Αρχική Ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της Οδηγίας (ΕΕ) 2020/1151 και της Οδηγίας (ΕΕ) 2021/1159Άρθρο 1 Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης στο προϊόν απόσταξης των διήμερων μικρών αποσταγματοποιών – Αντικατάσταση άρθρου 82 του ν. 2960/2001 (παρ. 12 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2020/1151)Σχόλιο του χρήστη Πηνελόπη Ταμπακοπούλου | 11 Ιανουαρίου 2022, 13:25
Υπέβαλα προχθές ένα σχόλιο το οποίο ακόμα δυστυχώς δεν δημοσιεύθηκε. Για την περίπτωση που εκ παραδρομής υπήρξε κάποιο τεχνικό σφάλμα, το επαναλαμβάνω κάτωθι: To διατακτικό τις απόφασης της 11ης Ιουλίου 2019 του Δ.Ε.Ε. στην υπόθεση της C91-18 προσφυγής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας, αλλά και το συνολικό κείμενο της απόφασης (ιδίως δε οι σκέψεις 1, 14, 16, 20, 31, 60, 62, 64, 65, 70, 73, 74, 76 και 78) καθιστούν απολύτως σαφές, ότι τόσο κατά την άποψη της προσφεύγουσας Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσο και κατά την κρίση του Δικαστηρίου, καμία αμφισβήτηση δεν τίθεται ως προς το ζήτημα, ότι τόσο τα προϊόντα που παράγονται από «συστηματικούς αποσταγματοποιούς» όσο και τα προϊόντα που παράγονται από «μικρούς αποσταγματοποιούς – διήμερους» ονομάζονται «τσίπουρο» και «τσικουδιά» και εμπίπτουν στην κατηγορία του παραρτήματος ΙΙ στοιχ. 6 του ΕΚ110/2008 «αποστάγματα στεμφύλων σταφυλής». Το ίδιο το διατακτικό της Απόφασης 7ου Τμήματος Δ.Ε.Ε. από 11.07.2019 παρατίθεται αυτούσιο κάτωθι: «Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφασίζει: 1) Η Ελληνική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει: – από τα άρθρα 19 και 21 της οδηγίας 92/83/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στην αλκοόλη και τα αλκοολούχα ποτά, σε συνδυασμό με το άρθρο 23, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, καθόσον θέσπισε και διατήρησε σε ισχύ νομοθεσία η οποία προβλέπει την εφαρμογή συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης μειωμένου κατά 50 % σε σχέση με τον κανονικό εθνικό συντελεστή στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγονται από τις επιχειρήσεις απόσταξης, τους αποκαλούμενους «συστηματικούς αποσταγματοποιούς», και – από τα άρθρα 19 και 21 της οδηγίας 92/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 22, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας και με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/84/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την προσέγγιση των συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης για την αλκοόλη και τα αλκοολούχα ποτά, καθόσον θέσπισε και διατήρησε σε ισχύ νομοθεσία η οποία προβλέπει, υπό τις προϋποθέσεις που η ίδια καθορίζει, την εφαρμογή σημαντικά μειωμένου συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγονται από τους μικρούς αποσταγματοποιούς, τους αποκαλούμενους «διήμερους». 2) Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα». Είναι λοιπόν αν μη τι άλλο αυταπόδεικτο, ότι η καταδίκη της Ελληνικής Δημοκρατίας αφορούσε αποκλειστικά και μόνο στην επιβολή διαφοροποιημένων συντελεστών Ε.Φ.