Αρχική Ενίσχυση του εισοδήματος των μισθωτών, των νέων και της οικογένειαςΆρθρο 35 – Μισθολογική κατάταξηΣχόλιο του χρήστη ΜΑΡΙΑ ΜΑΓΓΙΡΙΔΟΥ | 14 Ιουλίου 2023, 00:36
Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Η αμοιβή των εμμίσθων δικηγόρων καθορίζεται από το άρθρο 44 του ν. 4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων) σε συνδυασμό με τις ισχύουσες μέχρι σήμερα διατάξεις του ν. 4354/2015 για τους έμμισθους δικηγόρους, που υπηρετούν στους φορείς, που υπάγονται σε αυτόν. Ειδικότερα, στη διάταξη του άρθρου 9 παρ.10 του ν. 4354/2015 προβλέπεται ότι: «10. Οι δικηγόροι που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής στους φορείς που υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος, κατατάσσονται ως εξής α. Οι δικηγόροι στο Πρωτοδικείο στο Μ.Κ. 3 της Π.Ε. κατηγορίας β. οι δικηγόροι στο Εφετείο στο Μ.Κ. 10 της Π.Ε. κατηγορίας και γ. οι δικηγόροι στον Άρειο Πάγο στο Μ.Κ. 15 της Π.Ε. κατηγορίας. Για τους ανωτέρω δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 11.». Περαιτέρω, στη διάταξη της παρ. 3 του άνω άρθρου προβλέπεται ότι : «3. α. Κάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών ετήσιας τουλάχιστον φοίτησης, για τίτλους που έχουν χορηγηθεί μετά τη λήψη του πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, προωθούνται κατά δύο (2) Μ.Κ. στην κατηγορία που ανήκουν, ενώ οι κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος κατά έξι (6) Μ.Κ. β. Η κατάταξη στα Μ.Κ. της προηγούμενης περίπτωσης πραγματοποιείται μόνο όταν το περιεχόμενο των μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών είναι συναφές με το αντικείμενο απασχόλησης του υπαλλήλου, όπως προκύπτει από την προκήρυξη της θέσεως κατά την πλήρωση ή την περιγραφή της θέσης εργασίας από τον οργανισμό της Υπηρεσίας. Για τη συνδρομή ή όχι της προϋπόθεσης αυτής αποφαίνεται το αρμόδιο, για την αναγνώριση των τίτλων αυτών, όργανο. Επί της απόφασης αυτής δύναται να ασκηθεί ένσταση η οποία εξετάζεται από ειδική επιτροπή του Α.Σ.Ε.Π., η οποία συστήνεται με απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Διοικητικής Ανασυγκρότησης. Η νέα κατάταξη και τα οικονομικά αποτελέσματα αυτής ισχύουν από την ημερομηνία υποβολής της σχετικής αίτησης και όλων των απαραίτητων δικαιολογητικών.». Η Διεύθυνση Εισοδηματικής Πολιτικής (Τμήμα Γ’- Εφαρμογής ενιαίου μισθολογίου) του Υπουργείου Οικονομικών, εσφαλμένα θεωρούσε και θεωρεί, ότι ο δικηγόρος κατατάσσεται σε συγκεκριμένο μισθολογικό κλιμάκιο και παραμένει καθηλωμένος σε αυτό καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του, μη έχοντας καμία δυνατότητα άλλης μισθολογικής κατάταξης, ακόμη και στην περίπτωση κατοχής μεταπτυχιακών ή διδακτορικών τίτλων σπουδών. Πρόσφατα η υπ'αριθμ. 945/2023 αμετάκλητη απόφαση του Αρείου Πάγου έκρινε ότι, των Μ.Κ. λόγω κατοχής μεταπτυχιακού ή διδακτορικού τίτλου σπουδών δικαιούνται και οι έμμισθοι δικηγόροι. Συνεπώς, θα πρέπει να υπάρχει ρητή σχετική διάταξη επί σκοπώ συμμορφώσεως του νόμου με τα κριθέντα. Το ίδιο ισχύει και για την την μισθολογική τους εξέλιξη, κατ’άρθρ. 11, από την οποία ρητώς εξαιρούνται σύμφωνα με την παρ. 10 του άρθρου 9 του ίδιου νόμου. Δεν μπορεί ένας νεοπροσληφθείς έμμισθος δικηγορος παρ'Αρείω Πάγω επί παραδείγματι, να λαμβάνει τις ίδιες αποδοχές με κάποιον, που υπηρετεί στον ίδιο φορέα περισσότερα έτη. Η τυχόν αντίθετη άποψη παραβιάζει τις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές της ισότητας και αξιοκρατίας, κατά το μέρος, που αντιμετωπίζει με όμοιο τρόπο ανόμοιες καταστάσεις (έμμισθους δικηγόρους κατέχοντες και μη κατέχοντες τίτλο μεταπτυχιακών ή διδακτορικών σπουδών ή/και νεοπροσληφθέντες και παλαιότερους) και μεταχειρίζεται ενιαία πρόσωπα, που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες και τυπικά προσόντα. Παραβιάζει επίσης και τις γενικές αρχές, που εισάγει ο Κώδικας περί Δικηγόρων, σύμφωνα με τις οποίες ο δικηγόρος όχι μόνο δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται δυσμενέστερα από τους υπαλλήλους αναλόγων προσόντων, αλλά, αντίθετα, θα πρέπει να έχει την απαιτούμενη αυξημένη μισθολογική κατάταξη, με βάση τα προσόντα του, στα πλαίσια της αναγνώρισης και της διαφύλαξης του κύρους και της ανεξαρτησίας του. Περαιτέρω, δεν υφίσταται σοβαρός λόγος δημοσίου συμφέροντος, που να καθιστά συνταγματικά ανεκτή την εξαίρεση των δικηγόρων, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι, ο αριθμός των δικηγόρων, που υπηρετούν στους φορείς, που υπάγονται στις διατάξεις του νόμου είναι ελάχιστος, ιδίως σε σύγκριση με τον αριθμό των υπηρετούντων υπαλλήλων. Κατόπιν αυτών, θα πρέπει να υπάρχει σαφής ρύθμιση για την εφαρμογή των Μ.Κ. (λόγω κατοχής μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών ή διδακτορικού και λόγω χρόνου υπηρεσίας) και στους εμμίσθους δικηγόρους, ώστε να μην αναγκαζόμαστε να προσφεύγουμε στη δικαιοσύνη ασκώντας προδήλως νόμιμες αγωγές επιβαρύνοντας τόσο τα Δικαστήρια, όσο και τους φορείς μας με την καταβολή τόκων κι εξόδων.