Αρχική Στρατηγικές Κατευθύνσεις του Ελληνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και ΑνθεκτικότηταςΣτρατηγικές Κατευθύνσεις του Ελληνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και ΑνθεκτικότηταςΣχόλιο του χρήστη WWF Ελλάς | 20 Δεκεμβρίου 2020, 11:50
Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
ΓΕΝΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ Η ποιότητα του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την επιτυχή έξοδο από την κρίση που προκάλεσε η πανδημία. Μια τόσο σημαντική απόφαση για τη χώρα, που αναμφίβολα θα επηρεάσει την αναπτυξιακή πορεία της Ελλάδας για τουλάχιστον μια δεκαετία, η διαφάνεια και η ευρεία δυνατότητα συμβολής της κοινωνίας των πολίτων είναι εκ των ων ουκ άνευ για τον επιτυχή σχεδιασμό και την εφαρμογή των πολιτικών ανάκαμψης. Ως εκ τούτου, θεωρούμε εξαιρετικά αρνητική εξέλιξη την απόφαση της κυβέρνησης να θέσει σε διαβούλευση ένα σκελετό «γενικών κατευθύνσεων» αντί για το πλήρες σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας που έστειλε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 25/11/2020. Το ότι δίνεται στη δημοσιότητα ένας σκελετός σχεδίου ανάκαμψης χωρίς το περιεχόμενο (δηλαδή το ίδιο το σχέδιο με τις προτεινόμενες προς την Κομισιόν παρεμβάσεις και την λεπτομερή κατανομή του προϋπολογισμού) καθιστά επι της ουσίας αδύνατο οποιονδήποτε σοβαρό δημόσιο διάλογο για την αξιοποίηση των πόρων του ταμείου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας. Το πώς θα δαπανηθούν οι ευρωπαϊκοί πόροι για την ανάκαμψη της οικονομίας, η κατεύθυνση, και η επιτυχία του σχεδίου ανάκαμψης αφορά το σύνολο της κοινωνίας, και το μέλλον όλων μας. Καλούμε επομένως την κυβέρνηση να δημοσιεύσει το πλήρες περιεχόμενο του σχεδίου που κατέθεσε στην Κομισιόν, με σκοπό έναν ουσιαστικό κοινωνικό διάλογο. Είναι άλλωστε δεδομένο πως η συμμετοχή όλων αποτελεί προϋπόθεση για την επιτυχή εφαρμογή οποιουδήποτε σχεδίου ανάκαμψης. ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΕΝΟΤΗΤΩΝ ΜΕΡΟΣ 1: ΓΕΝΙΚΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΣΥΝΟΨΗ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ Παρότι είναι σαφέστατα θετικό πως παρεμβάσεις για την πράσινη μετάβαση βρίσκονται στο επίκεντρο των στρατηγικών κατευθύνσεων, όπως άλλωστε προβλέπει και το σχέδιο του κανονισμού RRF, η πρώτη ενότητα χαρακτηρίζεται δυστυχώς από μεγάλο έλλειμμα διαφάνειας και ουσίας σε ό,τι αφορά την κατανομή των δαπανών και την σκοπιμότητα τους. Χαρακτηριστικά, ο πίνακας 1 δεν περιέχει την κατανομή των δαπανών του σκέλους των δανείων που θα λάβει η Ελλάδα από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΜΑΑ). Ως εκ τούτου, και δεδομένου πως η Ελλάδα θα λάβει 16,4 δισεκ. ευρώ μεταβιβάσεων («επιχορηγήσεων») και 12,6 δισεκ. ευρώ μέσω δανείων για τη χρηματοδότηση της ανάκαμψης, το κείμενο αποτυγχάνει να δώσει την ουσιώδη πληροφορία σχετικά με το πώς θα δαπανηθούν το 40% των πόρων που θα λάβει η Ελλάδα μέσω του ΜΑΑ. Η κοινωνία των πολιτών καλείται επομένως να σχολιάσει ένα κείμενο «στα τυφλά», ως προς την κατανομή ενός καθόλου ασήμαντου ποσοστού των πόρων. Σημειωτέον πως με βάση τον ΜΑΑ τουλάχιστον το 37% του συνόλου των δαπανών (και όχι του σκέλους των μεταβιβάσεων μόνο) οφείλουν να κατευθυνθούν προς επενδύσεις που συμβάλλουν στην πράσινη μετάβαση. Εάν εν τέλει υιοθετηθεί η πρόταση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο στόχος ενδέχεται να φτάσει το 40% (από 37%). Ωστόσο το κείμενο στρατηγικών κατευθύνσεων φαίνεται να θεωρεί λανθασμένα πως το ελάχιστο ποσοστό 37% δαπανών για την πράσινη μετάβαση αφορά μόνο το σκέλος των μεταβιβάσεων. Τελικά, καταλήγει