Κ. για τα προϊόντα «τσίπουρο» και «τσικουδιά» τόσο των συστηματικών όσο και των διήμερων αποσταγματοποιών και ότι ουδέποτε ετέθη εκ μέρους των αρμόδιων ευρωπαϊκών οργάνων ζήτημα αμφισβήτησης της νόμιμης χρήσης των ονομασιών «τσίπουρο» και «τσικουδιά» και από τις δύο αυτές κατηγορίες παραγωγών. Περαιτέρω, ο Κανονισμός ΕΚ110/2008 καθώς και ο Κανονισμός 2019/787ΕΕ που τον αντικατέστησε με ανάληψη αυτούσιων των παραρτημάτων του, νομοθετήματα σημειωτέον εφαρμοζόμενα απευθείας και άνευ προσαρμογής στην εσωτερική έννομη τάξη και με υπέρτερη τυπική ισχύ οποιουδήποτε ελληνικού νομοθετήματος (του υπό διαβούλευση περιλαμβανόμενου!) καθιστούν σαφές, ότι η νόμιμη ονομασία ενός προϊόντος εξαρτάται αποκλειστικά και μόνον από την ακολουθούμενη διαδικασία παραγωγής, σε περίπτωση δε που πληρούνται οι προϋποθέσεις περιγραφής του παραγόμενου προϊόντος περισσότερων από μίας κατηγοριών του παραρτήματος ΙΙ, τότε η επιλογή της μίας ή της άλλης επιτρεπτής νόμιμης ονομασίας είναι δικαίωμα του ΠΑΡΑΓΩΓΟΥ και ΟΧΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΝΟΜΟΘΕΤΗ (βλ. χαρακτηριστικά άρθρο 10 του Κανονισμού 2019/787ΕΕ). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 6 του Κανονισμού 2019/787ΕΕ η νόμιμη ονομασία ενός αλκοολούχου ποτού μπορεί ΕΙΤΕ να συμπληρώνεται Ή να αντικαθίσταται με μία γεωγραφική ένδειξη του Κεφαλαίου ΙΙΙ, εφόσον το προϊόν εμπίπτει στις σχετικές προδιαγραφές προϊόντος για την Γεωγραφική Ένδειξη αυτή, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 7 του Κανονισμού, η νόμιμη ονομασία ενός αλκοολούχου ποτού ΣΕ ΚΑΘΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ επιτρέπεται να συνοδεύεται/συμπληρώνεται από μία «συνήθη ονομασία» όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 παρ. 2 του Κανονισμού 1169/2011ΕΕ υπό όρο αυτή να μην παραπλανά τον καταναλωτή. Στην προκείμενη περίπτωση, τόσο τα προϊόντα των διήμερων αποσταγματοποιών όσο και αυτά των συστηματικών αποσταγματοποιών ΕΜΠΙΠΤΟΥΝ στην περιγραφόμενη διαδικασία παραγωγής του παραρτήματος ΙΙ στοιχ. 6 του Κανονισμού ΕΚ110/2008 και ήδη παραρτήματος Ι στοιχ. 6 του Κανονισμού 2019/787ΕΕ, ενώ παράλληλα μπορεί και πρέπει φυσικά να γίνει δεκτό, ότι τα στέμφυλα σταφυλής τα οποία αποστάζουν οι διήμεροι αποσταγματοποιοί εμπίπτουν και στη γενική περιγραφή των «φρούτων που προέρχονται από το νοικοκυριό του παραγωγού», όπως και οι υπόλοιπες επιτρεπτές αποστακτέες πρώτες ύλες για διήμερους αποσταγματοποιούς βάσει του Ν.2969/2001. Ως εκ τούτου, τα αποστάγματα των διήμερων μπορούν να φέρουν νόμιμη ονομασία «απόσταγμα στεμφύλων σταφυλής» εφόσον παρήχθησαν από απόσταξη στεμφύλων σταφυλής με προσθήκη οινολάσπης μέχρι 25% ή/και «απόσταγμα στεμφύλων φρούτων» ή/και «απόσταγμα φρούτων» εφόσον παρήχθησαν από απόσταξη άλλων καρπών του νοικοκυριού του παραγωγού ή/και «απόσταγμα μέλιτος» αν παρήχθησαν από απόσταξη υπολειμμάτων μέλιτος κατά τα προβλεπόμενα στον Ν.2969/2001. Η δε προϋπόθεση για την ευνοϊκότερη φορολόγησή τους ΕΞΑΝΤΛΕΙΤΑΙ βάσει του άρθρου 23 της Οδηγίας 92/83 ΕΟΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 στοιχ. 12 της Οδηγίας 1151/2021 ΕΕ στο να πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις: α) η παραγόμενη αιθυλική αλκοόλη να προέρχεται αποκλειστικά από φρούτα που προέρχονται από το νοικοκυριό παραγωγού – προϋπόθεση η οποία ΠΛΗΡΟΥΤΑΙ αφού οι διήμεροι αποσταγματοποιοί αποστάζουν στέμφυλα από σταφύλια δικής τους παραγωγής β) η απόσταξη να γίνεται σε παραδοσιακές χάλκινες συσκευές χωρητικότητας ως 130 λίτρων ή πήλινες συσκευές χωρητικότητας ως 40 λίτρων – προϋπόθεση η οποία ομοίως ΠΛΗΡΟΥΤΑΙ αφού όλοι οι αδειοδοτημένοι καζανάρηδες αποστάζουν σε άμβυκες ογκομετρημένους από το Γ.Χ.