Αρχική Ρυθμίσεις για την αγορά διαδικτυακών παιγνίων- Τροποποίηση του ν. 4002/2011Άρθρο 12 – Τροποποίηση του άρθρου 49 του ν. 4002/2011Σχόλιο του χρήστη ΟΠΑΠ Α.Ε. | 4 Οκτωβρίου 2018, 19:19
Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Άρθρο 12 - Τροποποίηση άρθρου 49 του ν. 4002/2011 Απόψεις / Παρατηρήσεις - Προτάσεις: 1. Οι προτεινόμενες διατάξεις των παρ. 1 και 4 του άρθρου 12 του παρόντος νομοσχεδίου που αφορούν στις πληρωμές των ποσών συμμετοχής κέρδους που απορρέουν από τη συμμετοχή στα τυχερά παίγνια χρήζουν συμπλήρωσης προκειμένου να οριστεί ότι και τα πιστοποιημένα από την Ε.Ε.Ε.Π. ως πρακτορεία τύπου Α και ΣΤ’ μπορούν να διενεργούν πληρωμές των ποσών συμμετοχής και απόδοσης κέρδους. Άλλωστε, σύμφωνα και με τον ν.4537/2018 (άρθρο 3, εδάφιο β’) περί υπηρεσιών πληρωμών προβλέπεται σαφής εξαίρεση από τις προβλέψεις αυτού και άρα δεν καθίσταται αναγκαία η διαμεσολάβηση ενός Παρόχου Υπηρεσιών Πληρωμών (Πιστωτικό Ίδρυμα, Ίδρυμα Πληρωμών Ίδρυμα Ηλεκτρονικού Χρήματος) «…σε πράξεις πληρωμής από τον πληρωτή στον δικαιούχο μέσω εμπορικού αντιπροσώπου εξουσιοδοτημένου με συμφωνία να διαπραγματεύεται ή να συνάπτει την πώληση ή αγορά αγαθών ή υπηρεσιών εκ μέρους μόνο του πληρωτή ή μόνο του δικαιούχου». 2. Η προτεινόμενη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 12 του παρόντος νομοσχεδίου που αφορά στην τροποποίηση της παρ. 5 του άρθρου 49 του ν. 4002/2011 χρήζει αναδιατύπωσης προκειμένου να διασφαλιστεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό ο σκοπός του νόμου που είναι ο αποκλεισμός συναλλαγών με μη αδειοδοτημένους παρόχους διαδικτυακών τυχερών παιγνίων που σχετίζονται με πληρωμές ή έσοδα από τη συμμετοχή σε τυχερά παίγνια. Τα μέτρα που η σχολιαζόμενη διάταξη του σχεδίου νόμου προβλέπει για τον σκοπό αυτό αφενός υστερούν της απαιτούμενης δραστικότητας αφετέρου η εφαρμογή τους παρίσταται δυσχερής. Πιο συγκεκριμένα, η διάταξη θεσπίζει μεν υποχρέωση για τους Παρόχους Υπηρεσιών Πληρωμών (ΠΥΠ -, ήτοι πιστωτικά ιδρύματα/ιδρύματα πληρωμών/ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος που είναι εγκατεστημένα και λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα), να απέχουν από την πραγματοποίηση οποιασδήποτε συναλλαγής, καθώς και πληρωμής ποσών συμμετοχής και απόδοσης κέρδους που απορρέουν από τη συμμετοχή σε τυχερά παίγνια σε λογαριασμούς που τηρούν σε αυτά μη αδειοδοτημένοι πάροχοι τυχερών παιγνίων, όπως αυτοί αναφέρονται στον κατάλογο μη αδεοδοτημένων παρόχων (black list) που τηρεί η Ε.Ε.Ε.Π. αναρτημένο στον ιστότοπό της, ωστόσο η τήρηση αυτής υποχρέωσης υπολαμβάνει μια επίπονη και ανοιχτή σε αβλεψίες/αστοχίες διαδικασία εκ μέρους των ΠΥΠ. Στην πράξη, τα τελευταία, καλούνται να ενημερώνονται διαρκώς για την τελευταία έκδοση της black list και να πρέπει να αντιπαραβάλουν καθημερινά έναν τεράστιο αριθμό συναλλαγών και στοιχείων λογαριασμών που τηρούν με τα στοιχεία που βρίσκονται από καιρού εις καιρόν καταχωρημένα στη black list. Πέραν του ότι είναι επαχθής και χρονοβόρα η εν λόγω διαδικασία δεν διασφαλίζει τον αποκλεισμό συναλλαγών ή πληρωμών με μη αδειοδοτημένους παρόχους ώστε να επιτελείται ο παραπάνω σκοπός του νόμου. Κατά την προβλεπόμενη από το νομοσχέδιο διασταύρωση πληθώρας συναλλαγών και στοιχείων