Αρχική Κώδικας Διευθέτησης Οφειλών και Παροχής Δεύτερης ΕυκαιρίαςΆρθρο 122 – Διαδικασία εξυγίανσηςΣχόλιο του χρήστη Σύλλογος Δανειοληπτών & Προστασίας Καταναλωτών Βορείου Ελλάδος | 10 Σεπτεμβρίου 2020, 14:59
Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Στο παρόν άρθρο που αφορά στην διαδικασία εξυγίανσης παρακαλώ να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα. Ο παρακάτω πρόταση – σχολιασμός αφορά τόσο στα νομικά όσο και στα φυσικά πρόσωπα: Σύλλογος Δανειοληπτών & Προστασίας Καταναλωτών Βορείου Ελλάδος Καρατάσου αρ. 7, Τ.Κ. 546 26 Θεσσαλονίκη, Τηλ: 2310522126 e-mail: danioliptesgr@gmail.com Αθήνα Καβάλα Γαμβέτα 12, Τ.Κ. 106 77 Φιλελλήνων 13, Τ.Κ. 654 03 Επειδή, η υποχρέωση του Κράτους να λειτουργεί με διαφάνεια είναι συνυφασμένη με την έννοια της Δημοκρατίας μας. Επειδή, θα ήταν άδικο κοινωνικά να μην δοθεί μία τελευταία ευκαιρία στους δανειολήπτες να ρυθμίσουν ή να εξαγοράσουν το δάνειό τους, Επειδή κρίνεται αναγκαία η εξακολούθηση της προστασίας της α’ κατοικίας αλλά και η προστασία εκείνων των περιουσιακών στοιχείων που είναι απαραίτητα για την συνέχιση της επαγγελματικής εμπορικής, βιοτεχνικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας των οφειλετών – εγγυητών, φυσικών και νομικών προσώπων, Επειδή και η 1023/2019 Κοινοτική Οδηγία ΔΕΝ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ Α’ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ, αλλά την εμπερικλείει στις ρυθμίσεις της περί απαλλαγής των οφειλετών από τα χρέη τους (βλ. άρθρο 23 παρ. 3), σύμφωνα με το οποίο «στην περίπτωση που εγκρίνονται ή διατάσσονται μέτρα προστασίας από δικαστική ή διοικητική αρχή προκειμένου να διασφαλιστεί η κύρια κατοικία του αφερέγγυου επιχειρηματία και κατά περίπτωση της οικογενείας του ή τα βασικά περιουσιακά στοιχεία για τη συνέχιση της εμπορικής, βιοτεχνικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας του επιχειρηματία το κράτος μέλος μπορεί να προβλέπει μεγαλύτερη περίοδο απαλλαγής». Επειδή η κρίση που διήλθε η χώρα μας από το 2010 και εντεύθεν αναμφίλεκτα μετέβαλλε απρόοπτα και βίαια τόσο την εισοδηματική όσο και την περιουσιακή κατάσταση των δανειοληπτών με συνέπεια η δεύτερη ευκαιρία που πρέπει να τους παρασχεσθεί από ένα κράτος δικαίου είναι αδήριτη. Επειδή τα πιστωτικά ιδρύματα και η επιθετική πρακτική που υιοθέτησαν προκειμένου να χορηγήσουν δάνεια και πιστώσεις, έγινε αναντίρρητα με τρόπο που δεν προσήκει στις επιταγές περί υπευθύνου δανεισμού, παρασύροντας το μεγαλύτερο τμήμα των δανειοληπτών σε υπερχρέωση, χωρίς δική τους υπαιτιότητα. Επειδή τα λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα διασώθηκαν με χρήματα του ελληνικού λαού, αφού ανακεφαλαιοποιήθηκαν πολλάκις, λαμβάνοντας ποσό άνω των ογδόντα δισεκατομμυρίων ευρώ. Επειδή από το