Κ. εντός των παραπάνω πλαισίων χωρητικότητας, γ) η απόσταξη να διαρκεί έως οκτώ ημέρες ανά παραγωγό - προϋπόθεση η οποία ομοίως πληρούται βάσει των ρητών διατάξεων του Ν.2969/2001 και των συναφών αδειών απόσταξης που εκδίδονται από τα αρμόδια τελωνεία και δ) κάθε παραγωγός να παράγει μέχρι 5 εκατόλιτρα άνυδρης αλκοόλης κατ’ έτος – προϋπόθεση η οποία πρώτη φορά εισάγεται με τη νέα αυτή επιφύλαξη της Ελληνικής Δημοκρατίας και με την οποία οι διήμεροι αποσταγματοποιοί ουδέποτε διαφώνησαν, αφού ο περιορισμός του όγκου της παραγόμενης άνυδρης αιθυλικής αλκοόλης στο ήμισυ του οριζόμενου για τα «μικρά αποστακτήρια» αποτελεί και τον πλέον σημαντικό δικαιολογητικό λόγο της ευνοϊκοτερης φορολόγησης με συντελεστή 85% μειωμένο του εκάστοτε ισχύοντος εθνικού συντελεστή. Ως εκ τούτου, από το συνδυασμό των εν ισχύ Κανονισμών και της Οδηγίας 92/83 ΕΟΚ όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 1151/2021 ΕΕ και ισχύει, προκύπτει σαφώς, ότι οι διήμεροι αποσταγματοποιοί δικαιούνται να υπαχθούν στο καθεστώς ευνοϊκής φορολόγησης του 85% με κριτήριο την προέλευση των πρώτων υλών από παραγωγή τους, την ακολούθηση της περιγραφόμενης διαδικασίας παραδοσιακής απόσταξης και την τήρηση του μέγιστου όγκου παραγωγής, ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΣ του αν αποστάζουν προϊόντα που φέρουν τη νόμιμη ονομασία των στοιχείων 6, 9 ή 10 του παραρτήματος Ι του Κανονισμού 2019/787ΕΕ και ανεξαρτήτως του ποια νόμιμη ονομασία ή/και γεωγραφική ένδειξη φέρουν τα προϊόντα τους. Δηλαδή, εφόσον ένας διήμερος αποσταγματοποιός αποστάξει, με παραδοσιακό άμβυκα, μέχρι οκτώ 24ωρα, στέμφυλα παραγωγής του ιδίου και παράξει μέχρι 5 εκατόλιτρα άνυδρης αλκοόλης, τότε υπάγεται στον ευνοϊκό φορολογικό συντελεστή του μειωμένου κατά 85% Ε.Φ.Κ. χωρίς αυτό να συνεπάγεται οποιασδήποτε μορφής ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ του να χρησιμοποιεί τη νόμιμη ονομασία του προϊόντος του βάσει του Κανονισμού και χωρίς αυτό να επιτρέπει με οποιονδήποτε τρόπο στον Έλληνα Νομοθέτη να τον υποχρεώσει να ΜΕΤΟΝΟΜΑΣΕΙ το προϊόν του κατά τρόπο που αντίκειται στις ρητές περί ονομασίας προβλέψεις του Κανονισμού! Περαιτέρω, εφόσον ισχύει για κάποιο προϊόν μία συγκεκριμένη ΠΓΕ, αυτή μπορεί να αντικαθιστά ή να συμπληρώνει τη νόμιμη ονομασία του προϊόντος. Πλην όμως, οι φάκελοι προδιαγραφών για τα ΠΓΕ προϊόντα που υποβλήθηκαν από την Ελληνική Δημοκρατία (και ειδικότερα από το Γ.Χ.Κ. το 2017 χωρίς κανένα προγενέστερο διάλογο με τους παραγωγούς!) ενώ χρησιμοποιούν την ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΙΚΗΣ ΑΠΟΣΤΑΞΗΣ (που εμείς και μόνον εμείς εκπροσωπούμε διαχρονικά) για να τεκμηριώσουν την ειδική σύνδεση του ονόματος «τσίπουρο» και «τσικουδιά» με την καλή φήμη του προϊόντος, στη συνέχεια ΑΠΟΚΛΕΙΟΥΝ τους αυθεντικούς συνεχιστές της παράδοσης αυτής (δηλαδή ακριβώς τους διήμερους αποσταγματοποιούς) από τη χρήση του ονόματος, θέτοντας ως προϋπόθεση για τη χρήση του ονόματος το να είναι το προϊόν ΕΜΦΙΑΛΩΜΕΝΟ. Την ίδια στιγμή, καθότι περιγράφουν την παραδοσιακή διαδικασία απόσταξης, οι συγκεκριμένοι φάκελοι ΠΓΕ είναι ανεπίδεκτοι χρήσης και από τους συστηματικούς αποσταγματοποιούς, αφού ούτε οι πρώτες ύλες ούτε η εκβιομηχανισμένη διαδικασία που ακολουθούν ταυτίζονται με τις περιγραφόμενες στους τεχνικούς φακέλους. Χαρακτηριστικά, ούτε ένα εμφιαλωμένο τσίπουρο που κυκλοφορεί αυτή τη στιγμή στην ελληνική αγορά δεν έχει αιτηθεί και λάβει πιστοποίηση ως «Π.Γ.Ε. τσίπουρο» ή «Π.Γ.