• Σχόλιο του χρήστη 'Μ.Α.' | 20 Νοεμβρίου 2020, 15:17

    Με το νομοσχέδιο αυτό εδραιώνεται η άνιση μεταχείριση των υπαλλήλων της ΑΑΔΕ καθώς συνεχίζει να τους κατηγοριοποιεί σε δύο κατηγορίες, στους νέους που διορίστηκαν μετά τον Ν.4569/2018, δεν λαμβάνουν την προσωπική διαφορά και ο μισθός τους ανέρχεται στα 734 ευρώ και τους παλιούς που λαμβάνουν την προσωπική διαφορά και ο μισθός τους ανέρχεται σε 1.250 ευρώ. Αυτό πέρα από το γεγονός ότι αντίκειται πλήρως στην συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας προκαλεί και προβλήματα στην ομαλή λειτουργία της υπηρεσίας καθώς έχουμε να κάνουμε με υπαλλήλους δύο ταχυτήτων που καλούνται να φέρουν εις πέρας την ίδια δουλειά αμειβόμενοι όμως διαφορετικά και όχι ξεκινώντας από την ίδια βάση. Υπάλληλοι που δεν λαμβάνουν την προσωπική διαφορά είναι και όσοι πέτυχαν τον διορισμό τους με τον γραπτό διαγωνισμό της υπ’ αριθμ. 1Γ/2017 προκήρυξης του ΑΣΕΠ. Στο διαγωνισμό αυτό συμμετείχαν επιστήμονες (νομικοί, οικονομολόγοι, στατιστικοί) με αυξημένα τυπικά αλλά και αποδεδειγμένα ουσιαστικά προσόντα καθώς επρόκειτο για γραπτό διαγωνισμό. Για αυτό το λόγο θα έπρεπε να περιβάλλονται με εγγυήσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας. Οι χαμηλές αποδοχές δεν διασφαλίζουν την αξιοπρεπή διαβίωση των νεοδιορισθέντων. Πρώτα πρέπει λοιπόν ΝΑ ΧΟΡΗΓΗΘΕΙ Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ και μετά να προχωρήσει οποιαδήποτε άλλη ρύθμιση μισθολογίου. Επίσης, το παρόν νομοσχέδιο συνδέει ανεπίτρεπτα τον μισθό με την αξιολόγηση. Ο μισθός είναι σταθερό ποσό που καταβάλλεται στον εργαζόμενο από τον εργοδότη σαν αντάλλαγμα για την παροχή πραγματικής εργασίας και η αξιολόγηση θα πρέπει να γίνεται μόνο για τη λήψη bonus και όχι για την αυξομείωση του μισθού.