ανώτατο Δικαστήριο της χώρας έχει πλειστάκις κριθεί, ότι οι τράπεζες, με την συμπερίληψη καταχρηστικών όρων αλλά και υψηλών επιτοκίων που διαμορφώνονταν με αδιαφανή κριτήρια, διόγκωναν την απαίτηση που είχαν έναντι των δανειοληπτών – εγγυητών, πλουτίζοντας εις βάρος τους παράνομα. Επειδή στα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα, προκειμένου να εξυγιάνουν τους ισολογισμούς τους, δόθηκε η δυνατότητα, με την θέσπιση του ν. 4354/2015, να μεταβιβάσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια σε Εταιρείες Απόκτησης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις. Επειδή οι απαιτήσεις που μεταβιβάστηκαν ή πρόκειται να μεταβιβαστούν στις ως άνω εταιρείες είναι αφενός ανεκκαθάριστες (διαλαμβάνουν δηλαδή και χρεώσεις που επιβλήθηκαν δυνάμει όρων της σύμβασης που κρίθηκαν με αμετάκλητες αποφάσεις καταχρηστικοί) και αφετέρου το τίμημα, που καταβλήθηκε από τις αποκτώσες, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, εταιρείες, δεν ξεπερνά σε ποσοστό το 30% τις εμπράγματως εξασφαλισμένες απαιτήσεις και σε ποσοστό 5% τις ανέγγυες πιστώσεις. Επειδή σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4354/2015: «Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις καθίσταται δυνατή η δημιουργία δευτερογενούς αγοράς μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η δημιουργία μίας τέτοιας αγοράς θα είναι ωφέλιμη τόσο για τα πιστωτικά ιδρύματα όσο και για τους οφειλέτες. Το πιστωτικό ίδρυμα θα μπορεί να ενισχύσει άμεσα τη ρευστότητά του εισπράττοντας άμεσα ένα τμήμα της αμοιβής του, το οποίο είναι αμφίβολο αν θα το εισέπραττε με αναγκαστική εκτέλεση και σε κάθε περίπτωση θα το εισέπραττε πολύ αργότερα. Από την άλλη πλευρά, ο δανειολήπτης θα μπορεί να λάβει από τον εκδοχέα πολύ ευνοϊκότερες προτάσεις ρύθμισης, απ’ ό,τι θα μπορούσε να λάβει από το πιστωτικό ίδρυμα, διότι ο εκδοχέας θα έχει αγοράσει την απαίτηση σε τιμή μικρότερη της ονομαστικής της αξίας και επομένως μία πρόταση ρύθμισης, που θα ήταν ζημιογόνα για το πιστωτικό ίδρυμα και δεν θα μπορούσε να προταθεί από αυτό, θα είναι κερδοφόρα για τον εκδοχέα. Παράλληλα θεσπίζεται καθεστώς αυστηρής εποπτείας των εταιριών διαχείρισης και μεταβίβασης των απαιτήσεων και υποχρέωσή τους να τηρούν τον Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών, ώστε να διασφαλίζεται ότι σε κάθε περίπτωση δεν θα χειροτερεύσει η νομική ή πραγματική θέση του οφειλέτη μόνο και μόνο λόγω της μεταβίβασης της οφειλής του ή της ανάθεσής της προς διαχείριση». Επειδή, ως προκύπτει, από την αιτιολογική έκθεση του νόμου 4354/2015 βούληση του εθνικού νομοθέτη, είναι οι δανειολήπτες να ευνοούνται από τις διατάξεις του νόμου, αφού εικάζει ότι «ο δανειολήπτης θα μπορεί να λάβει από τον εκδοχέα πολύ ευνοϊκότερες προτάσεις ρύθμισης, απ’ ό,τι θα μπορούσε να λάβει από το πιστωτικό ίδρυμα, διότι ο εκδοχέας θα έχει αγοράσει την απαίτηση σε τιμή μικρότερη της ονομαστικής της αξίας και επομένως μία πρόταση ρύθμισης, που θα ήταν ζημιογόνα για το πιστωτικό ίδρυμα και δεν θα μπορούσε να προταθεί από αυτό, θα είναι κερδοφόρα για τον εκδοχέα» Γι αυτό προτείνεται στην διαδικασία εξυγίανσης να συμπεριληφθούν τα ακόλουθα: Το πιστωτικό ίδρυμα ή σε περίπτωση πώλησης – μεταβίβασης – τιτλοποίησης της απαίτησης, η αποκτώσα εταιρεία ειδικού σκοπού, είναι υποχρεωμένοι να υποβάλλουν εγγράφως στον δανειολήπτη και στον εγγυητή (εφόσον υπάρχει), πρόταση ρύθμισης του δανείου του, ακολουθώντας τον Κώδικα Δεοντολογίας των Τραπεζών (4224/2013). Η πρόταση ρύθμισης του δανείου θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις οικονομικές και εισοδηματικές συνθήκες του δανειολήπτη - εγγυητή και την αγοραία – εμπορική αξία του υπό προστασία ακινήτου, προσαυξημένη κατά 10%, η οποία εξάλλου θα αποτελεί και το τελικό ποσό που θα καλείται να αποπληρώσει ο δανειολήπτης και ο εγγυητής (εφόσον υπάρχει). Σε κάθε περίπτωση, οποιαδήποτε ρύθμιση επιτευχθεί δεν θα αποτελεί ταυτόχρονα και αναγνώριση της οφειλής. Ο δανειολήπτης ή ο εγγυητής, σε περίπτωση που δεχθεί την προταθείσα ρύθμιση, θα δύναται να επιδιώξει δικαστικά την απομείωση του ποσού της απαίτησης. Η υποχρέωση περί έγγραφης πρότασης ρύθμισης της οφειλής, ισχύει τόσο για τα δάνεια και τις πιστώσεις που είναι εξασφαλισμένα με εμπράγματη ασφάλεια όσο και για τα δάνεια και τις πιστώσεις που δεν είναι εξοπλισμένα με εμπράγματη ασφάλεια. Προκειμένου να διασφαλισθεί η διαφάνεια της όλης διαδικασίας, οι προτάσεις ρύθμισης προς τους οφειλέτες - εγγυητές, θα πρέπει να γίνονται μέσα από ηλεκτρονική πλατφόρμα, όπως αυτή λειτουργεί σήμερα, δυνάμει των διατάξεων του Ν. 4605/2019. Η υποχρέωση, του πιστωτικού ιδρύματος ή της εταιρίας ειδικού σκοπού που απέκτησε την απαίτηση, να προτείνει στον εκάστοτε οφειλέτη ρύθμιση της οφειλής του είναι ανεξάρτητη από το ποσό της απαίτησης. Η υποχρέωση έγγραφης πρότασης ρύθμισης του δανείου κατά τα ανωτέρω, είναι ανεξάρτητη από το εάν η μεταβιβασθείσα απαίτηση είναι επίδικη ή εάν ο δανειολήπτης ή ο εγγυητής έχουν κριθεί μη συνεργάσιμοι κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013, όπως αυτή ισχύει. Ο δανειολήπτης και ο εγγυητής θα πρέπει να απαντήσουν εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) εργασίμων ημερών εάν αποδέχονται την προταθείσα ρύθμιση. Σε περίπτωση που περάσει άπρακτη η προθεσμία των δεκαπέντε εργασίμων ημερών ή ο δανειολήπτης και εγγυητής δεν αποδεχθούν την πρόταση τότε το πιστωτικό ίδρυμα η αποκτώσα εταιρεία ειδικού σκοπού έχει το δικαίωμα να επιδιώξει την δικαστική είσπραξη της απαίτησης και να ξεκινήσει ή να συνεχίσει την εκτέλεση.