Ε. τσικουδιά», διότι πολύ απλά ΔΕΝ ΠΑΡΑΓΕΤΑΙ με τον παραδοσιακό τρόπο που περιγράφεται στους σχετικούς φακέλους προδιαγραφών! Είναι δηλαδή σαφές, ότι οι συγκεκριμένοι φάκελοι δεν υποβλήθηκαν προς το σκοπό της χρήσης τους από τους συστηματικούς αποσταγματοποιούς, αλλά αποκλειστικά και μόνο προκειμένου να «εμποδίσουν» τους διήμερους αποσταγματοποιούς από το να αποκαλούν τα προϊόντα τους (τα οποία είναι χύμα και όχι εμφιαλωμένα!) με το πραγματικό τους όνομα. Στην πραγματικότητα ΤΙΠΟΤΑ δεν εμποδίζει την Κυβέρνηση (εκτός φυσικά από τις ίδιες της τις προθέσεις!) από το να ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙ νόμιμα τους παραπάνω φακέλους προδιαγραφών, ή από το να ΥΠΟΒΑΛΕΙ ΝΕΟΥΣ ΦΑΚΕΛΟΥΣ για τα παραδοσιακά μη εμφιαλωμένα προϊόντα των διήμερων αποσταγματοποιών με τίτλους «παραδοσιακό τσίπουρο» και «παραδοσιακή τσικουδιά». Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που η ύπαρξη Π.Ο.Π. «Γραβιέρα Κρήτης» δεν εμπόδισε την δημιουργία της Π.Ο.Π. «Γραβιέρα Νάξου»! Ούτε φυσικά η ύπαρξη οποιασδήποτε από τις δύο παραπάνω προστατευόμενες ενδείξεις υποχρέωσε ποτέ όλους τους υπόλοιπους τυροκόμους της Ελλάδας να μην ονομάζουν τα δικά τους – μη εμπίπτοντα στο Π.Ο.Π. – προϊόντα «προϊόν ζύμωσης και ωρίμανσης αιγοπρόβειου γάλακτος» αντί για «γραβιέρα»! Άλλωστε, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η κατάσταση των φακέλων προδιαγραφών προϊόντων Π.Γ.Ε. για τα αποστάγματα είναι τελική (που δεν είναι, αφού και οι ίδιοι οι διήμεροι αποσταγματοποιοί έχουμε ΡΗΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ βάσει του Κανονισμού 2019/787ΕΕ να υποβάλλουμε δική μας Π.Γ.Ε. ως ενδιαφερόμενη ομάδα παραγωγών!), ακόμα και τότε, η Ελληνική Δημοκρατία ΔΕΝ ΘΑ ΕΙΧΕ ΔΙΚΑΙΩΜΑ να εμποδίσει τους διήμερους αποσταγματοποιούς από το να συμπληρώνουν τη νόμιμη βάσει Κανονισμού ονομασία του προϊόντος τους με μία «συνήθη ονομασία», η οποία βάσει του άρθρου 2 παρ. 2 στοιχ. ιε) του Κανονισμού 1169/2011ΕΕ είναι η «ονομασία που είναι αποδεκτή ως ονομασία του τροφίμου από τους καταναλωτές στο κράτος- μέλος στο οποίο το εν λόγω τρόφιμο πωλείται, χωρίς η ονομασία να χρήζει περαιτέρω επεξήγησης» Είναι δηλαδή απολύτως σαφές, ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν δικαιούται σε καμία περίπτωση, υπό το κράτος της ισχύος των σαφέστατων αυτών και ανεπίδεκτων παρερμηνείας Κανονισμών της Ε.Ε., να ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΕΙ στους διήμερους αποσταγματοποιούς να χρησιμοποιούν την απολύτως συνήθη κατά τα ανωτέρω ονομασία «τσίπουρο» και «τσικουδιά» για τα προϊόντα τους, ούτε νομιμοποιείται με οποιονδήποτε τρόπο να ΝΟΜΟΘΕΤΗΣΕΙ ΜΙΑ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΟΝΟΜΑΣΙΑ – ΟΜΠΡΕΛΑ. Περαιτέρω, η δήθεν υποχρεωτική ονομασία «παραδοσιακό απόσταγμα διημέρων» είναι και αφ’ εαυτής μη νόμιμη κατά τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό 1169/2011ΕΕ, αφού δεν πληροί ούτε στο ελάχιστο τις προϋποθέσεις της ασφαλούς, επαρκούς και πλήρους περιγραφής του τροφίμου για την προστασία του καταναλωτή. Ένα «παραδοσιακό απόσταγμα διημέρων» δηλαδή, ΕΝΟΨΕΙ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΣΤΟ Ν2969/2001 ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗΣ ΕΠΙΘΕΣΗΣ ΟΠΟΙΑΣΔΗΠΟΤΕ ΕΤΙΚΕΤΑΣ ΚΑΙ ΣΥΣΚΕΥΑΣΙΑΣ, δεν είναι διόλου αντιληπτό στον τελικό καταναλωτή από ποιες πρώτες ύλες παράχθηκε (π.χ. κατά πόσον είναι απόσταγμα στεμφύλων, φρούτων, μέλιτος, τζιτζίφων, κουμάρων, μούρων, σύκων και απόσυκων), τι περιεκτικότητα έχει σε αλκοόλη, αν ενέχει ή όχι κινδύνους για την υγεία του καταναλωτή, ποιοι είναι οι όροι διατηρησιμότητας, αποθήκευσης και ασφαλούς κατανάλωσής του και ποια είναι τα διατροφικά του χαρακτηριστικά (πρβλ. άρθρο 4 Κανονισμού 1169/2011ΕΕ). Πλην όμως, Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ, επικροτώντας στην ουσία την εσφαλμένη πρωτοβουλία του Γ.