σε μια κατανομή δαπανών με βάση την οποία μόνο 6,2 δισεκ ευρώ από το σύνολο των 32 δισεκ. που φαίνεται να διεκδικεί η κυβέρνηση (δηλαδή 19% επι του συνόλου) προορίζεται για την πράσινη μετάβαση. Κάτι τέτοιο θα ήταν φυσικά έκδηλα αντίθετο με τους στόχους του ΜΑΑ. Εξίσου προβληματική είναι η απουσία χρονικής κατανομής της απορρόφησης των δαπανών, ανά έτος και κατηγορία. Η αποτελεσματική και γρήγορη έξοδος από την δεύτερη κρίση που πλήττει την ελληνική οικονομία μέσα σε μια δεκαετία προϋποθέτει ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής τόνωσης μέσω εμπροσθοβαρών δαπανών, ξεκινώντας από το 2021, με σκοπό την άμεση δημιουργία θέσεων εργασίας και την ευρύτερη τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας. Εντούτοις το κείμενο δεν δίνει καμία σαφή κατεύθυνση για τη χρονική κατανομή των δαπανών κατά την περίοδο 2021-2026, και τις απαραίτητες θεσμικές προϋποθέσεις για την αποτελεσματικότητα της όσο το δυνατόν ταχύτερης και αποδικότερης απορρόφησης των πόρων. Τρίτον, το κείμενο είναι εξαιρετικά ασαφές ως προς τα κριτήρια επιλογής συγκείμενων παρεμβάσεων, έναντι άλλων. Οι γενικόλογες αναφορές σε συμβολή σε ευρωπαϊκούς στόχους, και σε αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, δεν υποκαθιστούν την ανάγκη θέσπισης συγκεκριμένων κριτηρίων οικονομικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής σκοπιμότητας για την επιλογή των παρεμβάσεων που προωθούνται. Η έκθεση του WWF Ελλάς για μια πράσινη ανάκαμψη (https://wwfeu.awsassets.panda.org/downloads/wwf_greece_green_recovery_report_eng.pdf) έθεσε 5 συγκεκριμένα κριτήρια σκοπιμότητας με βάση τα οποία οφείλουν να επιλέγονται συγκεκριμένα επενδυτικά προγράμματα και ευρύτερες μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο της αξιοποίησης των πόρων του ΜΑΑ. Βασική επισήμανση είναι πως η απουσία ανάλυσης συγκριτικής σκοπιμότητας με σκοπό τη μέγιστη θετική επίδραση στην ανάγκη για τόνωση της απασχόλησης, του κοινωνικού αντίκτυπου και της σημασίας των παρεμβάσεων για την επίτευξη της εμβληματικής για την ΕΕ πολιτικής του πράσινου μετασχηματισμού, κινδυνεύει εν τέλει να οδηγήσει σε μειωμένη οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική ανταποδοτικότητα. Για παράδειγμα, σε ότι αφορά τις επενδύσεις για την εκπλήρωση των στόχων βιοποικιλότητας: ποιες επενδύσεις είναι κομβικής σημασίας και ποιες δευτερεύουσας σημασίας; Εστιάζει το σχέδιο σε πρωτεύουσας σημασίας επενδύσεις; Με ποια κριτήρια γίνεται η ιεράρχηση συγκεκριμένων παρεμβάσεων έναντι άλλων; Εν ολίγοις, θεωρούμε πως η κυβέρνηση οφείλει να θέσει, με διαφάνεια, συγκεκριμένα κριτήρια σκοπιμότητας των παρεμβάσεων που προωθεί. Τέταρτον, και αυτό συνδέεται άμεσα με την σκοπιμότητα των παρεμβάσεων, δεν υπάρχει καμία ανάλυση της «πρόσθετης αξίας» (additionality) των επενδύσεων που προωθούνται, και της συμπληρωματικότητας με τις δαπάνες που σχεδιάζονται μέσω του νέου ΕΣΠΑ. Σε ότι αφορά την πράσινη μετάβαση συγκεκριμένα, σκοπός των πόρων του ταμείου ανάκαμψης δεν πρέπει να είναι η εκπλήρωση υφιστάμενων στόχων και επενδύσεων (πχ ήδη σχεδιαζόμενες επενδύσεις του ΕΣΕΚ) αλλά η ενισχυμένη επιτάχυνση των επενδύσεων με σκοπό την εκπλήρωση πιο φιλόδοξων στόχων απανθρακοποίησης, κυκλικής οικονομίας και βιοποικιλότητας, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά αναγκαίες επενδύσεις οι οποίες υποχρηματοδοτούνται συστηματικά από τον ιδιωτικό τομέα ή/και από άλλους ευρωπαϊκών μηχανισμούς. Για παράδειγμα, γνωρίζουμε πως ο στόχος ενεργειακής εξοικονόμησης του ΕΣΕΚ μέσω κτηριακών αναβαθμίσεων είναι ανεπαρκής. Το ερώτημα είναι εάν η κυβέρνηση σχεδιάζει να αξιοποιήσει τους πόρους του