Αρχική Ρυθμίσεις για την αγορά διαδικτυακών παιγνίων- Τροποποίηση του ν. 4002/2011Άρθρο 03 – Τροποποίηση του άρθρου 29 του ν. 4002/2011Σχόλιο του χρήστη Βασίλης Κονδύλης | 4 Οκτωβρίου 2018, 12:49
Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Σχόλιο επί του Άρθρο 3 του υπό διαβούλευση Σχεδίου Νόμου «Ρυθμίσεις για την αγορά διαδικτυακών παιγνίων» Με την παράγραφο 1, του άρθρου 3 του Σ/Ν, αντικαθίσταται το εδάφιο α΄ της παραγράφου 3, του άρθρου 29 του ν.4002/2011, και παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση, όχι πλέον στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όπως ορίζει σήμερα η αντικαθιστώμενη διάταξη, αλλά στον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος πλέον εξουσιοδοτείται να θεσπίσει με κανονιστική πράξη του, που δημοσιεύεται στην ΕτΚ, μετά από εισήγηση της Ε.Ε.Ε.Π., σε ενιαίο κείμενο, τον Κανονισμό Παιγνίων, τα κεφάλαια των ρυθμίσεων του οποίου προσδιορίζονται στον νόμο. Ασφαλώς, η διάταξη απαριθμεί τα ζητήματα που εξουσιοδοτείται να ρυθμίσει ο Υπουργός Οικονομικών με τρόπο που φαίνεται να ανταποκρίνεται στα κριτήρια της ειδικότητας, λόγω του τεχνικού και λεπτομερειακού χαρακτήρα του αντικειμένου της ρύθμισης. Ωστόσο, η ρύθμιση εξακολουθεί να μην είναι επαρκώς εκσυγχρονιστική για περισσότερους λόγους, παρίσταται δε ελάχιστα ευέλικτη ώστε να ανταποκρίνεται στη σύγχρονη ψηφιακή πραγματικότητα που απαιτεί να λαμβάνονται ταχείες αποφάσεις προς επίτευξη του στόχου της βελτίωσης της κατάστασης που επικρατεί στην ελληνική αγορά, λαμβανομένων υπόψη των διεθνών βέλτιστων πρακτικών, όπως τονίζεται στην αιτιολογική έκθεση. Καταρχάς, ενόψει, της θεσμικής θέσης της ΕΕΠΠ, η διάταξη του άρθρου 3, παρ.1, του Σ/Ν είναι προβληματική στο μέτρο που δεν παρέχεται εξουσιοδότηση στην ΕΕΠΠ, η οποία συνιστά, κατά νόμο (άρθρο 7, παρ.10, τουν ν.4038/2012, ΦΕΚ 14/Α΄), ανεξάρτητη διοικητική αρχή (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 3167/2014), με διοικητική και οικονομική ανεξαρτησία και αυτοτέλεια, και μάλιστα απολαμβάνει εγγυήσεων μείζονος ανεξαρτησίας, θεσμικής, προσωπικής, λειτουργικής και οργανωτικής, κατά παραπομπή στις διατάξεις για τις συνταγματικά κατοχυρωμένες ανεξάρτητες αρχές του σχετικού ν.3051/2002, είναι δε επιφορτισμένη με τη ρύθμιση, την εποπτεία και τον έλεγχο της αγοράς παιγνίων. Αντιθέτως, με την επίμαχη διάταξη παρέχεται εξουσιοδότηση σε όργανο της Κυβέρνησης (τον Υπουργό Οικονομικών), που ενδεχομένως δεν έχει την σφαιρική για την ενλόγω αγορά γνώση που έχει η ειδικά προς τούτο συσταθείσα τομεακή ΕΡΑ, ήτοι η ΕΕΠΠ που έχει αναμφίβολα εμπειρία στην εποπτεία του ενλόγω κρίσιμου για την εθνική οικονομία και τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών τομέα. Η παροχή εξουσιοδότησης στην ΕΕΠΠ με την επίμαχη διάταξη του άρθρου 3, παρ. 1, του Σ/Ν θα ολοκλήρωνε τη συνεχή αύξηση των ρυθμιστικών του τομέα των τυχερών παιγνίων αρμοδιοτήτων που μέχρι σήμερα της έχει ανατεθεί από τον Νομοθέτη. Συγκεκριμένα, το ρυθμιστικό έργο της ΕΕΠΠ αποδεικνύεται από το πλήθος των κανονιστικών πράξεων που έχει ήδη εκδώσει, πχ στον τομέα των τυχερών παιγνίων μέσω διαδικτύου (βλ. τις αποφάσεις της αριθ. 22/2/22.10.2012, ΦΕΚ 2880/Β΄/26.10.2012) και αριθ. 23/3/23.10.2012, ΦΕΚ 2952/Β΄/5.11.2012, όπως τροποποιήθηκε και κωδικοποιήθηκε με την απόφαση αριθ. 51/3/26.4.2013, 1147/Β΄/13.5.2013). Εν συνόψει, ενώ στην αιτιολογική έκθεση του Σ/Ν για το άρθρο 3, αναγνωρίζεται η αναγκαιότητα της ρύθμισης, η ευκταία αυτή αλλαγή δεν ολοκληρώνεται με την παροχή εξουσιοδότησης στην ΕΕΠΠ, που έχει πλήρη γνώση της κατάστασης του ρυθμιζόμενου τομέα της αγοράς (της αγοράς παιγνίων), η οποία αποτελεί τον επιφορτισμένο από τον Νομοθέτη εθνικό φορέα προς