την υπερβολική οικονομική επιβάρυνση συνιστά καταρχήν περιορισμό των θεμελιωδών κοινοτικών ελευθεριών. Οι παραπάνω υπερβολικές οικονομικές επιβαρύνσεις των συναλλασσόμενων συνιστούν άλλωστε, σαφή παραβίαση της θεσμοθετημένης από το Σύνταγμα της Ελλάδος, στα άρθρα 5 και 106, αρχής της ελευθερίας της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Θέλουμε να τονίσουμε ιδιαίτερα ό,τι με τις προτεινόμενες διατάξεις θα δημιουργηθεί ασφυκτικό οικονομικό και ταμειακό πρόβλημα στην ελληνική αγορά στο σύνολό της, με ιδιαίτερη ένταση και συνέπειες για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις όλων των κλάδων που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας μας, αφού οι τελευταίες είναι προφανές ότι θα βρίσκονται σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση σε ό,τι αφορά τη δυνατότητά τους να τεκμηριώσουν τις προϋποθέσεις της περίπτωσης (δ) του άρθρου 21 του Σχεδίου Νόμου. Σε ό,τι αφορά την περίπτωση (γ) της προτεινόμενης διάταξης (που αναφέρεται στις ενδοομιλικές συναλλαγές), πρέπει να τονιστεί ότι η ρύθμιση αυτή ως έχει, οδηγεί στο άτοπο να απαιτείται τεκμηρίωση της συναλλαγής πριν την πραγματοποίησή της, πράγμα που αντιφάσκει τόσο προς την ήδη ισχύουσα νομοθεσία, όσο και προς όλο το πλέγμα των διμερών συμβάσεων που έχει υπογράψει η χώρα. Οδηγεί δε σε υπέρμετρη και παράλογη φορολογική επιβάρυνση επί δικαίων και αδίκων, πράγμα που υπερβαίνει προφανώς τους σκοπούς και τη βούληση του νομοθέτη. Από τη πλευρά μας ως Σ.Ε.Π.Ε προτείνουμε την αλλαγή στη διατύπωση των διατάξεων, σύμφωνα με όσα εκθέτουμε και συνιστούμε την έκδoση ερμηνευτικής εγκυκλίου που θα καθορίσει το χρόνο και τον τρόπο με τον οποίο θα γίνεται η απόδειξη του πραγματικού της συναλλαγής, καθώς τα χρονικά περιθώρια για την επιστροφή του φόρου από την πλευρά του δημοσίου σε περίπτωση παρακράτησης. Επιπλέον ο όρος «παρακράτηση», ο οποίος και χρησιμοποιείται, οφείλει να ξεκαθαριστεί, εφόσον παραπέμπει σε παρακράτηση από την καταβολή της υποκείμενης πληρωμής στο δικαιούχο, που μέχρι τώρα ρυθμίζεται εν μέρει για κάποιες κατηγορίες πληρωμών από το άρθρο 64 Ν 4172/2013, με την επιφύλαξη των διατάξεων των Συμβάσεων περί αποφυγής Διπλής Φορολογίας.