ταμείου ανάκαμψης για την επίτευξη πρόσθετων στόχων ή τους προορίζει προς την κάλυψη του επενδυτικού κενού για την επίτευξη του ήδη παρωχημένου και ανεπαρκούς στόχου για το 2030. Τέλος, παρότι είναι θετικό πως αναφέρεται η ευθυγράμμιση των επενδύσεων πράσινης μετάβασης με την ευρωπαϊκή οδηγία για την ταξινόμηση βιώσιμων επενδύσεων, αποτελεί πάγια θέση του WWF Ελλάς πως το κριτήριο του «μη βλάπτειν» (“do no significant harm”, όπως ορίζεται από την ίδια οδηγία) οφείλει να διαπερνάει όλες τις δαπάνες του σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας. Καθότι παραμένει άγνωστο το πού θα διατεθούν τα δάνεια που θα λάβει η Ελλάδα από το ΜΑΑ, καλούμε την κυβέρνηση να μην συμπεριλάβει την χρηματοδότηση καμίας επένδυσης που ενδέχεται να «βλάψει σημαντικά» (όπως αυτό ορίζεται πολύ συγκεκριμένα από τα λεγόμενα “technical screening criteria” της οδηγίας για την ταξινόμηση βιώσιμων επενδύσεων) τους στόχους κλίματος, βιοποικιλότητας και κυκλικής οικονομίας. Ως προς την εφαρμογή, το κατά πόσο ευθυγραμμίζονται όλες οι παρεμβάσεις «πράσινης μετάβασης» με το σύστημα ταξινόμησης είναι τουλάχιστον συζητήσιμο. Για παράδειγμα, η συμπερίληψη της «επέκτασης του δικτύου του φυσικού αεριού» (Πίνακας 2, σελ. 22) είναι μια εξαιρετικά ατυχής επιλογή, που κινδυνεύει να εγκλωβίσει τις ενεργειακές υποδομές της χώρας στην χρήση ενός ορυκτού καυσίμου για δεκαετίες. Όπως εξηγούμε λεπτομερώς στην έκθεση μας για μια πράσινη ανάκαμψη (βλ. σελίδες 23-25 και 32-33:https://wwfeu.awsassets.panda.org/downloads/wwf_greece_green_recovery_report_eng.pdf), η εμμονή της κυβέρνησης να επενδύσει σε υποδομές ορυκτού αεριού ετεροχρονισμένα, σε μια στιγμή που οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες (όπως πρόσφατα η Μεγάλη Βρετανία) ήδη σχεδιάζουν τη σταδιακή αντικατάσταση των εν λόγω υποδομών μέσω εξηλεκτρισμού των συστημάτων θέρμανσης/ψύξης από καθαρή ενέργεια, στερείται οποιασδήποτε οικονομικής, ενεργειακής και κλιματικής σκοπιμότητας. ΜΕΡΟΣ 2: ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ Η εν λόγω ενότητα είναι τόσο γενικόλογη και αδιαφανής που καθίσταται αδύνατη οποιαδήποτε σοβαρή αξιολόγηση των προτάσεων που κατατέθηκαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ουδείς μπορεί να διαφωνήσει με το ότι οι άξονες 1.1 με 1.4 που προτείνονται είναι σημαντικοί για τον πράσινο μετασχηματισμό. Ωστόσο, η ανάλυση για το πώς και κατά πόσο οι συγκεκριμένες δράσεις που προτείνονται στην Κομισιόν είναι οι πλέον σημαντικές για την επίτευξη αυτών των στόχων, απουσιάζει. Άξονας 1.1: Μετάβαση σε νέο ενεργειακό μοντέλο φιλικό στο περιβάλλον Οι βασικές κατευθύνσεις του άξονα 1.1. κρίνονται σε γενικές γραμμές θετικές. Σε ότι αφορά τις επενδύσεις ΑΠΕ και αποθήκευσης ενέργειας, ωστόσο, η κατεύθυνση φαίνεται να είναι η επιδότηση μεγάλων μονάδων, ενώ απουσιάζουν αποκεντρωμένα σχήματα παραγωγής όπως οι ενεργειακές κοινότητες. Αυτό το εμφανές έλλειμμα προσανατολισμού προς την τόνωση της κοινωνικής συμμετοχής στην ανάπτυξη της καθαρής ενέργειας εγείρει ερωτήματα. Καταρχάς είναι εξαιρετικά αμφίβολο το κατά πόσο προκύπτει κάποια πρόσθετη αξία από την χρήση δημοσίων πόρων (όπως του ΜΑΑ) για την δανειοδότηση και επιδότηση μεγάλων μονάδων, οι οποίες α) έχουν κατά κανόνα ούτως η άλλος επαρκή πρόσβαση σε ιδιωτική χρηματοδότηση και β) παρουσιάζουν πλέον ανταγωνιστικό κόστος παραγωγής ενέργειας. Μόνη εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα αποτελεί η χρηματοδότηση μονάδων αποθήκευσης ενέργειας, για τις οποίες η δημόσια επενδυτική στήριξη είναι ακόμα απαραίτητη. Αντίθετα, η κρατική ενίσχυση για επενδύσεις σε αποκεντρωμένες μονάδες παραγωγής, όπως είναι οι ενεργειακές κοινότητες και ή αυτοπαραγωγή (πχ φ/β σε στέγες) είναι απολύτως απαραίτητη για την πρόσθετη συμμετοχή των πολιτών στην ενεργειακή μετάβαση. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι σε χώρες όπως η Γερμανία, τα δημόσια επενδυτικά εργαλεία (φερειπείν μέσω της δημόσιας αναπτυξιακής τράπεζας KfW) εστιάζουν κυρίως στη χρηματοδότηση αποκεντρωμένης παραγωγής ΑΠΕ μικρής κλίμακας, με ενεργή συμμετοχή πολιτών και συνεταιρισμών, και πολύ λιγότερο σε μεγάλες επενδύσεις (που δεν έχουν άλλωστε πρόβλημα πρόσβασης σε χρηματοδότηση). Παρότι το σχέδιο ανάκαμψης φαίνεται να προορίζει πόρους για στήριξη της αυτοπαραγωγής (μέσω του «εξοικονομώ/αυτονομώ»), το ίδιο δεν ισχύει για τις ενεργειακές κοινότητες που αγνοούνται πλήρως. Για το WWF Ελλάς, αυτή είναι μια λανθασμένη επιλογή τόσο από ενεργειακή όσο και από την κοινωνικοοικονομική σκοπιά. Όπως εξηγούμε στην πρόταση μας για μια πράσινη ανάκαμψη, εάν ο σκοπός του σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας είναι πράγματι η διάχυση των ωφελειών στο σύνολο του γεωγραφικού χώρου και για το σύνολο των κοινωνικών στρωμάτων, τότε μια στρατηγική που βασίζεται σε επενδύσεις για την ανάπτυξη ενεργειακών κοινοτήτων σε όλους τους δήμους της χώρας αποτελεί τη βέλτιστη επιλογή. Ως εκ τούτου, το WWF Ελλάς προτείνει ένα επενδυτικό πρόγραμμα μέσω του οποίου θα κληθούν όλοι οι δήμοι της χώρας να εγκαθιδρύσουν ενεργειακές κοινότητες μέχρι το 2024, καθώς και θέσπιση ελάχιστης εγκατεστημένης ισχύος, μέχρι το 2024. Εκτιμάται ότι το πρόγραμμα αυτό θα τονώσει την εθνική και τις τοπικές οικονομίες κατά συνολικά 7.739 νέες θέσεις εργασίας. Άξονας 1.2: Ενεργειακή αναβάθμιση του κτιριακού αποθέματος της χώρας και χωροταξική μεταρρύθμιση Η δηλωμένη πρόθεση για αναθεώρηση των ισχυόντων πλαισίων χωροταξικού σχεδιασμού και ολοκλήρωση του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού είναι επί της αρχής προφανώς θετική. Πρέπει εδώ να επισημανθεί η συνάφεια με τα ήδη δρομολογημένα έργα ολοκλήρωσης της διαδικασίας εκπόνησης, αξιολόγησης και αναθεώρησης των ειδικών χωροταξικών πλαισίων, που εδώ και χρόνια καθυστερεί, ενώ σχετικό έργο έχει ενταχθεί και στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Υποδομές Μεταφορών, Περιβάλλον και Αειφόρος Ανάπτυξη». Δεδομένου ότι το σχέδιο που βρίσκεται σε διαβούλευση δεν περιέχει καμία συγκεκριμένη πληροφορία για το έργο, μπορούμε μόνο να εικάσουμε ότι τα 350 εκατομμύρια ευρώ που αιτείται το ΥΠΕΝ θα αφορούν το σκέλος του χωροταξικού σχεδιασμού που προκύπτει από τον ν. 4759/2020 Ως προς την ενεργειακή αναβάθμιση του κτηριακού αποθέματος, η οποία είναι προφανέστατα κομβικής σημασίας, οι πόροι που φαίνεται να ζητάει το ΥΠΕΝ (3 δισεκ. ευρώ) είναι αντίστοιχοι με την εκτίμηση αναγκών του WWF Ελλάς για μια σημαντική επιτάχυνση των κτηριακών αναβαθμίσεων (https://wwfeu.awsassets.panda.org/downloads/wwf_greece_green_recovery_report_eng.pdf). Ωστόσο δεν προκύπτει ούτε από το υπό διαβούλευση κείμενο, ούτε από τις ανακοινώσεις του ΥΠΕΝ, κάποιος συγκεκριμένος στόχος αναβαθμίσεων του κτηριακού αποθέματος που ενδέχεται να επιτευχθεί με αυτούς του πόρους. Έτσι, παραμένει ασαφής η «πρόσθετη» (σε σχέση με τον στόχο του ΕΣΕΚ) αξία του σχεδίου που προτείνεται, συνυπολογίζοντας ταυτόχρονα πως η αναθεώρηση των ευρωπαϊκών στόχων μείωσης εκπομπών άνθρακα για το 2030 θα απαιτήσει την αναθεώρηση του στόχου ενεργειακής εξοικονόμησης του ΕΣΕΚ. Υπενθυμίζουμε πως το υφιστάμενο ΕΣΕΚ έχει ως στόχο περίπου 60.000 αναβαθμίσεις ανά έτος έως το 2030. Η πρόταση του WWF Ελλάς για μια πράσινη ανάκαμψης θέτει έναν στόχο 98.000 αναβαθμίσεων ανά έτος για την περίοδο 