Αρχική Εναρμόνιση της νομοθεσίας με την Οδηγία 2016/97 /ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ης Ιανουαρίου 2016 σχετικά με τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων.Άρθρο 04 – Συναλλακτικές σχέσεις των διανομέων ασφαλιστικών προϊόντων μεταξύ τους και με τον πελάτηΣχόλιο του χρήστη ΣΕΜΑ | 28 Ιουνίου 2018, 16:24
Άρθρο 4 Παρά το γεγονός ότι στις κατευθυντήριες γραμμές της οδηγίας (βλ. παρ. 72 εισαγωγικού κειμένου) γίνεται σαφής αναφορά στο ότι η οδηγία (και συνακόλουθα η ενσωμάτωση της στο Εθνικό δίκαιο) δεν θα πρέπει να είναι υπερβολικά επαχθής για τους μικρομεσαίους ασφαλιστικούς και αντασφαλιστικούς διανομείς οι προβλεπόμενες στο άρθρο 4 του σχεδίου νόμου ρυθμίσεις, βάλλουν ευθέως κατά των μικρομεσαίων ασφαλιστικών διανομέων . Θα πρέπει να γίνει ιδιαίτερη αναφορά στο γεγονός ότι: Οι εισαγόμενες με το άρθρο 4 του σχεδίου Νόμου ρυθμίσεις, όπως κατωτέρω αυτές θα αναλυθούν , δεν συνιστούν συμμόρφωση προς επιβαλλόμενες από την οδηγία κατευθυντήριες γραμμές, αλλά αποτέλεσμα άσχετης με το πλαίσιο που θέτει η οδηγία, καθιστώντας επαχθέστερη την άσκηση της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης. Ειδικότερα: I. Αναφορικά με τον περιορισμό της δυνατότητας έκδοσης Πιστοποιητικών Ασφάλισης (Cover Notes) μόνο στην περίπτωση ασφάλισης «Μεγάλων Κινδύνων» και μόνο όταν πρόκειται για επαγγελματία πελάτη. (άρθρο 4 παρ. 5) Η επίκληση των διατάξεων του άρθρου 2 ν. 2496/.97 στην αιτιολογική έκθεση δεν δικαιώνει τον παραπάνω περιορισμό. Ο νόμος κάνει αναφορά (βλ. πρώτο εδ. άρθρου 2 του ν.2496/97) σε έγγραφο από το οποίο να αποδεικνύεται η ασφαλιστική σύμβαση και τέτοιο θεωρείται διεθνώς και το Πιστοποιητικό Ασφάλισης (Cover Note). Επιπλέον επισημαίνουμε ότι, η δυνατότητα αυτή, εξ ορισμού και εκ της διεθνούς ασφαλιστικής νομοθεσίας, δίνεται αποκλειστικά και μόνο στους Μεσίτες Ασφαλίσεων και είναι ένα από τα βασικά σημεία διαφοροποίησής της κατηγοριας αυτης σε σχέση με τις υπόλοιπες βαθμίδες διαμεσολάβησης. Συνακόλουθα ο περιορισμός της δυνατότητας έκδοσης Cover Noteπου αποτελεί αποδεικτικό της ασφάλισης έγγραφο και στο οποίο κατά πάγια πρακτική αναγράφονται όλα τα ουσιώδη στοιχεία της ασφάλισης, δεν διασφαλίζει μεγαλύτερη από τη ήδη υπάρχουσα προστασία των συμφερόντων του καταναλωτή, ενώ αντίθετα δυσχεραίνει την λειτουργία τόσο των διανομέων ασφαλιστικών προϊόντων , όσο και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Εξ άλλου, λαμβάνοντας υπόψιν ότι ως ορίζεται ο κίνδυνος που αφορά επιχειρήσεις που διαθέτουν καθαρό ύψος κύκλου εργασιών άνω των 12.800.000 ευρώ, ενώ απασχολούν κατά μέσο όρο πάνω από 250 άτομα (άρθρο3 εδ. 27 ν. 4364/2016) γίνεται σαφές ότι ο τιθέμενος περιορισμός συρρικνώνει δραματικά, αν δεν αποκλείει τη δυνατότητα έκδοσης πιστοποιητικού ασφάλισης από τους Μεσίτες Ασφαλίσεων. Αντίστοιχα καμία ρύθμιση δεν προβλέπεται στο σχέδιο νόμου για το κεκτημένο δικαίωμα των μεσιτών ασφαλίσεων να εκδίδουν Χρεωστικό και/ή Πιστωτικό Σημείωμα , ως παρακολούθημα του πιστοποιητικού ασφάλισης, με συνέπεια τον περιορισμό των αρμοδιοτήτων της συγκεκριμένης κατηγορίας ασφαλιστικών διαμεσολαβητών. Θεωρούμε ότι ο παραπάνω περιορισμός, που δεν αποτελεί υποχρέωση προσαρμογής σε διάταξη της οδηγίας αλλά πρωτοβουλία δυσμενή και άνευ αιτιολογίας του εθνικού νομοθέτη, θα πρέπει να απαλειφθεί. Άλλωστε, σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες - Κράτη Μέλη, αποτελεί