Αρχική Κώδικας Διευθέτησης Οφειλών και Παροχής Δεύτερης ΕυκαιρίαςΆρθρο 166 – Ρυθμίσεις για ευάλωτους οφειλέτες και σχετικές προστασίεςΣχόλιο του χρήστη Άνθια Κορέλα | 10 Σεπτεμβρίου 2020, 09:09
Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Εφόσον είναι σαφές ότι το μηνιαίο μίσθωμα που θα καταβληθεί από τον οφειλέτη δεν προσμετράται με κανέναν τρόπο στο ποσό της επαναγοράς του ακινήτου που αποτελεί την κύρια κατοικία του οφειλέτη – πρόβλεψη που εξυπηρετεί συγκεκριμένη δικαιοπολιτική λογική – τίθεται το ζήτημα υπό ποιους όρους και ποιες προϋποθέσεις θα λαμβάνει χώρα η επαναγορά του ακινήτου. Εφ’ όσον το τίμημα αυτής θα προσδιορίζεται κατά τρόπο αρκούντως αντικειμενικό η επίτευξη της επαναγοράς θα είναι εφικτή -για τους μη πλούσιους!!- μόνον υπό τον όρο της εκ νέου στεγαστικής δανειοδότησης του εν λόγω οφειλέτη. Άλλωστε, όπως έχει τονίσει το Γραφείο μας σε προηγούμενη Πρόταση, οι οφειλέτες στους οποίους δίνεται αυτή δυνατότητα είναι όσοι πληρούν τα οικονομικά κριτήρια του νόμου για τις στεγαστικές επιδοτήσεις, που είναι αρκετά αυστηρές – όπερ μεγάλο νομοθετικό σφάλμα. Αποτελεί μεγάλη ευχολογία η δυνατότητα του οφειλέτη να ανταποκριθεί ευχερώς στην επαναγορά του ακινήτου και δεν φαίνεται να υπάρχει άλλος τρόπος από τη δανειοδότησή του. Αυτό όμως που δεν διευκρινίζεται επαρκώς είναι το εάν ο δανειολήπτης, απαλλασσόμενος διά της πτωχεύσεως από τις προηγούμενες οφειλές του, θα διαγράφεται και από τα συστήματα του Τειρεσία, ώστε να μην παραμείνει σεσημασμένος στο μέλλον, το οποίο θα επιδρούσε δραστικά στη δανειοληπτική του δυνατότητα. Διότι, διαφορετικά, η νέα, κατόπιν πτωχεύσεως, δανειοδότηση του πάλαι ποτέ πτωχεύσαντος, είναι πολύ πιθανό να σημαίνει επιπρόσθετους αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις από τα πιστωτικά ιδρύματα, θεμιτούς και μη, για να επιτευχθεί η δανειοδότηση, που ενδεχομένως να καταστήσουν αυτήν την νέα δανειοδότηση εξαιρετικά επαχθή και πιθανώς μη βιώσιμη. Η τοποθέτηση αυτής της διαδικασίας στο μέλλον, κατόπιν δώδεκα ετών, δεν επιτρέπει καμία πιθανολόγηση για την οικονομική δυνατότητα του οφειλέτη ούτε για τις αντίστοιχες διαθέσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων. Παρά ταύτα, εφ’ όσον η ρύθμιση του νομοσχεδίου παραπέμπει σε αυτό το μακρινό μέλλον, είναι αδήριτη ανάγκη να ληφθεί πρόνοια ώστε να μην παρεμποδιστεί ουσιαστικά, λόγω της μηχανογράφησης των πτωχευσάντων οφειλετών, η δανειοδότησή τους και να μην παρεμποδιστεί – δια της πλαγίου – η διάσωση της κύριας κατοικίας των οφειλετών λόγω της αμεριμνησίας του νομοθέτη. Εφ’ όσον ο νομοθέτης είναι διατεθειμένος να προβλέψει την - δυνητική - επαναγορά της κύριας κατοικίας του δανειολήπτη στο απώτατο μέλλον της δωδεκαετίας, κι εφ’ όσον η επαναγορά αυτή δεν είναι εν τοις πράγμασι εφικτή ει μη μόνον με την επαναδανειοδότηση του πάλαι ποτέ πτωχεύσαντος οφειλέτη, θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι η δανειοδότηση αυτή δεν θα λάβει χώρα υπό επαχθέστερες συνθήκες για τον οφειλέτη, που κατά τις εξαγγελίες της κυβέρνησης για τους σκοπούς του νομοσχεδίου, θα πραγματοποιήσει, μετά την πτώχευσή του, μία επανεκκίνηση, εν συγκρίσει με έναν «καθαρό» δανειολήπτη. Για να καταστεί αυτό εφικτό, και επειδή δεν είναι δικαιοπολιτικά ορθό ο νομοθέτης να επέμβει με άλλον τρόπο στην ελεύθερη βούληση των μερών, είναι αναγκαία προϋπόθεση η διασφάλιση της διαγραφής του πτωχεύσαντος από τα μητρώα του Τειρεσία, ρητώς κι αναμφισβήτητα, ώστε με κανέναν τρόπο να μην διακρίνεται ο μεν δανειολήπτης από τον δε λόγω του στίγματος της πτώχευσης ή της παλαιάς «αφερεγγυότητάς» του. Η επανεκκίνηση, για να έχει νόημα, πρέπει να αποκαθάρει τον οφειλέτη, κι όχι αυτός να φέρει το στίγμα της πτώχευσης στο μέλλον, όπερ θα καταστήσει την τυχούσα μελλοντική δανειοδότησή του, αν όχι ανέφικτη, σε κάθε περίπτωση επαχθέστατη, ώστε εν τέλει να μην μπορεί να επιτευχθεί και η διάσωση της κύριας κατοικίας του, στην οποία ευαγγελίζεται το νομοσχέδιο ότι αποσκοπεί.