2021-24, με κινητοποίηση 2,6 δισεκ. ευρώ από το ΜΑΑ και πρόσθετη ιδιωτική συμμετοχή 1,1 δισεκ. ευρώ. Άξονας 1.3: Μετάβαση σε ένα πράσινο και βιώσιμο σύστημα μεταφορών Ο τρόπος με τον οποίο προτείνεται η μετάβαση σε ένα βιώσιμο σύστημα μεταφορών είναι εξαιρετικά απλοϊκός, καθώς φαίνεται να περιορίζεται πρακτικά σε υποδομές για την ηλεκτροκίνηση μέσω μια φιλοσοφίας απλής αντικατάστασης καυσίμου. Η αύξηση της διείσδυσης ηλεκτρικών οχημάτων είναι φυσικά κομβικής σημασίας, και καλωσορίζουμε την πρόταση του ΥΠΕΝ. Ωστόσο, εξίσου σημαντική είναι η μείωση των ιδιωτικών επιβατοχιλιομέτρων μέσω της περαιτέρω ανάπτυξης καθαρών δημοσίων μέσων μαζικής μεταφοράς και σύγχρονων μορφών «κοινών μέσω μεταφοράς» (shared transport). Εντούτοις αυτές οι διαστάσεις φαίνεται να απουσιάζουν τόσο στο παρόν κείμενο όσο και στις αντίστοιχες ανακοινώσεις του ΥΠΕΝ (https://ypen.gov.gr/k-chatzidakis-oi-11-protovoulies-tou-ypen-pou-tha-chrimatodotithoun-apo-to-tameio-anakampsis/) Σε αυτό το σημείο οφείλουμε να τονίσουμε πως, μεταξύ άλλων, η Ελλάδα είναι ουραγός στην ανάπτυξη σιδηροδρομικών μεταφορών και (κατά τα στοιχεία του ΟΟΣΑ) χαρακτηρίζεται από χρόνια υστέρηση επενδύσεων σε μέσα μαζικής μεταφοράς: το μερίδιο δαπανών και επενδύσεων σε δημόσιες μεταφορές ως προς το ΑΕΠ υστερεί συστηματικά σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ. Κατά την εκτίμηση μας, οι πόροι του ΜΑΑ που προορίζονται για την μετάβαση σε ένα βιώσιμο σύστημα μεταφορών είναι εξαιρετικά ανεπαρκείς (400 εκατ. ευρώ). Όπως επισημαίνουμε στο σχέδιο για μια πράσινη ανάκαμψη , θεωρούμε απαραίτητο να προγραμματιστεί επένδυση ύψους 1,9 δισεκ. ευρώ (μια εφάπαξ αύξηση κατά 25% των δημοσίων επενδύσεων σε ΜΜΜ για τρία συναπτά έτη, συνυπολογίζοντας μια πρόσθετη μόχλευση ιδιωτικών επενδύσεων της τάξης των 500 εκατ. ευρώ) με σκοπό: •Την ανάπτυξη της ηλεκτροκίνησης και σχετικών υποδομών, όπως ήδη εμπεριέχεται στο υπό διαβούλευση σχέδιο ανάκαμψης, •Τον εξηλεκτρισμό του υπάρχοντος σιδηροδρομικού δικτύου, •Την επέκταση του δικτύου επιβατικών και εμπορευματικών σιδηροδρομικών μεταφορών, ξεκινώντας από ώριμα σχέδια που καθυστερούν, •Τη χρηματοδότηση συστημάτων διαμοιρασμού ηλεκτρικής κινητικότητας, όπως δίκτυο δημόσιων οχημάτων ηλεκτρικής μικρο-κινητικότητας (πχ δημόσιας χρήσης συστήματα “zipcar”), για συμπλήρωση δημόσιων συστημάτων μεταφορών, μέσα από τα οποία θα επιτευχθεί μείωση των ιδιωτικών επιβατοχιλιομέτρων. •Την αντικατάσταση με καθαρά οχήματα του στόλου λεωφορείων και άλλων ειδικής χρήσης δημόσιων οχημάτων. •Την επένδυση σε κατασκευή λεωφορειολωρίδων, ποδηλατοδρόμων και πεζοδρόμων σε αστικά κέντρα. Άξονας 1.4: Αειφόρος χρήση των πόρων, ανθεκτικότητα στην κλιματική αλλαγή και διατήρηση της βιοποικιλότητας Παρότι η περιγραφή του άξονα 1.4 καλύπτει γενικόλογα ένα τεράστιο εύρος ζητημάτων μέσα σε λίγες παραγράφους, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη μια εις βάθος αξιολόγηση, οι ανακοινώσεις του ΥΠΕΝ δίνουν ορισμένες κατευθύνσεις για τις επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις που ενδέχεται να χρηματοδοτηθούν μέσω του ΜΑΑ (https://ypen.gov.gr/k-chatzidakis-oi-11-protovoulies-tou-ypen-pou-tha-chrimatodotithoun-apo-to-tameio-anakampsis/). Αυτές είναι (1) οι επενδύσεις για την διαχείριση αποβλήτων, (2) οι επενδύσεις στις προστατευόμενες περιοχές, και (3) το εθνικό πρόγραμμα αναδασώσεων. Σε αυτές προστίθενται αναφορές του υπό διαβούλευση κειμένου, που δεν έχουν ανακοινωθεί από το ΥΠΕΝ, (4) σε επενδύσεις για την βιώσιμη γεωργία και (5) σε επενδύσεις που σχετίζονται με την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης και της προστασίας από φυσικές