Αρχική ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΜΕ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΑΥΡΙΟ»Άρθρο 40 Μεταβατικές διατάξεις και έναρξη ισχύοςΣχόλιο του χρήστη Φλωρόπουλος Στυλιανός | 14 Νοεμβρίου 2019, 21:33
Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Σας αναφέρω κάποιες προτάσεις που θα έπρεπε να συμπεριλάβετε στο παρόν νομοσχέδιο «Φορολογική μεταρρύθμιση με αναπτυξιακή διάσταση για την Ελλάδα του αύριο» όταν κατατεθεί στη Βουλή των Ελλήνων καθόσον δεν βρέθηκαν αντίστοιχες διατάξεις στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο. Αρχικά, πρέπει η διάταξη του άρθρου 20 παρ. 3 του ν. 3842/2010 που αφορά τις συναλλαγές μεταξύ επαγγελματιών/επιχειρήσεων και ιδιωτών κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 13 του παρόντος νομοσχεδίου να αντικατασταθεί ως εξής: «3. Τα φορολογικά στοιχεία συνολικής αξίας τριακοσίων (300) ευρώ και άνω, που εκδίδονται για πώληση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών σε ιδιώτες, εξοφλούνται από τους λήπτες τους, αγοραστές των αγαθών ή των υπηρεσιών, αποκλειστικώς με τη χρήση μέσων πληρωμής με κάρτα ή άλλου ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής, όπως ενδεικτικά άλλα όχι περιοριστικά τραπεζικό έμβασμα, πληρωμή μέσω λογαριασμού πληρωμών, χρήση ηλεκτρονικού πορτοφολιού. Δεν επιτρέπεται εξόφληση των στοιχείων αυτών με μετρητά». Επίσης οφείλουν να καθιερωθούν αντίστοιχες διατάξεις για τις συναλλαγές μεταξύ ιδιωτών καθόσον δεν υπάρχει μέχρι στιγμής κάποιος περιορισμός ως προς τον τρόπο εξόφλησής τους. Είναι ιδιαιτέρως οξύμωρο να μην απαιτείται η διατραπεζική εξόφληση των συναλλαγών μεταξύ ιδιωτών, ειδικότερα όταν πληθώρα των συναλλαγών αυτών είναι πολλές χιλιάδες ευρώ όπως αγοραπωλησία οχημάτων και αγοραπωλησία ακινήτων. Ως εκ τούτου, απαιτείται άμεση νομοθετική πρωτοβουλία για τη διατραπεζική εξόφληση των συναλλαγών μεταξύ ιδιωτών και τη μείωση του ποσού για διατραπεζική εξόφληση των συναλλαγών μεταξύ επαγγελματιών/επιχειρήσεων και ιδιωτών όπως αναγράφω αναλυτικά και στο σχόλιό μου στο άρθρο 13. Εν συνεχεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 54 του Κ.Φ.Δ. ορίζεται ότι: «1. Για καθεμία από τις παρακάτω παραβάσεις επιβάλλεται πρόστιμο στον φορολογούμενο ή οποιοδήποτε πρόσωπο, εφόσον υπέχει αντίστοιχη υποχρέωση από τον Κώδικα ή τη φορολογική νομοθεσία που αναφέρεται στο πεδίο εφαρμογής του: ... ιε) δεν εκδίδει λογιστικά αρχεία ή εκδίδει ή λαμβάνει ανακριβή λογιστικά αρχεία (παραστατικά), για πράξεις που δεν επιβαρύνονται με Φ.Π.Α., ... 2. Τα πρόστιμα για τις παραβάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 καθορίζονται ως εξής: ... η) πεντακόσια (500) ευρώ, ανά φορολογικό έλεγχο, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης απλογραφικού λογιστικού συστήματος, και χίλια (1.000) ευρώ, ανά φορολογικό έλεγχο, αν ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης διπλογραφικού λογιστικού συστήματος στις περιπτώσεις ιε' και ιστ' της παραγράφου 1, ...» ενώ με τις διατάξεις του άρθρου 58Α του Κ.Φ.Δ. ορίζεται ότι: «Για παραβάσεις σχετικές με τον φόρο προστιθέμενης αξίας οι οποίες διαπιστώνονται κατόπιν ελέγχου, επιβάλλονται τα ακόλουθα πρόστιμα: «1. Σε περίπτωση μη έκδοσης φορολογικού στοιχείου ή έκδοσης ή λήψης ανακριβούς στοιχείου για πράξη που επιβαρύνεται με ΦΠΑ, επιβάλλεται πρόστιμο πενήντα τοις εκατό (50%) επί του φόρου που θα προέκυπτε από το μη εκδοθέν στοιχείο ή επί της διαφοράς, αντίστοιχα. Το πρόστιμο αυτό δεν μπορεί να είναι κατώτερο, αθροιστικά ανά φορολογικό έλεγχο, των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης απλογραφικού λογιστικού συστήματος και των πεντακοσίων (500) ευρώ, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης διπλογραφικού λογιστικού συστήματος. Σε περίπτωση διαπίστωσης, στο πλαίσιο μεταγενέστερου ελέγχου, εκ νέου διάπραξης της ίδιας παράβασης, εντός πενταετίας από την έκδοση της αρχικής