Αρχική Ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της Οδηγίας (ΕΕ) 2020/1151 και της Οδηγίας (ΕΕ) 2021/1159Άρθρο 1 Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης στο προϊόν απόσταξης των διήμερων μικρών αποσταγματοποιών – Αντικατάσταση άρθρου 82 του ν. 2960/2001 (παρ. 12 του άρθρου 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2020/1151)Σχόλιο του χρήστη Κατσίκας Ιωαννης | 12 Ιανουαρίου 2022, 18:02
Με την ευκαιρία της διαβούλευσης θα ήθελα να επισημάνω: Όλοι οι Έλληνες και περισσότερο αυτοί που ζουν στην επαρχία, έχουν μεγαλώσει έχοντας πάντα στο μυαλό τους την διαδικασία της απόσταξης από τα μικρά διήμερα καζάνια και αυτό που παράγεται το ονομάζουν τσίπουρο. Δεν γνώρισαν ποτέ κάποια άλλη ονομασία για το προϊόν αυτό, τσίπουρο στην ηπειρωτική χώρα και τσικουδιά στην Κρήτη. Δυστυχώς ερχόμαστε σήμερα να μιλάμε για ένα άλλο όνομα στο προϊόν αυτό, που συνόδευσε γενιές Ελλήνων. Ουσιαστικά να το προσφέρουμε θυσία στο βωμό της βιομηχανίας, θέτοντας έναν φάκελο προδιαγραφών για το παραδοσιακό τσίπουρο που καμία σχέση δεν έχει με την παράδοση, αλλά σκοπό έχει την κυριαρχία των βιομηχανιών ποτοποιίας και των αποσταγματοποιών (που πέραν του ούζου ούτε γνώριζαν πριν λίγα χρόνια το συγκεκριμένο προϊόν). Παραγκωνίζοντας αυτούς που για χρόνια αγωνιζόταν για το τσίπουρο, να βρίσκεται σε κάθε σπίτι, αφού ήταν το κατεξοχήν κέρασμα των ελληνικών νοικοκυριών. Δεν είναι δίκαιο και ηθικό, ένα κεφάλαιο της πολιτιστικής κληρονομιάς να αποσπαστεί από χιλιάδες μικροεπαγγελματίες και να χαριστεί σε ελάχιστους βιομήχανους, με δικαιολογία ότι υπάρχει δικαστική διεκδίκηση για την ονομασία (που όμως δεν αφορά τους διημέρους αλλά τους βιομηχάνους που εξάγουν). Για να διασφαλιστούν λοιπόν τα κέρδη των βιομηχάνων, πρέπει να τους χαρίσουμε αποκλειστικά το όνομα; Και δίνοντας το όνομα τι κερδίζουμε, αύξηση φόρου; Μήπως θα έπρεπε και εμείς να μπορούμε να εμφιαλώνουμε το παραδοσιακό απόσταγμα που παράγουμε μέσα από ένα καθεστώς ελέγχου (π.χ οικοτεχνία) και να πουλάμε το προϊόν αυτό συσκευασμένο κάτω από συγκεκριμένες προδιαγραφές, ώστε και εμείς να κερδίσουμε κάτι από όλη την ιστορία και να μην γίνουμε θηράματα (πουλώντας τα σταφύλια κάτω του κόστους παραγωγής ή εισπράττοντας χρήματα μετά από 2 ή 3 χρόνια);