Αρχική ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΑΝΩΝΥΜΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ, ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΓΟΡΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ (ΕΕ) 2017/828 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥΆρθρο 04 Πολιτική καταλληλότητας των μελών διοικητικού συμβουλίουΣχόλιο του χρήστη ΕΝΕΙΣΕΤ (Α. Κουλορίδας, Νομικός Σύμβουλος) | 29 Μαρτίου 2020, 17:39
Το άρθρο αυτό είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση, όπως ομολογεί και η εισηγητική έκθεση, μεταφοράς διατάξεων που σε ενωσιακό επίπεδο προβλέπονται για εποπτευόμενες εταιρίες (τράπεζες – εταιρίες επενδύσεων ) και οι οποίες απαιτούν υψηλότερο βαθμό εποπτείας με σκοπό την προστασία όχι των μετόχων τους αλλά των πελατών (επενδυτών – καταθετών) αλλά και το συστημικό κίνδυνο που μια τυχόν κατάρρευσή τους θα συνεπαγόταν. Καταρχάς δεν είναι δυνατόν από τη μια η αιτιολογική έκθεση να επικαλείται για ως αιτιολογία για τη γενικότητα των διατυπώσεων της διάταξης την ελευθερία διαμόρφωσης από τις εταιρίες και από την άλλη να επιβάλει την έγκριση της πολιτικής καταλληλότητας από την ΕΚ. Τι θα εγκρίνει η ΕΚ; α) Τις αρχές που αφορούν την επιλογή ή την αντικατάσταση των μελών του διοικητικού συμβουλίου, καθώς επίσης και την ανανέωση της θητείας υφιστάμενων μελών; β) Τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται κατά την αξιολόγηση της καταλληλότητας των μελών του διοικητικού συμβουλίου, ιδίως ως προς τα εχέγγυα ήθους, τη φήμη, την επάρκεια γνώσεων, τις δεξιότητες, την ανεξαρτησία κρίσης και την εμπειρία για την εκτέλεση των καθηκόντων που τους ανατίθενται; γ) Τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνονται υπόψη, στο πλαίσιο της διαδικασίας επιλογής των μελών του διοικητικού συμβουλίου, κριτήρια πολυμορφίας, συμπεριλαμβανομένης της εκπροσώπησης ανά φύλο, ενδεικτικά με επιλογή υποψηφίων από καταλόγους; Ποίο από τα ανωτέρω περιεχόμενα της πολιτικής είναι αντικείμενο εποπτικής αξιολόγησης; Είναι προφανές ότι δεν μπορεί να είναι αυτός ο σκοπό του ελέγχου του επόπτη πολλώ δε μάλλον όταν δεν υπάρχουν οι εξειδικεύσεις βάσει των οποίων θα μπορεί ο επόπτης να ασκήσει την εξουσία του όχι κατά διακριτική του ευχέρεια αλλά στο πλαίσιο της νομιμότητας. Επιπλέον, η πιθανή ευθύνη της ΕΚ από τη διάταξη αυτή είναι πασίδηλη, καθώς θα χρησιμοποιηθεί ως εκ των υστέρων εργαλείο αποζημίωσης ζημιωθέντων επενδυτών από το κράτος με τις «βαθιές τσέπες». Είναι προφανές ότι σκοπός του νομοθέτη δεν είναι να ενισχύει τέτοιες συμπεριφορές. Είναι επίσης προφανές ότι στις εταιρίες οι διοικήσεις δεν διορίζονται αλλά εκλέγονται. Η πολιτική καταλληλότητας δεν θα έπρεπε να αφορά την εκλογή μελών ΔΣ (τι θα γίνει αν η μειοψηφία προτείνει κάποιον που δεν συνάδει με την πολιτική καταλληλότητας; - ευθύνεται η Εταιρία;) Οποιοδήποτε μέτοχος έχει το δικαίωμα να προτείνει ως μέλος ΔΣ τον οποιονδήποτε. Αντίθετα μπορεί να έχει κάποια σημασία ως προς τη λειτουργία του ΔΣ ή της επιτροπής αποδοχών, όταν η ίδια η διοίκηση προτείνει μέλη ΔΣ. Σε αυτή την περίπτωση η διάταξη θα πρέπει να επαναδιατυπωθεί ενώ καλύπτεται σε σημαντικό βαθμό από επόμενα άρθρα (κυρίως το 10). Επίσης δεν αντιλαμβανόμαστε πώς μπορεί να εποπτεύει η ΕΚ την παράγραφο 2: «Η σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου θα πρέπει να αντικατοπτρίζει τις γνώσεις, τις δεξιότητες και την πείρα που απαιτούνται για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, σύμφωνα με το επιχειρηματικό μοντέλο και την στρατηγική της Εταιρείας». Ποια είναι η συνέπεια αν δεν συμβαίνει αυτό; Πέρα από τις κυρώσεις της ΕΚ έχουμε αδικοπρακτική ευθύνη; Και αν ναι ποιος ευθύνεται; Τα υπόλοιπα μέλη; Η διάταξη είναι μια κλασσική περίπτωση άκριτης μεταφοράς κειμένου από μη νομικά σημαντικές κατευθυντήριες γραμμές σε διάταξη νόμου, από τις οποίες το παρόν νομοθέτημα βρίθει. Η ΕΝΕΙΣΕΤ είναι απολύτως σύμφωνη με το περιεχόμενο της διάταξης με τη μόνη διαφορά ότι δεν είναι διάταξη νομοθετήματος, είναι απόφθεγμα εταιρικής κουλτούρας, είναι διατύπωση κατευθυντηρίων γραμμών, είναι αρχή χρηστής διοίκησης. Είναι το κλασικό παράδειγμα γιατί η εταιρική διακυβέρνηση δεν πρέπει να είναι νόμος.