πλέον κοινή πρακτική, ως επιβεβαίωση της ασφαλιστικής κάλυψης, να εκδίδονται μόνο Πιστοποιητικά Ασφάλισης (Cover Notes) - αντικαθιστώντας ουσιαστικά την έκδοση Ασφαλιστηρίων Συμβολαίων - και η αντίστοιχη χρέωση των ασφαλίστρων γίνεται με την έκδοση Χρεωστικών και/ή Πιστωτικών Σημειωμάτων (Debit & Credit Notes). Με βάση τα παραπάνω θεωρούμε ότι η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 θα πρέπει να τροποποιηθεί ως ακολούθως: 1. <Κατά την τοποθέτηση κινδύνου ομεσίτης δύναται στην περίπτωση που δεν είναι εφικτή η άμεση έκδοση του (αντ)ασφαλιστηρίου συμβολαίου (από την (αντ)ασφαλιστική επιχείρηση ή τις (αντ)ασφαλιστικές επιχειρήσεις, να υποβάλει στις (αντ)ασφαλιστικές επιχειρήσεις «συμφωνητικό ασφαλιστικής κάλυψης», στο οποίο αναγράφονται όλες οι προϋποθέσεις και οι όροι αποδοχής της (αντ)ασφάλισης από τους ενδιαφερόμενους (αντ)ασφαλιστές, οι οποίοι βεβαιώνουν την αποδοχή της κάλυψης του κινδύνου. Ο μεσίτης (αντ)ασφαλίσεων εκδίδει «πιστοποιητικό (αντ)ασφάλισης» με βάση τα στοιχεία που συμφώνησε με την (αντ)ασφαλιστική επιχείρηση, το οποίο παραδίδει στον πελάτη. Ο Μεσίτης Ασφαλίσεων αντικαθιστά (εφόσον απαιτηθεί) το πιστοποιητικό (αντ)ασφαλιστικής κάλυψης χωρίς υπαίτια βραδύτητα με το (αντ)ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Αντίστοιχα, ως παρακολούθημα του Πιστοποιητικού Ασφάλισης που εκδίδεται, ο Μεσίτης Ασφαλίσεων δύναται να εκδίδει Χρεωστικό και/ή πιστωτικό σημείωμα. II. Αναφορικά με τον περιορισμό των Αλυσιδωτών Πωλήσεων και την Συνεργασία μεταξύ διαφορετικών Κατηγοριών Διαμεσολάβησης. (αρθρο 4, παρ.7) Η παραπάνω ρύθμιση αναζητά θεμελίωση, (βλ. αιτιολογική έκθεση) στην διασφάλιση της ταυτότητας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαμεσολαβητών της ασφαλιστικής διαμεσολάβησης και ενίσχυση της διαφάνειας και της ασφάλειας των συναλλαγών . Ωστόσο, σύμφωνα με το συνολικό περιεχόμενο του σχεδίου νόμου, οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές όλων των βαθμίδων έχουν τις ίδιες υποχρεώσεις τόσο απέναντι στην ασφαλιστική επιχείρηση, όσο και απέναντι στον τελικό καταναλωτή, γεγονός που καθιστά άνευ ουσίας την εν λόγω ρύθμιση. Η διαφάνεια στις συναλλαγές μεταξύ των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών είναι ευχερές να επιτευχθεί με λιγότερο επαχθείς ρυθμίσεις και χωρίς να αντιβαίνει στην αρχή της Ελευθερίας των Συμβάσεων, όπως η παρούσα διάταξη. Εξ άλλου, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του Α.Κ. περί εντολής (που έχουν συμπληρωματικά εφαρμογή και εν προκειμένω) ο εντολοδόχος είναι άμεσα υπεύθυνος και υπόχρεος έναντι του εντολέα και συνακόλουθα δεν τίθεται ζήτημα κατακερματισμού ευθυνών και υποχρεώσεων στην περίπτωση συνεργασίας διαμεσολαβητών διαφόρων κατηγοριών. Επιπλέον, η συνεργασία μεταξύ ασφαλιστικών διαμεσολαβητών διαφορετικής ιδιότητας για την προώθηση και τοποθέτηση εξειδικευμένων ασφαλιστικών κινδύνων κατ΄εντολή και με τη σύμφωνη γνώμη του εντολέα/πελάτη, δεν παραβλάπτει, με τη συνδρομή της την ουσιαστικής εποπτείας του χώρου, ούτε την αξιούμενη διαφάνεια, ούτε την ανεξαρτησία των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών και το διακριτό ρόλο της κάθε βαθμίδας, αφού ακόμα και στην περίπτωση αυτή η διαμεσολάβηση ασκείται αποκλειστικά από τον Μεσίτη Ασφαλίσεων, ενώ ο πράκτορας λειτουργεί ως συστήνων. Σύμφωνα δε με την πανευρωπαϊκά ισχύουσα πρακτική, στην περίπτωση αυτή, προβλέπεται η δυνατότητα