Αρχική Ρυθμίσεις για τα κατεχόμενα ακίνητα του Δημοσίου και άλλες διατάξειςΆρθρο 3 Δικαίωμα υποβολής αίτησης εξαγοράςΣχόλιο του χρήστη ΠΑΥΛΟΣ ΓΙΩΓΙΟΣ | 1 Φεβρουαρίου 2023, 12:34
Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Πρέπει να δοθούν εύσημα για το εν λόγω νομοσχέδιο, το οποίο η ελληνική κοινωνία περιμένει δεκαετίες. Όμως, κάποιες τροποποιήσεις είναι αναγκαίες για την επιτυχία του. Η πιο σημαντική τροποποίηση, που πρέπει να λάβει χώρα είναι αυτή του άρθρου 3§1, ως προς την προϋπόθεση ύπαρξης κτίσματος, η οποία πρέπει να αφαιρεθεί από αμφότερες τις περιπτώσεις α και β του παρόντος και σε διαφορετική περίπτωση να οριστεί (και για τις δύο περιπτώσεις α και β) κοινό χρονικό σημείο ανοικοδόμησης των κτισμάτων έως την 31.12.1991 (στην ουσία η περ. α να μείνει ως έχει, και η περ. β να τροποποιηθεί ως εξής «Ασκεί κατοχή αδιαλείπτως για τουλάχιστον σαράντα (40) έτη επί δημοσίου ακινήτου, στο οποίο πρέπει να υφίσταται κτίσμα, το οποίο έχει εγερθεί το αργότερο μέχρι την 31η.12.1991») και εξηγούμαστε αμέσως παρακάτω: Αρχικά, η προϋπόθεση, να απαιτείται 30 χρόνια αδιάλειπτη κατοχή για τους έχοντες τίτλο και 40 χρόνια για τους μη έχοντες τίτλο, είναι κατανοητή και δικαιολογημένη, λόγω της διαφορετικής θέσης, στην οποία βρίσκονται οι δύο κατηγορίες κατόχων. Όμως, η επιπλέον προϋπόθεση, να υφίσταται υποχρεωτικά κτίσμα και μάλιστα για αντίστοιχο χρονικό διάστημα της περίπτωσης α και β, αυστηροποιεί κατά πολύ τις προϋποθέσεις ένταξης στο νομοσχέδιο και συρρικνώνει στο ελάχιστο τον κύκλο των δικαιούχων. Η κατοχή ενός ακινήτου, ακόμα και για κατοικία, υφίσταται ακόμα και αν δεν υπάρχει κτίσμα εντός αυτού. Απόδειξη το αμέσως επόμενο παράδειγμα, που αφορά ακίνητο σε προσφυγικό οικισμό της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι άρχισαν να ανοικοδομούνται κατά κόρον στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Παράδειγμα: Πατέρας κατέχει ενιαίο ανταλλάξιμο ακίνητο περίπου 2 στρεμμάτων, ήδη από το 1960 και φτιάχνει ενιαία περίφραξη με κοινή είσοδο. Στην συνέχεια, στην μία πλευρά του ακινήτου χτίζει περί το 1970 την κύρια και μοναδική του κατοικία, όπου διαμένει με την οικογένεια του και φτιάχνει για όλο το περιφραγμένο ακίνητο κοινές εγκαταστάσεις (δίκτυο ηλεκτροδότησης, ύδρευσης, θέρμανσης και τηλεφώνου) ενώ τοποθετεί στην άλλη πλευρά του οικοπέδου τα γεωργικά μηχανήματά του. Για τον σκοπό αυτό, περί το έτος 1979, χτίζει αποθήκη και στέγαστρο για τα αγροτικά μηχανήματα, το οποίο τα επόμενα χρόνια ενισχύεται και το έτος 1990 αποτελεί σπίτι (το οποίο διατηρείται μέχρι σήμερα το ίδιο). Το ακίνητο, μέχρι αυτό το χρονικό σημείο, είναι ενιαίο και λειτουργικά και διοικητικά. Πολύ αργότερα, εμφανίζεται η κτηματική υπηρεσία, η οποία, κατά την επιτόπια αυτοψία της, βρίσκει την οικογένεια του ενός παιδιού στο ένα σπίτι και την οικογένεια του άλλου παιδιού στο άλλο σπίτι, το οποίο (ενιαίο ακίνητο) εξακολουθεί να είναι λειτουργικά ενιαίο (κοινή είσοδο, κοινά δίκτυα, υποδομές και περίφραξη). Παρόλα αυτά, προβαίνει σε διαχωρισμό του ενιαίου ανταλλάξιμου ακινήτου (το οποίο αποτελεί και τμήμα ευρύτερου ΑΚ) σε δύο ξεχωριστά Ανταλλάξιμα ακίνητα (ΑΚ) με δικό τους εμβαδό, και όρια το καθένα. Στην συνέχεια, δε, τα καταχωρεί στο κτηματολόγιο με τα νέα τους όρια και παίρνουν ξεχωριστό ΚΑΕΚ. Αποτέλεσμα: Αν θεωρηθούν δύο ξεχωριστά δημόσια ακίνητα, με την αυστηρή προϋπόθεση του άρθρου 3§1περ.