πράξης, επιβάλλεται πρόστιμο εκατό τοις εκατό (100%) επί του φόρου που θα προέκυπτε από το μη εκδοθέν στοιχείο ή επί της διαφοράς, αντίστοιχα, το οποίο δεν μπορεί να είναι κατώτερο, αθροιστικά ανά φορολογικό έλεγχο, των πεντακοσίων (500) ευρώ, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης απλογραφικού λογιστικού συστήματος και των χιλίων (1.000) ευρώ, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης διπλογραφικού λογιστικού συστήματος. Στην περίπτωση κάθε επόμενης ίδιας παράβασης στο πλαίσιο μεταγενέστερου ελέγχου εντός πενταετίας από την έκδοση της αρχικής πράξης, επιβάλλεται πρόστιμο διακόσια τοις εκατό (200%) επί του φόρου που θα προέκυπτε από το μη εκδοθέν στοιχείο ή επί της διαφοράς, αντίστοιχα, το οποίο δεν μπορεί να είναι κατώτερο, αθροιστικά ανά φορολογικό έλεγχο, των χιλίων (1.000) ευρώ, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης απλογραφικού λογιστικού συστήματος και των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης διπλογραφικού λογιστικού συστήματος.» Βάσει των ανωτέρω προκύπτει ότι για ίδιες παραβάσεις, ήτοι τη μη έκδοση φορολογικού στοιχείου για πράξεις που δεν επιβαρύνονται με Φ.Π.Α. το πρόστιμο ανέρχεται σε πεντακόσια (500) ευρώ, ανά φορολογικό έλεγχο, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης απλογραφικού λογιστικού συστήματος, και χίλια (1.000) ευρώ, ανά φορολογικό έλεγχο, αν ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης διπλογραφικού λογιστικού συστήματος, ενώ για πράξεις που επιβαρύνονται με Φ.Π.Α. το πρόστιμο αυτό δεν μπορεί να είναι κατώτερο, αθροιστικά ανά φορολογικό έλεγχο, των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης απλογραφικού λογιστικού συστήματος και των πεντακοσίων (500) ευρώ, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης διπλογραφικού λογιστικού συστήματος, δηλαδή για την ίδια παράβαση επιβάλλονται διαφορετικά πρόστιμα. Συνεπώς, θα έπρεπε να γίνει αντικατάσταση των διατάξεων προκειμένου να επιβάλλεται επιπροσθέτως και πρόστιμο του άρθρου 54 του Κ.Φ.Δ. (δηλαδή για την καθαρή αξία του φορολογικού στοιχείου) για τις πράξεις που επιβαρύνονται με Φ.Π.Α. το οποίο θα ανέρχεται στο ίδιο ποσό, ήτοι σε πεντακόσια (500) ευρώ, ανά φορολογικό έλεγχο, σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης απλογραφικού λογιστικού συστήματος, και χίλια (1.000) ευρώ, ανά φορολογικό έλεγχο, αν ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης διπλογραφικού λογιστικού συστήματος στο πλαίσιο της αρχής της ισότητας, πλέον του προστίμου του άρθρου 58Α του Κ.Φ.Δ. το οποίο αφορά τον Φ.Π.Α.. Περαιτέρω, να εξετάσετε το ύψος των προστίμων της μη έκδοσης φορολογικών στοιχείων, καθόσον σε σχέση με τα πρόστιμα για αδήλωτη εργασία (άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 4554/2018 που τροποποιήσατε πρόσφατα με τον ν. 4635/2019 - όταν διαπιστώνεται η μη αναγραφή εργαζομένου σε ισχύοντα πίνακα προσωπικού που τηρείται από τον εργοδότη, επιβάλλεται στον εργοδότη πρόστιμο ποσού δέκα χιλιάδων πεντακοσίων (10.500) ευρώ για κάθε αδήλωτο εργαζόμενο και αν, εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την ημέρα του ελέγχου, ο εργοδότης προβεί στην πρόσληψη του εργαζομένου ή των εργαζομένων που διαπιστώθηκαν, ως αδήλωτοι, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας πλήρους απασχόλησης διάρκειας τουλάχιστον δώδεκα (12) μηνών, το πρόστιμο της παραγράφου 1 του άρθρου 5 ορίζεται στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ) είναι πολύ μικρότερα. Επιπροσθέτως, από τη δημοσίευση του ν. 4337/2015, ήτοι από τις 17.10.2015, έχουν καταργηθεί τα πρόστιμα έκδοσης ή λήψης εικονικών φορολογικών στοιχείων, δηλαδή δεν επιβάλλονται πρόστιμα για τις περιπτώσεις αυτές. Παρακαλώ πολύ, να εξετάσετε και να επαναφέρετε άμεσα τα πρόστιμα αυτά, καθόσον δεν είναι δυνατόν ουσιαστικά να επιβραβεύεται - με τη μη επιβολή προστίμων - ο εκδότης ή λήπτης εικονικών φορολογικών στοιχείων.