εκχώρησης μέρους της προμήθειας του Μεσίτη στον συστήσαντα πράκτορα, ως προμήθεια σύστασης, αλλά και ως προμήθεια διατήρησης της ασφαλιστικής σύμβασης. Δεν θα πρέπει δε να αγνοηθεί το γεγονός ότι η συνεργασία μεταξύ ασφαλιστικών διαμεσολαβητών για τη δημιουργία ευρύτερων δικτυών προώθησης ασφαλιστικών προϊόντων ευνοεί την επίτευξη οικονομιών κλίμακος. Γεγονός που εν προκειμένω επιδεικτικά αγνοείται από τον εθνικό νομοθέτη με αποτέλεσμα κατά την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης να πληγούν τα υπάρχοντα δίκτυα των ασφαλιστικών πρακτόρων υπέρ των δικτύων των συντονιστών ασφαλιστικών πρακτόρων, τα οποία θα διατηρηθούν με καταφανώς ευνοϊκή υπερ αυτών ρύθμιση [του εσωτερικού νομοθέτη]. Θεωρούμε ότι οι σκοπούμενες με την παραπάνω ρύθμιση διασφαλίσεις είναι δυνατόν να επιτευχθούν με λιγότερο επώδυνα για τους μικρο μεσαίους διαμεσολαβητές μέσα, όπως η θέσπιση υποχρέωσης γνωστοποίησης τόσο στην ασφαλιστική επιχείρηση όσο και στον τελικό καταναλωτή της ταυτότητας των επί μέρους της αλυσιδωτής πώλησης ασφαλιστικών προϊόντων. Η δε παράγραφος 7 του άρθρου 4 θα πρέπει να αναδιαμορφωθεί ως εξής: < Ο μεσίτης <αντ)ασφαλίσεων δύναται να τοποθετεί κινδύνους κατόπιν συστάσεως εκ μέρους ασφαλιστικών διαμεσολαβητών άλλης κατηγορίας με τη σύμφωνη γνώμη του προς ασφάλιση προσώπου, έναντι εκχωρήσεως προς τον συστήσαντα διαμεσολαβητή του συμφωνουμένου μέρους της προμήθειας του μεσίτη Επίσης στο υπο διαβούλευση τελικό Σχέδιο Νόμου θα πρέπει να υπάρχει ειδική πρόβλεψη/ρύθμιση αναφορικά με την λειτουργία στην Ελλάδα εκείνων των αλλοδαπών ασφαλιστικών επιχειρήσεων, οι οποίες εξουσιοδοτούν, μέσω ειδικών συμβάσεων, μεσίτες ασφαλίσεων, προκειμένου να προωθήσουν τα ασφαλιστικά προϊόντα τους στην τοπική αγορά (Cover Holders). Για την λειτουργία των παραπάνω ασφαλιστικών επιχειρήσεων θα πρέπει να ληφθεί ειδική πρόνοια, με την προσθήκη στο άρθρο 4 του Σχεδίου Νόμου, νέας παραγράφου με το εξής περιεχόμενο: Με τη ρύθμιση αυτή αντιμετωπίζεται στην πράξη η λειτουργία εκείνων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, οι οποίες εξουσιοδοτούν, μέσω ειδικών συμβάσεων, μεσίτες ασφαλίσεων, προκειμένου να προωθήσουν τα ασφαλιστικά προϊόντα τους στην τοπική αγορά. Επιτρέποντας στους μεσίτες τη συνεργασία με τους πράκτορες στην συγκεκριμένη περίπτωση και υπό τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις (ύπαρξη ειδικής σύμβασης εξουσιοδότησης μεταξύ ασφαλιστικής επιχείρησης και μεσίτη ασφαλίσεων - binding authority agreement) αναγνωρίζεται σε αυτές τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις το δικαίωμα να προωθήσουν στην τοπική αγορά τα προϊόντα τους, κάνοντας χρήση των ίδιων καναλιών που διαθέτουν και οι λοιπές ασφαλιστικές επιχειρήσεις, δηλαδή τόσο μέσω μεσιτών όσο και μέσω πρακτόρων. Με τη ρύθμιση αυτή καθιερώνονται ίδιοι κανόνες λειτουργίας για όλες της ασφαλιστικές επιχειρήσεις που λειτουργούν στην Ελλάδα, ανεξαρτήτως καθεστώτος λειτουργίας τους. Οι ως άνω προτεινόμενες προσθήκες – αναδιαμορφώσεις καθώς και οι προτάσεις που είχαμε καταθέσει με το σχετικό Υπόμνημα μας στις 11.1.2018/Αρ.Πρωτ: 28 (επισυνάπτεται) είναι δίκαιες και σύμφωνες στο πνεύμα & τις κατευθύνσεις της οδηγίας που σαφώς ορίζει ότι η ενσωμάτωση της στο Εθνικό δίκαιο δεν θα πρέπει να είναι υπερβολικά επαχθής για τους μικρομεσαίους ασφαλιστικούς και αντασφαλιστικούς διαμεσολαβητές και ειδικά για τους Μεσίτες Ασφαλίσεων.