Χ.Κ. από το έτος 2017 - την ίδια στιγμή που επιμένει ότι «έφταιγε ο ΣΥΡΙΖΑ που την έκανε», επικαλείται ότι ΑΔΥΝΑΤΕΙ να αφήσει τα αποστάγματα των διήμερων αποσταγματοποιών να ονομάζονται «τσίπουρο» και «τσικουδιά», όπως ήταν διαχρονικά η αληθινή και συνήθης ονομασία τους, λόγω δήθεν των φακέλων αυτών. Φροντίζει μάλιστα, υπό την επίφαση της τροποποίησης του Ε.Φ.Κ. για τους διήμερους βάσει της νέας οδηγίας, να πάει την απαράδεκτη αυτή πρακτική της προηγούμενης κυβέρνησης ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΑΡΑΠΕΡΑ, νομοθετώντας ρητά για πρώτη φορά την «καινούργια» υποχρεωτική δήθεν ονομασία των προϊόντων μας! Η εν λόγω ερμηνευτική προσέγγιση – που επιδιώκεται πρώτη φορά να νομοθετηθεί σε βάρος των διήμερων αποσταγματοποιών - είναι ΚΑΤΑΦΑΝΩΣ ΕΣΦΑΛΜΕΝΗ ΚΑΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ για όλους τους παραγωγούς μη τυποποιημένων προϊόντων και ενέχει πολλαπλούς κινδύνους. Με την ίδια λογική, ο ελαιοπαραγωγός που δεν παράγει Π.Ο.Π. ή Π.Γ.Ε. ή Ε.Π.Ι.Π δεν θα πρέπει να διαθέτει στο εμπόριο το λάδι του ως «ελαιόλαδο» αλλά ως «προϊόν εκχύμωσης καρπού ελιάς», ο κτηνοτρόφος αντίστοιχα δεν θα πρέπει να διαθέτει στο εμπόριο το γάλα του ως «γάλα αγελάδας» αλλά ως «προϊόν αρμέγματος αγελάδος κτηνοτρόφων» κ.ο.κ. Και η ίδια δηλαδή η συνήθης ονομασία των προϊόντων μετατρέπεται τεχνηέντως σε αποκλειστικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των ομάδων εκείνων, τις οποίες η Ελληνική Πολιτεία κάθε φορά «επιλέγει να υποστηρίξει» με το να κατοχυρώσει μία προστατευόμενη ονομασία για αυτές (και είναι σαφές ότι τα κριτήρια με τα οποία η Ελληνική Πολιτεία διαλέγει ποιους θα υποστηρίξει δεν είναι, στην προκείμενη περίπτωση τουλάχιστον, δίκαια και θεμιτά!). Χαρακτηριστικά, η έως τώρα ισχύουσα εκδοχή του τροποποιούμενου άρθρου 82 του Ν.2969/2001 (Τελωνειακός Κώδικας) προέβλεπε την εφάπαξ κατ’ αποκοπήν φορολόγηση που ακριβώς κρίθηκε παράνομη από το Δ.Ε.Ε. με το εξής κείμενο: «1. Το τσίπουρο ή η τσικουδιά που παρασκευάζεται από απόσταγμα στεμφύλων σταφυλιών και λοιπών επιτρεπόμενων υλών από τους μικρούς αποσταγματοποιούς (διήμερους), σύμφωνα με την παράγραφο Ε` του άρθρου 7 του ν. 2969/2001, υπόκειται σε εφάπαξ και κατ` αποκοπή φορολόγηση πενήντα εννέα λεπτών (0,59) του ευρώ ανά χιλιόγραμμο έτοιμου προϊόντος». Στο υπό διαβούλευση άρθρο όμως, δεν έχει αντικατασταθεί μόνον το μέτρο της φορολόγησης στο 85% του εθνικού συντελεστή Ε.Φ.Κ. για παραγωγή μέχρι 5 εκατόλιτρων άνυδρης αλκοόλης κατ’ έτος, όπως ορθά έπρεπε να γίνει ενόψει της καταδίκης της Ελλάδας στο Δ.Ε.Ε. και της υποβολής νέας επιφύλαξης/ τροποποίησης του άρθρου 23 της Οδηγίας 92/83ΕΟΚ! Έχουν επιπλέον – ΧΩΡΙΣ ΚΑΜΙΑ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΤΟ ΑΠΟ ΠΛΕΥΡΑΣ Ε.Ε. ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΚΑΜΙΑ ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΙΜΟΤΗΤΑ – αφαιρεθεί οι λέξεις «τσίπουρο» και «τσικουδιά» και αντικατασταθεί με τη φράση «προϊόν απόσταξης που παράγεται από τους διήμερους μικρούς αποσταγματοποιούς (παραδοσιακό απόσταγμα διημέρων)», με την οποία η Ελληνική Δημοκρατία επιδιώκει ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΚΟΜΗ ΦΟΡΑ να ΚΑΤΑΡΓΗΣΕΙ το δικαίωμά μας στο όνομα του προϊόντος μας και να ΕΞΑΡΤΗΣΕΙ την ευνοϊκότερη φορολόγηση του κατά 85% μειωμένου εθνικού συντελεστή από το να ονομάζονται όλα τα αποστάγματά μας «παραδοσιακό απόσταγμα διημέρων». Κοινώς, η επιδιωκόμενη τροποποίηση αποσκοπεί στο να μας βάλει το μαχαίρι στο λαιμό, με την επίκληση ότι, αν επιθυμούμε να φορολογούμαστε με το ευνοϊκό καθεστώς των διήμερων, οφείλουμε να αποκαλούμε εφεξής τα προϊόντα μας – παρά τα σαφή και αδιαμφισβήτητα ισχυρά δικαιώματά μας από τους Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς- γενικά και αόριστα «παραδοσιακό απόσταγμα διημέρων». Παράλληλα μάλιστα, παρά τον διάλογο που έλαβε χώρα με την πανελλήνια ομοσπονδία των διήμερων αποσταγματοποιών, καθίσταται από το υπό διαβούλευση κείμενο έτι περαιτέρω σαφές, ότι ο πρώτιστος σκοπός της Κυβέρνησης ήταν να αφαιρέσει τη χρήση του ονόματος δια της νομοθετικής τροποποίησης, καθότι επιμένει να την αντιμετωπίζει ως αποκλειστικό δικαίωμα των κατώτερων ποιοτικά και πολιτιστικά βιομηχανικών προϊόντων. Διότι από όλα όσα συζητήθηκαν στην εν λόγω διαβούλευση, ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΕΝ ΤΕΛΕΙ ΝΟΜΟΘΕΤΕΙΤΑΙ με το παρόν υπό διαβούλευση σχέδιο, είναι η εξάρτηση του μειωμένου Ε.Φ.Κ. από τη χρήση της ονομασίας- ομπρέλας «παραδοσιακό απόσταγμα διημέρων»! Οι υπόλοιπες δεσμεύσεις που πήγανε; Η συναφής τροποποίηση του Ν.2969/2001με την οποία θα επιδιώκονταν η επίλυση μίας σειράς ζητημάτων, γιατί απουσιάζει πλήρως; Χαρακτηριστικά, στην ίδια εν λόγω διαβούλευση διατυπώθηκαν οι εξής δεσμεύσεις από πλευράς του Υφυπουργού κου Βεσυρόπουλου – οι οποίες ουδόλως εν τέλει κατέληξαν να αποτελούν τμήμα του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου: • Ρητή πρόβλεψη νέου καταλόγου αποστακτέων πρώτων υλών στο άρθρο 7Ε του Ν.2969/2001 που αφορά την διαδικασία απόσταξης των διήμερων αποσταγματοποιών του άρθρου 5 παρ. 5 του Ν.2969/2001, η οποία να επιτρέπει, μεταξύ άλλων, και την απόσταξη πλήρους σταφυλής και όλων των πρώτων υλών που εμπίπτουν στην έννοια των «φρούτων» κατά τον Κανονισμό 2019/787ΕΕ. Η παραπάνω δέσμευση υποτίθεται θα νομοθετούνταν προς επίλυση του προβλήματος της προέλευσης των στεμφύλων από οινοποίηση, καθότι ένα μεγάλο μέρος των αμπελουργών/δικαιούχων απόσταξης δεν έχουν πρόσβαση σε οινοποιεία και ως εκ τούτου εμποδίζονται να αποδείξουν και να απεικονίσουν τελωνειακά και φορολογικά την προέλευση των προς απόσταξη στεμφύλων. • Πρόβλεψη αυξημένης απόδοσης έως 25% για την περίπτωση της απόσταξης σταφυλής και λοιπών φρούτων. • Πρόβλεψη δυνατότητας απόσταξης σταφυλής οποιασδήποτε ποικιλίας και όχι μόνον των «οινοποιήσιμων» ποικιλιών. • Ρητή πρόβλεψη επιτρεπτού εύρους αλκοολικού τίτλου για τα αποστάγματα των διήμερων αποσταγματοποιών, που να αντικατοπτρίζει την πραγματική παραδοσιακή μέθοδο της απόσταξης, ειδικότερα αλκοολικός τίτλος 39 -49% vol., για αποστάγματα μονής απόσταξης και αλκοολικός τίτλος 50 – 60% vol., για αποστάγματα διπλής απόσταξης. • Πρόβλεψη επίθεσης ετικέτας με το ελάχιστο υποχρεωτικό περιεχόμενο βάσει των ευρωπαϊκών Κανονισμών (μ.α. ονομασία προϊόντος, πρώτες ύλες, αλκοολικός τίτλος, οδηγίες κατανάλωσης κ.ο.