καταστροφές και την αποκατάσταση των δασών. Οι παραπάνω παρεμβάσεις είναι καλοδεχούμενες επί της αρχής, παρότι δεν μπορούν να κριθούν ουσιαστικά λόγω της έλλειψης εξειδίκευσης. Σε ότι αφορά (1) επενδύσεις για τη διαχείριση αποβλήτων, το ΥΠΕΝ διεκδικεί από το ταμείο ανάκαμψης 660 εκατ. ευρώ, στα οποία θα έρθουν να προστεθούν περίπου 500 εκατ. ευρώ ιδιωτικών επενδύσεων. Παρότι κάτι τέτοιο είναι καλοδεχούμενο, η εκτίμηση του WWF Ελλάς (με βάση υφιστάμενες μελέτες που έχουν εκπονηθεί για λογαριασμό της Κομισιόν) είναι πως απαιτούνται επενδύσεις της τάξης των 1.6 δισεκ. ευρώ για να επιτευχθούν οι στόχοι ανακύκλωσης που έχει θέσει η ΕΕ για το 2025. Επομένως, θεωρούμε πως οι πόροι που διεκδικεί το ΥΠΕΝ για τις απαραίτητες επενδύσεις για την επίτευξη των στόχων ανακύκλωσης είναι ανεπαρκείς. Επιπρόσθετα δεν διευκρινίζεται ο τύπος επενδύσεων που ενδέχεται να χρηματοδοτηθούν, όπως για παράδειγμα το εάν θα προωθηθούν επενδύσεις σε μονάδες καύσης απορριμμάτων. Υπενθυμίζουμε πως οι συστάσεις της Κομισιόν είναι η αποφυγή επενδύσεων που προορίζονται στην χαμηλότερη ιεραρχία της κυκλική οικονομίας, όπως είναι η καύση, και επομένως πως τέτοιου τύπου επενδύσεις οφείλουν να αποκλειστούν από το σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας. Σχετικά με (2) τις επενδύσεις στις προστατευόμενες περιοχές, παραμένει ασαφές το κατά πόσο θα επωφεληθούν και οι θαλάσσιες προστατευόμενες περιοχές (ΘΠΠ), η πλειονότητα των οποίων προστατεύονται την παρούσα στιγμή μόνο «στα χαρτιά». Συγκεκριμένα, το ΥΠΕΝ αιτείται από τον ΜΑΑ 160 εκατ. ευρώ για επενδύσεις στις περιοχές Natura (για υποδομές οικοτουρισμού, φύλαξης, και συστήματος πιστοποίησης προϊόντων) την στιγμή που υπολογίζουμε πως απαιτούνται περίπου 100 εκατ. ευρώ μόνο για τις ΘΠΠ. Η εν λόγω παρέμβαση φαίνεται ως εκ τούτου ελλιπής και αποσπασματική. Αν και θετική πρωτοβουλία επι της αρχής, το εθνικό σχέδιο αναδασώσεων (3) δεν φαίνεται να περιλαμβάνει την απαραίτητη σύνδεση των αναδασώσεων με την ανάγκη επενδύσεων για μια ολοκληρωμένη αποκατάσταση των δασικών εκτάσεων, που σαφέστατα δεν περιορίζεται στις αναδασώσεις (τεχνητές φυτεύσεις), όπως άλλωστε αναγνωρίζεται στην Εθνική Στρατηγική για τα Δάση (ΦΕΚ Β΄5351/2018). Πιο συγκεκριμένα, κατά την τελευταία υφίστανται σημαντικές ανάγκες αποκατάστασης και διαχείρισης υποβαθμισμένων δασικών οικοσυστημάτων, μεταξύ άλλων εντός των προστατευόμενων περιοχών. Ανάγκες αποκατάστασης υφίστανται για παράδειγμα σε ότι αφορά την υδρολογική διαχείριση, τα ξενικά είδη, τις ασθένειες που επηρεάζουν τα δασικά οικοσυστήματα, και την διάβρωση των εδαφών. Εξίσου σημαντικές είναι οι ανάγκες βελτίωσης της δασικής διαχείρισης μέσω οικονομικών δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τα δασικά προϊόντα, των οποίων ο ρόλος ως εργαλείου προστασίας (πχ από δασικές πυρκαγιές) έχει τα τελευταία χρόνια αποδυναμωθεί. Η εκτίμηση του WWF Ελλάς είναι πως μόνο για την ολοκληρωμένη αποκατάσταση δασών εντός περιοχών Natura 2000 (το 24% της δασικής έκτασης της χώρας), απαιτείται μια επένδυση της τάξης των 100 εκατ. ευρώ. Συνολικά, το προτεινόμενο Εθνικό Σχέδιο Αναδασώσεων, προκειμένου να οδηγήσει πραγματικά στην επίτευξη του σκοπού του και να αποδώσει καρπούς, είναι απαραίτητο να συνδεθεί με σαφήνεια με μέτρα και πολιτικές πρόληψης των δασικών πυρκαγιών και αντιμετώπισης των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής. Η στρατηγική απόφαση σε επίπεδο χώρας πρέπει να αφορά την ολοκληρωμένη αποκατάσταση δασών και δασικών εκτάσεων και όχι συγκεκριμένα στην αναδάσωση (κυρίως μέσω τεχνητών φυτεύσεων). Μια τέτοια εθνική προσπάθεια εύρους δεκαετίας θα έπρεπε να αφορά