β (δηλαδή να έχει ανεγερθεί κτίσμα έως τη 31.12.1981) να μπορεί να αγοράσει μόνο ο ένας το σπίτι του, οδηγώντας σε ένα απαράδεκτο κοινωνικά αλλά και νομικά αποτέλεσμα. Διότι, σε νομικό επίπεδο και τα δύο παιδιά προσμετρούν στον δικό τους χρόνο και την κατοχή του πατέρα τους (δικαιοπάροχος) πάνω στο ακίνητο και μάλιστα με σκοπό την χρήση του ως κύρια και μοναδική κατοικία, αλλά με την τιθέμενη προϋπόθεση στο παρόν νομοσχέδιο, μόνο ο ένας θα μπορέσει να εξαγοράσει την κύρια και μοναδική κατοικία του. Διαπιστώνεται ότι, η αυστηρή προϋπόθεση του κτίσματος, που έχει τεθεί από τον νομοθέτη για την εύκολη απόδειξη της κατοχής επιφέρει ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή, ακυρώνει και δεν αναγνωρίζει μια, κατά τα άλλα, αδιάλειπτη κατοχή 50 και ετών, η οποία, μάλιστα, υπερβαίνει κατά πολύ τα ήδη υψηλά χρονικά διαστήματα κατοχής, που απαιτεί το παρόν νομοσχέδιο. Γίνεται αντιληπτό, ότι ο νομοθέτης στην προσπάθειά του να είναι εύκολα αποδείξιμη η κατοχή και να μην θεωρηθεί αντισυνταγματικό το νομοσχέδιο, έχει βάλει αυστηρές προϋποθέσεις. Αυτό, όμως, δεν θα πρέπει να το κάνει με τρόπο, που βάλει κατά της αρχής της ισότητας. Διότι, η κατοχή δεν κρίνεται με το κτίσμα, αλλά με την αδιάλειπτη άσκηση υλικών πράξεων επί ενός ακινήτου (π.χ. περίφραξη, τοποθέτηση φυτών και δέντρων, εγκατάσταση ηλεκτροδότησης, ύδρευσης, τηλεφώνου, θέρμανσης επί αυτού, τοποθέτηση πλακιδίων). Γι’ αυτό, πρωταρχικά, προτείνεται, να αφαιρεθεί η ως άνω πρόσθετη προϋπόθεση του κτίσματος και στις δύο περιπτώσεις του άρθρου 3§1. Ενδεχομένως, θα μπορούσε να τεθεί, όχι ως προϋπόθεση για την δυνατότητα εξαγοράς (πεδίο εφαρμογής), αλλά ως προϋπόθεση για την θεμελίωση της περαιτέρω έκπτωσης του άρθρου 5§1. Αν, όμως, ο νομοθέτης επιθυμεί, σε κάθε περίπτωση, να διατηρήσει την ύπαρξη κτίσματος, ως προϋπόθεση για την υπαγωγή στον νόμο, θα πρέπει η χρονολογία να είναι κοινή και για τις δύο περιπτώσεις, ώστε αυτό (το κτίσμα) να έχει ανεγερθεί μέχρι την 31.12.1991 και τούτο διότι, όπως αποδείχθηκε με το ανωτέρω παράδειγμα, δεν απαιτείται, για να έχει κάποιος αδιάλειπτη κατοχή 40 χρόνων, να έχει και ισόχρονο κτίσμα, οπότε η τοποθέτηση κοινού χρονικού σημείου κτίσματος και για τις δύο περιπτώσεις του άρθρου όχι μόνο δεν δημιουργεί κάποιο πρόβλημα, αλλά αντιθέτως αμβλύνει κατά πολύ την ύπαρξη ανάλογων προς το ανωτέρω προβλημάτων, που στην περίπτωση των ανταλλαξίμων ακινήτων σίγουρα είναι πολλά. Επιπροσθέτως, η τοποθέτηση του χρονικού σημείου στις 31.12.1991 δικαιολογείται, τουλάχιστον στην περίπτωση των ανταλλάξιμων ακινήτων, και από το γεγονός ότι στα τέλη της δεκαετίας του 1980 άνθισε η ανοικοδόμηση στους ευρισκόμενοι περιμετρικά από τα μεγάλα αστικά κέντρα προσφυγικούς οικισμούς (π.χ. στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης, η κοινότητα Πανοράματος, Καλαμαριάς, Πεύκων, Ωραιοκάστρου) στους οποίους κατά κόρον εντοπίζονται τα ανταλλάξιμα ακίνητα. Οι οικισμοί αυτοί, λόγω του κινήματος της αστικής αποκέντρωσης, εξελίχθηκαν πολύ γρήγορα σε σύγχρονα προάστια. Πιο πριν είχαν την μορφή του ως άνω παραδείγματος, δηλαδή, ζούσαν, κατά βάσει αγροτικές και κτηνοτροφικές οικογένειες. Παύλος Γ. Γιωγιός Δικηγόρος Θεσσαλονίκης ΑΜΔΣΘ 1907