κ.) καθώς και με ελάχιστο υποχρεωτικό περιεχόμενο που να επιτρέπει την ιχνηλάτηση του προϊόντος και την ελεγχόμενη προέλευσή του από πιστοποιημένο και αδειοδοτημένο διήμερο αποσταγματοποιό. • Ανάκληση των απαγορεύσεων χονδρικής εμπορείας και μεταπώλησης και άρση της υποχρέωσης πώλησης απευθείας λιανική και αποκλειστικά από τους δικαιούχους παραγωγής. • Ρητή πρόβλεψη ότι θα δικαιούνται να διαθέτουν εμπορικά το απόσταγμα παραγωγής τους και οι αγρότες που υπάγονται στο ειδικό καθεστώς αγροτών του 6%. • Ρητή πρόβλεψη ότι τα αποστακτικά δικαιώματα (αμοιβή σε είδος 10% του καζανάρη για την απόσταξη της πρώτης ύλης του κάθε διήμερου αποσταγματοποιού) θα είναι δεκτικά εμπορείας χωρίς περαιτέρω περιορισμούς και με τους ίδιους όρους που ο καζανάρης εμπορεύεται την δική του παραγωγή. • Βελτίωση του συστήματος τήρησης βιβλίων άμβυκα και τήρηση βιβλίων καταγραφής στους κατά τόπους αρμόδιους συλλόγους παραδοσιακών αποσταγματοποιών. Σημειωτέον, ότι για τα παραπάνω ζητήματα η θέση του Υπουργείου ήταν ότι υφίσταται απόλυτη συμφωνία και δέσμευση να επιλυθούν άμεσα, πλην όμως, για όλα τα παραπάνω θέματα ΔΕΝ ΑΠΑΝΤΑ ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΛΕΞΗ στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο. Διαμορφώνεται λοιπόν η εξής ζοφερή εικόνα: οι διήμεροι αποσταγματοποιοί θα δικαιούμαστε να αποστάζουμε, όπως μέχρι σήμερα, αποκλειστικά τις προβλεπόμενες αποστακτέες πρώτες ύλες που ήδη προβλέπονταν στο Ν.2969/2001, στις οποίες ανήκουν και στέμφυλα με απόδοση σε υγρασία μέχρι κατά μέγιστο 18%, τα οποία πρέπει να αποδεικνύουμε ότι αποκτήσαμε από παράδοση των σταφυλιών μας σε ανύπαρκτα στις περιοχές μας οινοποιεία. Ο αλκοολικός τίτλος του προϊόντος μας θα παραμένει σε ασάφεια και θα εξακολουθούμε να διωκόμαστε για «λαθρεμπορία» αν δεν ταυτίζεται απολύτως με το - κατά προσέγγιση υπολογιζόμενο από τα Τελωνεία – 40% vol. Θα απαγορεύεται τόσο εμείς, όσο και οι κάβες, τα καταστήματα εστίασης και οι τελικοί καταναλωτές να το αποκαλούμε «τσίπουρο» ή «τσικουδιά» και όποιος τολμήσει να το κάνει θα πρέπει να καταβάλλει πρόστιμα για παράβαση τελωνειακής νομοθεσίας! Αντίθετα, θα πρέπει να το λέμε «παραδοσιακό απόσταγμα διημέρων» και να το διαθέτουμε ως no name προϊόν, χωρίς καμία απολύτως πληροφορία προς τον τελικό καταναλωτή για το τι περιέχει, πως καταναλώνεται, ποιος το παράγει κ.ο.κ., ώστε οποιοσδήποτε παράνομος να μπορεί να εμφανίζει τα λαθραία που εισάγει από τη Βουλγαρία ως «παραδοσιακό απόσταγμα διημέρων» και να καταλήγουμε εμείς να συρόμαστε στα δικαστήρια κάθε φορά που ένα ακατάλληλο απόσταγμα σερβίρεται υπό την αμφίεση του no name δικού μας προϊόντος. Την ίδια στιγμή, θα επιτρέπεται να το διαθέτουμε μόνο χονδρική προς κάβα ή προς κατάστημα εστίασης ή αλλιώς μόνο λιανική απευθείας στον τελικό καταναλωτή, ενώ αν οποιοσδήποτε εμπορικός μας συνεργάτης τολμήσει να το μεταπωλήσει χονδρική (π.χ. η κάβα στην Αθήνα να πωλήσει προς ένα μεζεδοπωλείο στην Αθήνα, του οποίου ο ιδιοκτήτης δεν είχε τη δυνατότητα να τρέξει σε όλη την Ελλάδα για να προμηθευτεί αποστάγματα απευθείας από τους παραγωγούς!) θα βρίσκεται αντιμέτωπος με πρόστιμα για τελωνειακές παραβάσεις. Οι αγρότες του 6%, ενώ δικαιούνται να βγάλουν άδεια απόσταξης και να παράξουν δεν θα δικαιούνται να το πουλήσουν πουθενά. Οι κάβες, τα ρακάδικα, τα τσιπουράδικα, οι ταβέρνες και τα μεζεδοπωλεία που θα έχουν το θράσος να γράψουν στον κατάλογό τους ότι έχουν «τσίπουρο» και «τσικουδιά» διήμερων αποσταγματοποιών θα βρίσκονται αντιμέτωπες με πρόστιμα και ποινές και οι καταναλωτές θα πρέπει να «εκπαιδευτούν» να λένε «τσίπουρο» και «τσικουδιά» μόνο τα εμφιαλωμένα, βάζοντας βαθιά το χέρι στην τσέπη και καταναλώνοντας εν τέλει κάτι που ποιοτικά και γευστικά δεν είναι συγκρίσιμο με το παραδοσιακό χύμα τσίπουρο και τσικουδιά. Και ο ίδιος ο Ε.Φ.