την αποκατάσταση των δασών και δασικών εκτάσεων ενσωματώνοντας παρεμβάσεις Nature Based Solutions, πράσινων υποδομών, αναδάσωσης, αποκατάστασης οικολογικών διαδρόμων, και ανόρθωσης υποβαθμισμένων δασών. Οι επενδύσεις σε βιώσιμη γεωργία (4), που αναφέρονται στον σκελετό του σχεδίου ανάκαμψης, είναι εξαιρετικής σημασίας στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών στόχων της στρατηγικής «farm-to-fork». Εντούτοις, δεν έχει δοθεί στη δημοσιότητα καμία λεπτομέρεια για τις συγκεκριμένες επενδύσεις που θα χρηματοδοτηθούν, με ποιο κόστος και για την επίτευξη ποιων στόχων. Σε ότι αφορά την πράσινη μετάβαση του πρωτογενούς τομέα συνολικότερα, λάμπει δια της απουσίας του το σκέλος της βιώσιμης αλιείας. Όπως αναφέρουμε στην έκθεση του WWF Ελλάς για μια πράσινη ανάκαμψη, ιδίως σε ό,τι αφορά την παράκτια αλιεία, τόσο ο εξοπλισμός για την υιοθέτηση πιο βιώσιμων πρακτικών αλιείας, όσο και οι δραστηριότητες για την τόνωση του αλιευτικού εισοδήματος μέσω εναλλακτικών δραστηριοτήτων, με σκοπό τη μείωση της πίεσης στα αλιευτικά αποθέματα, ενέχει επενδυτικές ανάγκες που θα μπορούσαν να καλυφθούν μέσω ενός δημοσίου επενδυτικού προγράμματος στήριξης της παράκτιας αλιείας. Εν ολίγοις, ένα επενδυτικό πρόγραμμα μεσώ της κινητοποίησης πόρων του ΜΑΑ θα μπορούσε να λειτουργήσει συμπληρωματικά με άλλα υφιστάμενα χρηματοδοτικά εργαλεία (όπως το Marine and Fisheries Fund), με σκοπό την ταχεία χρηματοδότηση επενδύσεων που αποσκοπούν σε πιο βιώσιμες πρακτικές αλιείας. Το σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας φαίνεται ωστόσο να αγνοεί αυτές τις ανάγκες. Σε ότι αφορά (5) επενδύσεις που σχετίζονται με την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, δεν έχει δοθεί στη δημοσιότητα καμία λεπτομέρεια για τις συγκεκριμένες δράσεις που προωθούνται. Αποτελεί πεποίθηση μας πως η πρόληψη των επιπτώσεων πλημμυρών και πυρκαγιών μέσω Nature Based Solutions οφείλει να βρίσκεται στο πυρήνα μιας τέτοιας στρατηγικής. Η πλειοψηφία της διεθνούς και ευρωπαϊκής βιβλιογραφίας καταλήγει στο συμπέρασμα πως η ενδυνάμωση και αποκατάσταση των φυσικών υποδομών (έναντι τεχνητών λύσεων) αποτελεί την βέλτιστη πρακτική λαμβάνοντας υπόψιν τόσο το συγκριτικό κόστος, όσο και την μείωση των δυσμενών επιπτώσεων. Ως εκ τούτου, οι επενδύσεις που σχεδιάζονται δεν πρέπει να αναπαράγουν παρωχημένες τεχνητές παρεμβάσεις, αλλά να συνδέονται άρρηκτα με του ευρωπαϊκούς στόχους διατήρησης και αποκατάστασης οικοσυστημάτων. Για παράδειγμα, οι επενδύσεις για την θωράκιση της χώρας από πλημμύρες έχουν καταγραφεί ως προτεραιότητα στην έκθεση εξαμήνου του 2020, ενώ η απουσία χαρτών κινδύνου πλημμύρας είναι λόγος για τον οποίο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εκκινήσει κατά της Ελλάδας διαδικασία παράβασης της σχετικής οδηγίας. Την ίδια στιγμή, η εφαρμογή της οδηγίας πλαίσιο για το νερό 2000/60/ΕΕ επίσης εμφανίζει αδικαιολόγητες καθυστερήσεις, καθώς μόνο για το 49% των φυσικών επιφανειών υδάτινων σωμάτων και το 6% των ιδιαιτέρως τροποποιημένων ή τεχνητών υδάτινων συστημάτων έχει επιτευχθεί η προβλεπόμενη καλή οικολογική κατάσταση. Όπως επισημαίνεται σε πληθώρα ευρωπαϊκών μελετών, η φυσική αποκατάσταση των ποταμών, των λεκανών απορροής και των πλημμυροπεδιάδων, αποτελούν μακράν την πιο αποδοτική λύση για τη μείωση του κίνδυνου πλημμυρών. Με άλλα λόγια η φυσική αποκατάσταση και η προστασία του πληθυσμού από πλημμυρικά φαινόμενα συνδέονται άρρηκτα. Ως εκ τούτου, το WWF Ελλάς προτείνει τη χρήση του ταμείου ανάκαμψης για ένα εθνικό επενδυτικό πρόγραμμα για την αναζωογόνηση και αποκατάσταση υδάτινων συστημάτων, το οποίο μπορεί να αντιμετωπίσει και