Αρχική ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΜΕ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΑΥΡΙΟ»Άρθρο 13 Τροποποίηση άρθρου 23 ΚΦΕ για μη εκπιπτόμενες επιχειρηματικές δαπάνεςΣχόλιο του χρήστη Φλωρόπουλος Στυλιανός | 9 Νοεμβρίου 2019, 11:11
Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Η διάταξη του άρθρου 23 παρ. β΄ του Κ.Φ.Ε. η οποία ορίζει ότι: «β) κάθε είδους δαπάνη που αφορά σε αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών αξίας άνω των πεντακοσίων (500) ευρώ, εφόσον η τμηματική ή ολική εξόφληση δεν έγινε με τη χρήση τραπεζικού μέσου πληρωμής,» αντικαθίσταται από τη διάταξη «β) κάθε είδους δαπάνη που αφορά σε αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών αξίας άνω των τριακοσίων (300) ευρώ, εφόσον η τμηματική ή ολική εξόφληση δεν έγινε με τη χρήση ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής ή μέσω παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, ». Η διάταξη αυτή αφορά μόνο τις συναλλαγές μεταξύ επαγγελματιών/επιχειρήσεων. Η διάταξη που οφείλει να αντικατασταθεί στο πλαίσιο μείωσης της φοροδιαφυγής είναι η διάταξη του άρθρου 20 παρ. 3 του ν. 3842/2010 που ορίζει ότι: «3. Τα φορολογικά στοιχεία συνολικής αξίας πεντακοσίων (500) ευρώ και άνω, που εκδίδονται για πώληση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών σε ιδιώτες, εξοφλούνται από τους λήπτες τους, αγοραστές των αγαθών ή των υπηρεσιών, αποκλειστικώς με τη χρήση μέσων πληρωμής με κάρτα ή άλλου ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής, όπως ενδεικτικά άλλα όχι περιοριστικά τραπεζικό έμβασμα, πληρωμή μέσω λογαριασμού πληρωμών, χρήση ηλεκτρονικού πορτοφολιού. Δεν επιτρέπεται εξόφληση των στοιχείων αυτών με μετρητά». Η διάταξη του άρθρου 20 παρ. 3 του ν. 3842/2010 αφορά τις συναλλαγές μεταξύ επαγγελματιών/επιχειρήσεων και ιδιωτών και οφείλει κατ' ανάλογη εφαρμογή να αντικατασταθεί και αυτή ως εξής: «3. Τα φορολογικά στοιχεία συνολικής αξίας τριακοσίων (300) ευρώ και άνω, που εκδίδονται για πώληση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών σε ιδιώτες, εξοφλούνται από τους λήπτες τους, αγοραστές των αγαθών ή των υπηρεσιών, αποκλειστικώς με τη χρήση μέσων πληρωμής με κάρτα ή άλλου ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής, όπως ενδεικτικά άλλα όχι περιοριστικά τραπεζικό έμβασμα, πληρωμή μέσω λογαριασμού πληρωμών, χρήση ηλεκτρονικού πορτοφολιού. Δεν επιτρέπεται εξόφληση των στοιχείων αυτών με μετρητά». Λαμβάνοντας υπόψη όμως τις επικρατούσες συνθήκες και ειδικότερα τις ισχυρές ταυτοποιήσεις πελατών που απαιτούνται από τις 14.09.2019, βάσει της νέας Ευρωπαϊκής Οδηγίας για τις Υπηρεσίες Πληρωμών (PSD2, οδηγία 2015/2366/EΕ), η οποία ενσωματώθηκε στο Ελληνικό Δίκαιο με τον Νόμο 4537/2018, οι οποίες θέτουν όριο στις ανέπαφες συναλλαγές, χωρίς τη χρήση ΡΙΝ, σωρευτικά το ποσό των 150 € (όριο 25€ για κάθε ανέπαφη συναλλαγή), το ποσό των 300 € μπορεί να μειωθεί αρκετά περισσότερο είτε στο ποσό των 150 € (συντηρητική προσέγγιση), είτε στο ποσό των 100 € (μετριοπαθής προσέγγιση), καθώς με όριο τα 100 € όλες οι απαραίτητες συναλλαγές όπως αγορές τροφίμων δύναται να πραγματοποιούνται με μετρητά, είτε στο ποσό των 25 € (νεωτεριστική προσέγγιση). Αν εφαρμοστεί κάποια από αυτές τις προσεγγίσεις οφείλουν οι τράπεζες να μειώσουν τις προμήθειές τους, σεβόμενες το κοινωνικό σύνολο και εξισορροπώντας τα έσοδά τους από την εξαιρετικά μεγάλη αύξηση των συναλλαγών. Περαιτέρω, οφείλουν να καθιερωθούν αντίστοιχες διατάξεις για τις συναλλαγές μεταξύ ιδιωτών καθόσον δεν υπάρχει μέχρι στιγμής κάποιος περιορισμός ως προς τον τρόπο εξόφλησής τους. Είναι ιδιαιτέρως οξύμωρο να μην απαιτείται η διατραπεζική εξόφληση των συναλλαγών μεταξύ ιδιωτών, ειδικότερα όταν πληθώρα των συναλλαγών αυτών είναι πολλές χιλιάδες ευρώ όπως αγοραπωλησία οχημάτων και αγοραπωλησία ακινήτων. Συνεπώς απαιτείται άμεση νομοθετική πρωτοβουλία για τη διατραπεζική εξόφληση των συναλλαγών μεταξύ ιδιωτών. Όλες αυτές οι παρεμβάσεις θα μειώσουν τη φοροδιαφυγή και επιπροσθέτως θα γίνει ευκολότερη η πραγματοποίηση του απαιτούμενου ποσού δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής - ποσοστό 30% του πραγματικού εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτή εργασία – συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα - όπως ορίζεται στο άρθρο 7 του προτεινόμενου παρόντος νομοσχεδίου.