ρύθμιση και εποπτεία των ενλόγω θεμάτων. Εξάλλου, η διάταξη αντιβαίνει στην παγία και γενικότερη πολιτική των διαδοχικών Κυβερνήσεων της Χώρας, που έγκειται στην ανάθεση της λήψης αποφάσεων προς ρύθμιση αγορών στο σχετικό ρυθμιστή (τις Εθνικές Ρυθμιστικές Αρχές - ΕΡΑ), όπως η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) και η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ) που απολαμβάνουν ευρύτατης κανονιστικής αρμοδιότητας κατά τους καταστατικούς τους νόμους. Βλ., ενδεικτικά, για τη ΡΑΕ, τους ν.2773/1999 και ν. 2941/2001, και, για την ΕΕΤΤ, το άρθρο 12 του ν.4070/2012. Αναλυτικότερα, η ΡΑΕ έχει εξουσιοδοτηθεί και έχει εκδώσει κανονιστικές πράξεις όπως η απόφασή της αριθ. 56/2012 για την Έγκριση του Κώδικα Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΡΑΕ/56/31.1.2012, ΦΕΚ Β’ 104/31.1.2012) και η απόφασή της αριθ. 57/2012, σχετικά με την έγκριση του Κώδικα Διαχείρισης του Ελληνικού Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση της ΕΕΤΤ: Ο Νομοθέτης από το 1998 και εφεξής έχει αναθέσει στην ΕΕΤΤ, ως ΑΔΑ, τη ρύθμιση των τομέων των τηλεπικοινωνιών, ληφη ηλεκτρονικών επικοινωνιών (ΗΕ), και παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών, και η ΕΕΤΤ έχει προβεί στην έκδοση Κανονισμών που ρυθμίζουν πλήθος σχετικών θεμάτων, όπως την άσκηση δραστηριοτήτων ΗΕ υπό Γενική Άδεια (ΑΠ ΕΕΤΤ 834/2/9-11-2017, ΦΕΚ 4262/Β΄/6-12-2017), τον Κανονισμό κατασκευών Κεραιών στην ξηρά (Απόφαση ΕΕΤΤ ΑΠ 661/2/19-7-2012 ΦΕΚ 2529/Β΄/17-9-2012), την έκδοση Κώδικα Δεοντολογίας για την Παροχή Υπηρεσιών ΗΕ στους Καταναλωτές (ΑΠ 488/82/15-7-2008, ΦΕΚ 1505/Β'/30.7.2008), κ.ά. Η παροχή δε εξουσιοδότησης προς την ΕΕΤΤ προς έκδοση κανονιστικών πράξεων έχει κριθεί συνταγματική (βλ. ΣτΕ 2906/2014). Ενόψει και των παραπάνω παρατηρήσεων, η ρύθμιση της παραγράφου 1, του αρθρου 3, του Σ/Ν, είναι και, ως ένα βαθμό, ανακόλουθη με εκείνες των επόμενων παραγράφων 2 έως 8, του ιδίου άρθρου 3 του Σ/Ν, που βελτιώνουν τη διατύπωση των προϋφισταμένων ρυθμίσεων του ν.4002/2011, σε σχέση με τα ειδικότερα θέματα που καθορίζονται με τον Κανονισμό Παιγνίων για λόγους εναρμόνισης της διάταξης με το νέο αδειοδοτικό μοντέλο, που βασίζεται σε ένα ανοικτό σύστημα αδειοδότησης, που θυμίζει, ως ένα βαθμό, το εξαιρετικά φιλελεύθερο σύστημα ασκήσεως δραστηριοτήτων ηλεκτρονικών επικοινωνιών υπό καθεστώς γενικής αδείας (όπως επιτάσσει η νομοθεσία της ΕΕ). Περαιτέρω, η πρόβλεψη εισήγησης της ΕΕΠΠ προς τον Υπουργό προς ρύθμιση των ενλόγω θεμάτων δεν αναιρεί τις παραπάνω επιφυλάξεις, διότι η εν λόγω ‘Εισήγηση’ αποτελεί απλή γνώμη προς τον Υπουργό, η οποία δεν τον δεσμεύει αφού μπορεί να αποστεί από αυτήν, αιτιολογημένα. Εξάλλου, ο Υπουργός δεν δεσμεύεται να αναμείνει την ενλόγω εισήγηση αν η ΕΕΠΠ δεν ανταποκριθεί στο χρονοδιάγραμμα που ενδεχομένως της θέσει για την υποβολή της. Επισημαίνεται ότι ο Νομοθέτης δεν δίστασε στο πρόσφατο παρελθόν [άρθρο 17 του ν.3229/2004, παρ. 1, περ. γ΄, που καταργήθηκε με το άρθρ.173 παρ.21β Ν.4261/2014] να ορίσει ότι η ΕΕΠΠ «[γ) Διατυπώνει σύμφωνη γνώμη προς τον κατά περίπτωση αρμόδιο Υπουργό για τις προδιαγραφές κάθε νέου τυχερού παιχνιδιού», ακριβώς για να καταδείξει τη σημασία του θεσμικού ρόλου της ΕΕΠΠ η οποία με τη σύμφωνη γνώμη ουσιαστικά θα συναποφάσιζε με τον Υπουργό. Εν συνόψει, με βάση τις παραπάνω παρατηρήσεις, καθίσταται σαφές ότι είναι σααφώς επιβεβλημένη, για λόγους ευελιξίας, αποτελεσματικότητας και σεβασμού του θεσμικού ρόλου της ΕΕΠΠ, η αλλαγή της εξουσιοδοτικής διατάξεως της παραγράφου 1, του άρθρου 3 του Σ/Ν προς την κατεύθυνση της παροχής εξουσιοδοτήσεως προς την ΕΕΠΠ για τη ρύθμιση των θεμάτων που πρέπει να περιέχει ο Κανονισμός Παιγνίων. Αθήνα 2-10-2018