δικαιούχων με τα αναγραφόμενα στη black list, είναι σχεδόν βέβαιο ότι, ακόμη και με την επίδειξη της μέγιστης δυνατής επιμέλειας και προσοχής, θα εμφιλοχωρήσουν ακούσια σφάλματα και παραλείψεις. Έτσι θα δημιουργηθεί μια «μαύρη τρύπα» πραγματοποίησης αθέμιτων συναλλαγών με μη αδειοδοτημένους παρόχους, η οποία θα πλήξει καίρια το κύρος της αγοράς των διαδικτυακών παιγνίων και την δέουσα προστασία των παικτών κατά τη συμμετοχή τους στα εν λόγω παίγνια. Μόνη δε η ύπαρξη εύλογων αμφιβολιών για την πιθανότητα να έχουν διαλάθει της προσοχής των ΠΥΠ και να έχουν πραγματοποιηθεί μη νόμιμες συναλλαγές με μη αδειοδοτημένους παρόχους, αρκεί για να διαρρήξει την εμπιστοσύνη παικτών και δημόσιων φορέων (όπως των φορολογικών αρχών) ως προς την ασφάλεια και τη διαφάνεια της αγοράς τυχερών παιγνίων μέσω του διαδικτύου. Εξ άλλου, κατά τα προβλεπόμενα στο σχέδιο νόμου, σε περίπτωση που της προσοχής των ΠΥΠ διαλάθουν συναλλαγές με μη αδειοδοτημένους παρόχους και οι ΠΥΠ παραλείψουν να διαβιβάσουν (αμελλητί, ως απαιτείται) στην Τράπεζα της Ελλάδος και στην ΕΕΕΠ κατάσταση με τα σχετικά στοιχεία κάθε συναλλαγής ή πληρωμής που έχει πραγματοποιηθεί κατά τα παραπάνω, καθώς και όλα τα στοιχεία των λογαριασμών που έχουν συναλλαγεί και των προσώπων που τους κατέχουν, οι ΠΥΠ είναι εκτεθειμένοι στην υποχρέωση καταβολής σημαντικού προστίμου. Η παρεμπόδιση εν τη γενέσει τους των πληρωμών που αφορούν συναλλαγές με μη αδειοδοτημένους παρόχους είναι το ισχυρότερο όπλο για την καταπολέμηση του παράνομου παιχνιδιού. Θα πρέπει, επομένως, να δομηθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να ενισχυθεί η ετοιμότητα και η ταχύτητα χρήσης του. Γι’ αυτό αντί των προβλεπόμενων από το σχέδιο νόμου, προτείνεται όπως η διάταξη του άρθρου 49 παρ. 5 του Ν. 4002/2011 τροποποιηθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε οι ΠΥΠ που είναι εγκατεστημένοι και λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου και παρέχουν υπηρεσίες στην Ελλάδα προβαίνοντας στην κατάλληλη γνωστοποίηση στην Τράπεζα της Ελλάδος και δραστηριοποιούνται στην έκδοση μέσων πληρωμής (ενδεικτικά: κάρτες πληρωμών) ή έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος να εξασφαλίζουν ότι τα εκδιδόμενα από αυτούς μέσα πληρωμής/ηλεκτρονικό χρήμα θα γίνονται αποδεκτά μόνο από αδειοδοτημένους παρόχους τυχερών παιγνίων μέσω του διαδικτύου, όπως θα αναφέρονται σε κατάλογο αδειοδοτημένων παρόχων της ΕΕΕΠ (white list), ο οποίος βρίσκεται αναρτημένος στην ιστοσελίδα της ΕΕΕΠ και τον οποίο, σε κάθε περίπτωση, η ΕΕΕΠ θα κοινοποιεί στους ΠΥΠ, μέσω της Τράπεζας της Ελλάδος. Εξ αντιδιαστολής, κάθε εκδιδόμενο μέσο πληρωμής/ηλεκτρονικόχ χρήμα δεν θα πρέπει να μπορεί να χρησιμοποιηθεί για συναλλαγή σε παρόχους διαδικτυακών τυχερών παιγνίων που δεν θα περιλαμβάνονται στη λίστα αδειοδοτημένων παρόχων και οι οποίοι θα αναγνωρίζονται μέσω του κωδικού οικονομικής δραστηριότητας για τα τυχερά παίγνια με ευθύνη του εκδότη του μέσου πληρωμών/ηλεκτρονικού χρήματος. Σε περίπτωση παραβίασης των ανωτέρω από τους ΠΥΠ, θα τους επιβάλλεται πρόστιμο, κατόπιν απόφασης της Τράπεζας της Ελλάδος. Με τον τρόπο αυτό, διασφαλίζεται ότι, αντί οι ΠΥΠ, να ελέγχουν το σύνολο των συναλλαγών που διενεργούνται από τους μη αδειοδοτημένους παρόχους διαδικτυακών τυχερών παιγνίων, των οποίων ο αριθμός είναι ακαθόριστος, αναμένεται μεγάλος και μπορεί να προσαυξάνεται, ο έλεγχος αυτός θα συντελείται στην «πηγή» περιορίζοντας τη δυνατότητα στο έκαστο μέσο πληρωμής για συναλλαγές με τους παρόχους που περιλαμβάνονται στον κατάλογο αδειοδοτημένων παρόχων παιγνίων της ΕΕΕΠ (white list). Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο έλεγχος καθίσταται ευχερέστερος και αποτελεσματικότερος, ελαχιστοποιώντας τις πιθανότητες ακούσιου σφάλματος ή παράλειψης εκ μέρους του ΠΥΠ, αφ’ής στιγμής οι αδειοδοτημένοι πάροχοι παιγνίων θα είναι εκ των προτέρων γνωστοί κι ως εκ τούτου συγκεκριμένοι και περιορισμένοι αριθμητικά. Η ρύθμιση αυτή θα συμβάλει τόσο στην αποφυγή των συναλλαγών με μη αδειοδοτημένους παρόχους και στην αποκατάσταση της ασφάλειας στην διαδικτυακή αγορά τυχερών παιγνίων, δεδομένου ότι πρόκειται για μία διαδικασία αυτοματοποιημένη, μέσω της οποίας δεν επιτρέπονται οι συναλλαγές με μη αδειοδοτημένους παρόχους, οπότε το μέτρο λειτουργεί προληπτικά και όχι κατασταλτικά. Τα δε τυχόν πρόστιμα εις βάρος των ΠΥΠ θα επιβάλλονται από την Τράπεζα της Ελλάδος ως την καθύλην αρμόδια εποπτική αρχή. Ακόμη επισημαίνεται ότι το εν λόγω μέτρο αποκλεισμού των συναλλαγών εφαρμόζεται με μεγάλη αποτελεσματικότητα από το 2010 και σε άλλες έννομες τάξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (Νορβηγία, Τσεχία), αποδεικνύοντας εν τοις πράγμασι ότι εν συγκρίσει με την υιοθέτηση άλλων μέτρων που αποσκοπούν στην αντιμετώπιση του φαινομένου της μη αδειοδοτημένης παροχής τυχερών παιγνίων, λειτουργεί αποφέροντας καλύτερα αποτελέσματα προς την κατεύθυνση αυτή. 3. Σε ότι αφορά στην παρ. 6, όπου γίνεται αναφορά στην υποχρέωση των Παρόχων Υπηρεσιών Πληρωμών (ΠΥΠ) να αποστέλλουν στοιχεία σχετικά με τις συναλλαγές των κατόχων άδειας τυχερών παιγνίων και των κατόχων ατομικής κάρτας παίκτη και Ηλεκτρονικού Λογαριασμού Παίκτη μέσω του Συστήματος Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών (ΣΜΤΛ και ΛΠ) που τηρείται στην ΓΓΠΣ, θα θέλαμε να διευκρινίσουμε ότι: Δυνάμει του ν. 4170/2013 ήδη οι ΠΥΠ αποστέλλουν τα σχετικά στοιχεία στο ΣΜΤΛ και ΛΠ, τόσο για φυσικά όσο και νομικά πρόσωπα, προφανώς περιλαμβανομένων και τυχόν νομικών προσώπων – κατόχων άδειας τυχερών παιγνίων. Σε ότι αφορά στην ατομική κάρτα παίκτη καθώς και τον Ηλεκτρονικό Λογαριασμό Παίκτη, αυτές ορίζονται στο ν. 4002/2011 και εξειδικεύονται με επιμέρους αποφάσεις της ΕΕΕΠ (Επιτροπή Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων) ως ανεξάρτητης λειτουργούσας Αρχής η οποία θέτει και το πλαίσιο εποπτείας και λειτουργίας αυτών, ενώ δεν σχετίζονται καθόλου με τραπεζικούς λογαριασμούς ή λογαριασμούς πληρωμών (η λειτουργία των οποίων μέσω των αδειοδοτημένων ΠΥΠ εποπτεύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος). Ως εκ τούτου, δεν αποτελούν πληροφορία η οποία μπορεί να αποστέλλεται ή/και να αντιστοιχείται στο ΣΜΤΛ και ΛΠ, η λειτουργία και δομή του οποίου είναι εντελώς διαφορετική. Τέλος, επισημαίνεται ότι τυχόν στοιχεία που απαιτούνται για οποιοδήποτε λόγο ελέγχου, μπορούν πάντα να αναζητηθούν άμεσα από τους κατόχους αδειών τυχερών παιγνίων. Ως εκ τούτου προτείνεται η διαγραφή της εν λόγω παραγράφου 6. του Άρθρου 12.