Αρχική Ρυθμίσεις για τα κατεχόμενα ακίνητα του Δημοσίου και άλλες διατάξειςΆρθρο 4 Εξαιρούμενα ακίνηταΣχόλιο του χρήστη ΓΚΑΤΣΗ ΕΛΕΝΗ | 2 Φεβρουαρίου 2023, 17:12
Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Η εξαίρεση των ακινήτων της περίπτωσης (η) της παραγράφου 2, δηλαδή των ακινήτων που έχουν περιέλθει στην κυριότητα της Εταιρείας Ακινήτων Δημοσίου (ΕΤ.Α.Δ. Α.Ε.) θα πρέπει να απαλειφθεί από το τελικό κείμενο, διότι είναι αδικαιολόγητη και έχει τεθεί κατά πρόδηλη παράβαση της συνταγματικής αρχής τη ισότητας. Ως γνωστόν, το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 4 ότι: «1. Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου.» Με την εν λόγω διάταξη και την όμοια αυτής διάταξη του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ, που είναι υπερνομοθετικής ισχύος και πρέπει να γίνονται απόλυτα σεβαστές από τον κοινό νομοθέτη, καθιερώνεται η αρχή της ισότητας η οποία αποτελεί νομικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων που τελούν κάτω από τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες. Συνεπώς, ο νομοθέτης δύναται να ρυθμίσει κατά ενιαίο ή διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες καταστάσεις, όμως πάντα επί τη βάσει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων μέσα στα όρια της αρχής της ισότητας, ούτως ώστε να αποκλείεται η άνιση μεταχείριση των Ελλήνων πολιτών υπό τη μορφή επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, ή διαφορετικής μεταχείρισης των αυτών ή παρομοίων καταστάσεων (ΣτΕ 902/2020, 2368/2017, 1759/2014, 1090/2012, 1216/2009, 992/2004). Όσον αφορά το προκείμενο νομοσχέδιο και τη διάταξη του άρθρου 4 παρ.2 (η), η παράβαση της αρχή της ισότητας είναι προφανής, με την αδικαιολόγητη διαφορετική μεταχείριση, και δη εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής του νόμου, εκείνων των ακινήτων που έχουν περιέλθει στην κυριότητα της ΕΤΑΔ Α.Ε.. Ειδικότερα: Σύμφωνα με το άρθρο 1 του νομοσχεδίου, ως σκοπός του νόμου τίθεται η οριστική διευθέτηση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου, η αποκατάσταση των προσώπων που διατηρούν στα ακίνητα αυτά την κατοικία τους ή τον τόπο άσκησης της οικονομικής τους δραστηριότητας, και δι’ αυτών η αξιοποίηση της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου. Κατά τούτο, στο πεδίο εφαρμογής του νόμου έπρεπε να ενταχθούν όλα τα ακίνητα που εντάσσονται στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου, ούτως ώστε να αντιμετωπιστεί το ζήτημα των «κατεχόμενων» ακινήτων του Δημοσίου κατά τρόπο ενιαίο και ομοιόμορφο και ως εκ τούτου αποτελεσματικό και οριστικό για το σύνολο των ακινήτων και των Ελλήνων πολιτών. Στο άρθρο 4 του νομοσχεδίου, όμως, εισάγονται εξαιρέσεις ακινήτων από το πεδίο εφαρμογής του νόμου, οι οποίες, προκειμένου να είναι συμβατές με τη συνταγματική αρχή της ισότητας θα έπρεπε να δικαιολογούνται, δηλαδή θα έπρεπε να δικαιολογείται σε τι συνίσταται η κρίσιμη ειδοποιός διαφορά των αναφερόμενων κατηγοριών ακινήτων και όσων πολιτών τα κατέχουν σε σχέση με τα λοιπά ακίνητα της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου, και για ποιους λόγους κρίθηκε σκόπιμο και αναγκαίο να εξαιρεθούν οι συγκεκριμένης κατηγορίες ακινήτων. Τούτο πολύ περισσότερο στην προκειμένη περίπτωση που στο άρθρο 1 του ίδιου νομοσχεδίου αναφέρεται ότι η επίλυση του ζητήματος των κατεχόμενων ακινήτων είναι ζήτημα δημοσίου συμφέροντος, και άρα η όποια εξαίρεση θα έπρεπε να δικαιολογείται ειδικώς, και δη με αναφορά σε (αντιτιθέμενο) λόγο δημοσίου συμφέροντος. Κατά πρόδηλη παράβαση των ανωτέρω, με την περ. η΄ της παρ. 2 του εν θέματι άρθρου εισάγεται εξαίρεση για τα ακίνητα που έχουν περιέλθει στην κυριότητα της Εταιρείας Ακινήτων Δημοσίου (ΕΤ.Α.Δ. Α.Ε.), η οποία δεν αιτιολογείται στο κείμενο της ανάλυσης συνεπειών ρύθμισης ούτε πουθενά αλλού ούτε άλλωστε και θα μπορούσε να δικαιολογηθεί. Τούτο διότι τα ακίνητα που περιήλθαν στην κυριότητα της ΕΤΑΔ Α.Ε. δεν παρουσιάζουν καμία απολύτως ουσιαστική διαφοροποίηση σε σχέση με τα λοιπά ακίνητα του Δημοσίου, το γεγονός δε της περιέλευσης τους στην ΕΤΑΔ Α.Ε. είναι τυχαίο και καθαρά διαδικαστικό, δεν έγινε με βάση ουσιαστικά κριτήρια και ουδόλως σχετίζεται με το εν προκειμένω κρίσιμο ζήτημα της μακροχρόνιας κατοχής ακινήτων που ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου από πολίτες και της ανάγκης προστασίας τους. Έτσι, σε αντίθεση λ.χ. με τις περιπτώσεις (β), (γ) ή (δ) για τις οποίες η εξαίρεση φαίνεται να βασίζεται σε ουσιαστικά κριτήρια και λόγους δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογούν τη διαφοροποίηση (προστασία του περιβάλλοντος, των αιγιαλών, των δασών), ουδόλως συμβαίνει το ίδιο με την εξαίρεση (η). Εμείς που κατέχουμε, διαβιούμε και ασκούμε δραστηριότητες σε ακίνητα που υπήχθησαν στην κυριότητα της ΕΤΑΔ Α.Ε. αποκλειόμαστε αδικαιολόγητα από τις ευεργετικές διατάξεις του προτεινόμενου νομοσχεδίου, για τον τυχαίο και συμπτωματικό λόγο ότι τα ακίνητα που κατέχουμε περιήλθαν στην κυριότητα της εταιρίας διαχείρισης της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου, χωρίς να υπάρχει καμία ουσιαστική διαφοροποίηση που να δικαιολογεί τη δυσμενή άνιση μεταχείρισή μας, και άρα υφίσταται κατάφωρη παράβαση της αρχής της ισότητας, εφόσον πολίτες που τελούμε σε απολύτως όμοια κατάσταση (επί μακρόν κάτοχοι ακινήτων ιδιοκτησίας Δημοσίου) υφιστάμεθα αδικαιολόγητα και υπέρμετρα (πλήρης εξαίρεση από την εφαρμογή του νόμου) διαφορετική μεταχείριση, χωρίς να συντρέχει λόγος που να τη δικαιολογεί. Η εξαίρεση πολιτών από μια νόμιμη διαδικασία διευθέτησης του ζητήματος της κατοχής ακινήτων του Δημοσίου από ιδιώτες, την οποία ανέμεναν από τον νομοθέτη επί δεκαετίες, για τον λόγο ότι έτυχε το ακίνητό τους να υπεισέλθει προσφάτως στην κυριότητα της ΕΤΑΔ Α.Ε. δεν δικαιολογείται με κανέναν τρόπο και προσβάλλει κατάφωρα τη συνταγματική αρχή της ισότητας. Πέραν δε τούτου βαίνει σε βάρος και του δημοσίου συμφέροντος, που επιτάσσει την ομοιόμορφη και οριστική επίλυση του προβλήματος της κατοχής ακινήτων του Δημοσίου από ιδιώτες, που σε καμία περίπτωση δεν επιτυγχάνεται με την αδικαιολόγητη εξαίρεση μιας σημαντικής κατηγορίας ακινήτων. Εν όψει των ανωτέρω, η εξαίρεση των ακινήτων της περίπτωσης (η) πρέπει να απαλειφθεί ως προδήλως αντιβαίνουσα στη συνταγματική αρχή της ισότητας, προκειμένου να μην απαιτηθεί να αχθεί το ζήτημα ενώπιον των αρμόδιων Δικαστηρίων, που προφανώς θα διαγνώσουν την πρόδηλη αντισυνταγματικότητα της εξαίρεσης.