στόχους προστασίας βιοποικιλότητας, εκτός από τον προφανή στόχο της πρόληψης και μετριασμού των επιπτώσεων από πλημμύρες και κλιματικές καταστροφές. Το επενδυτικό κόστος εκτιμάται σε 110 εκατ. ευρώ και ένα τέτοιο πρόγραμμα θα δημιουργούσε 1.870 νέες θέσεις εργασίας. Πέραν των παραπάνω ελλείψεων και ασαφειών, οφείλουμε να σημειώσουμε πως οι επενδύσεις που προορίζονται στην αειφόρο χρήση των πόρων και την διατήρηση της βιοποικιλότητας μοιάζουν αποσπασματικές. Με λίγα λόγια, δεν φαίνεται να βασίζονται σε μια συστηματική ανάλυση των επενδυτικών αναγκών, και σε μια ιεράρχηση προτεραιοτήτων. Αυτό ενδεχομένως να εξηγεί και τις περαιτέρω σημαντικές ελλείψεις που παρατηρούνται, και που παραθέτουμε ενδεικτικά παρακάτω. Πρώτον, δεν υπάρχει καμία αναφορά σε αναγκαίες επενδύσεις για την επίτευξη των στόχων της οδηγίας πλαίσιο για το νερό (2000/60/ΕΕ). Δεύτερον, δεν λαμβάνονται υπόψιν οι πρόσθετες επενδυτικές ανάγκες που προκύπτουν από τη νέα ευρωπαϊκή στρατηγική για την βιοποικιλότητα με ορίζοντα το 2030 (https://eur-lex.europa.eu/resource.html?uri=cellar:a3c806a6-9ab3-11ea-9d2d-01aa75ed71a1.0005.02/DOC_1&format=PDF). Μεταξύ άλλων, πέραν του στόχου προστασίας τουλάχιστον του 30% της χερσαίας έκτασης της ΕΕ και του 30% της θαλάσσιας περιοχής της ΕΕ, η τελευταία θέτει ως κομβικό στόχο την «ενσωμάτωση οικολογικών διαδρόμων, στο πλαίσιο ενός πραγματικού διευρωπαϊκού δικτύου για τη φύση». Ειδικότερα, αναφέρεται πως «προκειμένου να υπάρχει ένα πραγματικά συνεκτικό και ανθεκτικό διευρωπαϊκό δίκτυο για τη φύση, θα είναι σημαντικό να δημιουργηθούν οικολογικοί διάδρομοι για την πρόληψη της γενετικής απομόνωσης, τη διευκόλυνση της μετανάστευσης των ειδών και τη διατήρηση και ενίσχυση υγιών οικοσυστημάτων. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να προωθηθούν και να υποστηριχθούν επενδύσεις σε πράσινες και γαλάζιες υποδομές […]». Είναι προφανές πως αυτός ο στόχος προϋποθέτει σημαντικές πρόσθετες επενδύσεις οι οποίες δεν φαίνεται να λαμβάνονται υπόψιν από το υφιστάμενο σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας. Τρίτον, πέραν των δασικών και υδάτινων οικοσυστημάτων, η νέα ευρωπαϊκή στρατηγική εμπεριέχει σημαντικούς στόχους συνολικότερης αποκατάστασης οικοσυστημάτων, όπως είναι για παράδειγμα τα παράκτια οικοσυστήματα. Παρότι οι επενδυτικές ανάγκες ευρύτερης αποκατάστασης οικοσυστημάτων έχουν εκτιμηθεί για όλες τα υπόλοιπα κράτη - μέλη της ΕΕ, ανά τύπο οικοσυστήματος, (https://ec.europa.eu/environment/nature/biodiversity/comm2006/pdf/2020/Fin%20Target%202.pdf) η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα για την οποία δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα. Ο σχεδιασμός του σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας οφείλει να αποτελέσει έναυσμα για μια σοβαρή αξιολόγηση των επενδυτικών αναγκών που προκύπτουν, με σκοπό την ιεράρχηση προτεραιοτήτων στο πλαίσιο της απορρόφησης πόρων του ΜΑΑ. Τέλος, όπως αναφέρεται στην έκθεση του WWF Ελλάς για την πράσινη ανάκαμψη (https://wwfeu.awsassets.panda.org/downloads/wwf_greece_green_recovery_report_eng.pdf) υφίστανται σημαντικές πρόσθετες επενδυτικές ανάγκες, όπως φερειπείν (α) για την αύξηση της αποδοτικότητας χρήσης φυσικών πόρων στο παραγωγικό φάσμα, (β) για την μετατροπή των οργανωμένων υποδοχέων βιομηχανικής δραστηριότητας σε «πράσινα» βιομηχανικά πάρκα, και (γ) αποτελεσματικότερες υποδομές για την διαχείριση του νερού και των υγρών αποβλήτων. Όλες αυτές οι επενδύσεις θα μπορούσαν να έχουν σημαντική θετική επίδραση τόσο στην αγορά εργασίας στο πλαίσιο μιας στρατηγικής ανάκαμψης, όσο και στην επίτευξη των στόχων πράσινου μετασχηματισμού.