Κ. που καταβάλλουμε για το προϊόν μας θα υπερδιπλασιαστεί, ώστε να ανέβει από το «συμβολικό» 0,59 Ευρώ/κιλό έτοιμου προϊόντος στα 370 Ευρώ ανά εκατόλιτρο άνυδρης αιθυλικής αλκοόλης –ο οποίος φόρος όμως δεν μας εξασφαλίζει το να αντιμετωπιζόμαστε ως νόμιμο προϊόν από την ίδια την Πολιτεία που τον επιβάλλει και τον εισπράττει! Τα παραπάνω προφανώς οδηγούν σε συνολική αποτροπή των διήμερων αποσταγματοποιών (δηλαδή των ήδη βάναυσα θιγόμενων αγροτικών/αμπελουργικών νοικοκυριών της επικράτειας!) από το να συνεχίσουν να αποστάζουν και στην ολοκληρωτική καθιέρωση αποκλειστικά και μόνο των βιομηχανικά παραγόμενων αποσταγμάτων στην αγορά! Η δε πικρή εμπειρία από το δήθεν προστατευόμενο με Π.Γ.Ε «ούζο Μυτιλήνης», το οποίο πλέον είναι 100% εργοαστασιακό/βιομηχανικό προϊόν που παράγεται από αραίωση εισαγόμενης αιθυλικής αλκοόλης και επαρωματισμό της με χημικά αρώματα ανίσου, ενώ στη Μυτιλήνη δεν υπάρχει πια ΟΥΤΕ ΕΝΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΚΑΖΑΝΙ, δεν δείχνει να δίδαξε την Ελληνική Πολιτεία ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΤΙΠΟΤΑ για το πόσο στρεβλή είναι η αντιμετώπισή της απέναντι στα παραδοσιακά προϊόντα και τις παραδοσιακές μεθόδους παραγωγής του αγροτικού κόσμου της Ελλάδας! Τα παραπάνω σαφώς επιδιώκουν να οδηγήσουν σε συνολικό μαρασμό τον κλάδο των διήμερων αποσταγματοποιών και να πάρουν μία υπερεκατονταετή παραδοσιακή τεχνική και ένα εξαιρετικά αγαπητό προϊόν, το οποίο ήταν προσβάσιμο στους καταναλωτές ακόμα και με τα πιο χαμηλά εισοδήματα και εξαιρετικής ποιότητας, και να το «αντικαταστήσουν» με ένα βιομηχανικό τυποποιημένο προϊόν, που εκτός του ότι δεν εμφανίζει τα γευστικά και αρωματικά χαρακτηριστικά του παραδοσιακού, επιπλέον κοστίζει και πολύ ακριβότερα! Επαναλαμβάνουμε την πρότασή μας, όπως την θέσαμε υπόψην και του ίδιου του Υφυπουργού κου Βεσυρόπουλου: ναι, να προβλεφθεί Ε.Φ.Κ. μειωμένος στο 85% του εθνικού συντελεστή για τα προϊόντα μας, αλλά αυτά να εξακολουθήσουν να ονομάζονται όπως έως τώρα. Αν είναι απαραίτητη η «διάκρισή» τους από τα βιομηχανικά/εμφιαλωμένα, τότε να ονομάζονται «παραδοσιακό τσίπουρο» και «παραδοσιακή τσικουδιά» με αναφορά στο ότι αποτελούν παραγωγή μικρών (διήμερων) αποσταγματοποιών. Να υποβληθούν ειδικοί φάκελοι Π.Γ.Ε. για τα παραδοσιακά αυτά προϊόντα και να μπορούν οι παραγωγοί τους να λαμβάνουν Π.Γ.Ε. πιστοποίηση, υπό όρο τήρησης των αυστηρών ποιοτικών προδιαγραφών των φακέλων αυτών. Να έχουν υποχρεωτική πινακίδα/ετικέτα/συσκευασία που να παρέχει προς τον καταναλωτή όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την προέλευση και την ποιότητά του και να παρέχουν στις αρμόδιες αρχές τη δυνατότητα ελέγχου τους και διάκρισής τους από τα λαθραία. Να αντιμετωπίζονται ως νομίμως παραγόμενα και ελεγχόμενα προϊόντα στο εσωτερικό της ελληνικής αγοράς και να μην «σκοντάφτουν» πάνω σε μία μακριά σειρά απαγορεύσεων εμπορικής διάθεσης και τρικλοποδιών. Να αφεθούν να ανταγωνιστούν επί ίσοις όροις τα εμφιαλωμένα προϊόντα και να κερδίσουν το καθένα το μερίδιο εκείνο που του αξίζει στην εσωτερική αγορά. Να υποστηριχθεί ουσιαστικά ο αγροτικός και αμπελουργικός τομέας της χώρας, αντί να επιμένει η Κυβέρνηση στη έμμεση στήριξη των ήδη οικονομικά και παραγωγικά ισχυρότερων συστηματικών αποσταγματοποιών και να παύσουν οι νομοθετικές παρεμβάσεις που στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά, χορηγώντας αθέμιτα και συντριπτικά πλεονεκτήματα στους ανταγωνιστές μας και καταδικάζοντας εμάς και τον κλάδο μας σε απόλυτο μαρασμό.