Αρχική ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣΜΕΡΟΣ Α΄ ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ Άρθρο 1 ΣκοπόςΣχόλιο του χρήστη Ilias Christos Skandalidis | 14 Νοεμβρίου 2023, 16:44
Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Το οικονομικό μοντέλο, που εφαρμόζεται εδώ και πολλά έτη, στηρίζεται στην κατανάλωση και πολλές φορές αντιλαμβανόμαστε ότι δαπανάμε περισσότερα προς αυτήν την κατεύθυνση απ’ ό,τι μπορούμε να υποστηρίξουμε. Γνωρίζουμε ότι η μη έκδοση αποδείξεων αποτελεί ένα αυξημένο φαινόμενο που οδηγεί στην φοροαποφυγή και μεγεθύνει την παραοικονομία. Από την άλλη μεριά, διαβάζουμε ότι το ασφαλιστικό μας σύστημα δέχεται μια πίεση, συνάρτηση πολλών παραγόντων, όπως του δημογραφικού, της ανασφάλιστης εργασίας και άλλων παραγόντων, που για την ομαλή του λειτουργία πρέπει να μελετήσουμε ένα νέο μοντέλο για την επιβίωσή του. Στην οικονομική θεωρία αρχίζουμε την μελέτη της από τις αρχές που έχουν διατυπωθεί. Μια αρχή ορίζει ότι «η λήψη αποφάσεων των ανθρώπων περιλαμβάνει αμοιβαίες αντισταθμίσεις» και στην επιλογή μεταξύ δύο πραγμάτων. Άλλη αρχή αναφέρει ότι «οι άνθρωποι ανταποκρίνονται σε κίνητρα», που παίζει και πάλι καθοριστικό παράγοντα στη λήψη αποφάσεων. Το ερώτημα, λοιπόν, που γεννιέται στη σκέψη μου είναι αν μπορούμε να συνδυάσουμε την αυξημένη κατανάλωση που παρατηρείται στην οικονομία μας με την επιβίωση του ασφαλιστικού μας συστήματος και την καταπολέμηση της παραοικονομίας. Δηλαδή, αν μπορούμε να δημιουργήσουμε μια νέα συσχέτιση και αλληλεπίδραση αυτών των τριών μεταβλητών (κατανάλωσης, ασφάλισης και έκδοσης αποδείξεων) πέραν των γνωστών και συνηθισμένων μεταβλητών, ώστε μακροπρόθεσμα να κερδίσουμε τόσο προσωπικά αλλά και προς το κοινό συμφέρον μας. Μια σκέψη λοιπόν που μπορούμε να επεξεργαστούμε είναι αυτή της θεσμοθέτησης πληρωμών εισφορών μέσω ενός εισπρακτικού συστήματος επί του ποσού της κατανάλωσης κατά την έκδοση παραστατικού, όπως λειτουργεί το καθεστώς Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.). Δηλαδή, να αντικαταστήσουμε ένα μέρος του γενικού φόρου κατανάλωσης με μια ασφαλιστική εισφορά επί της κατανάλωσης και ένα άλλο μέρος ως προκαταβολή φόρου εισοδήματος. Στη χώρα μας εδώ και πολλά έτη ένα παρόμοιο σύστημα παρακράτησης (προκαταβολής) εισφορών λειτουργεί στον επαγγελματικό κλάδο των δικηγόρων. Αν και τα τελευταία έτη έγιναν αρκετές αλλαγές, συνεχίζει να ισχύει και να εφαρμόζεται σύμφωνα με τον Κώδικα περί Δικηγόρων και με οικονομικές εγκυκλίους μέσω του θεσμού έκδοσης γραμματίων προείσπραξης πριν την διενέργεια δικονομικών πράξεων, που υπολογίζεται σε μια καθορισμένη ελάχιστη αμοιβή. Τα αποτελέσματα είναι ότι οι Δικηγορικοί Σύλλογοι, το Υπουργείο Οικονομικών και τα Ασφαλιστικά Ταμεία εισπράττουν προκαταβολικά μέρος των υποχρεώσεων των δικηγόρων και εκκαθαρίζουν τους προσωπικούς λογαριασμούς των δικηγόρων σε μηνιαία βάση, καθώς και ότι στο τέλος κάθε μήνα οι δικηγόροι υποχρεούνται να πληρώσουν την ασφαλιστική διαφορά της μηνιαίας υποχρέωσης τους, διότι την πλήρωναν τμηματικά κατά την διάρκεια του μήνα εάν και εφόσον εξέδιδαν γραμμάτια, και το αντίστοιχο συμβαίνει με τον φόρο που προκαταβάλλεται. Αν, λοιπόν, μέσω της κατανάλωσης μπορούμε να εφαρμόσουμε ένα μικρότερο ποσοστό Φ.Π.Α., π.χ. από 24% σε 22%, σύμφωνα με τα σημερινά ελληνικά δεδομένα και θεσπίζοντας το υπόλοιπο 2% επί της τελικής αξίας αγοράς να πηγαίνει υποχρεωτικά στο προσωπικό μας ασφαλιστικό λογαριασμό, μήπως αυτό εξυπηρετεί μια μετάβαση σε ένα νέο ασφαλιστικό σύστημα; Ακολουθώντας, λοιπόν, την αρχή των κινήτρων, προσεγγίζουμε την είσπραξη του 2% επί της τελικής αξίας αγοράς ως το ποσό που κατευθύνεται στον προσωπικό ασφαλιστικό λογαριασμό του λήπτη των εκδιδόμενων παραστατικών και η εκκαθάριση, τμηματική ή μη, ολοκληρώνεται με την υποβολή της ετήσιας φορολογικής δήλωσης. Μια δεύτερη σκέψη που μπορούμε να επεξεργαστούμε χρησιμοποιώντας την διαδικασία του καθεστώτος Φ.Π.Α αλλά δεσμεύοντας ένα επιπλέον ποσοστό π.χ. 2% από τον συνολικό ποσοστό των 24% και επιστρέφοντας το στον αγοραστή με την εκκαθάριση της φορολογικής του δήλωσης, μπορεί να λειτουργήσει ως κίνητρο ώστε να απαιτεί ο κάθε φορολογούμενος από όλους τους προμηθευτές του, την έκδοση αποδείξεων αφότου η πληρωμή έχει γίνει με την χρήση τραπεζικής κάρτας το ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Κάποια από τα πλεονεκτήματα που μπορούμε να αναφέρουμε είναι τα ακόλουθα: α) προπληρώνουμε τμηματικά την μηνιαία μας υποχρέωση ή/και αποταμιεύουμε το επιπλέον για την ασφάλιση μας ποσό με κάθε μικρή ή μεγάλη αγορά μας, β) προκαταβάλουμε μέρος τους φόρους εισοδήματος από την ετήσια φορολογική μας δήλωση με σκοπό είτε να μειώσουμε τον ετήσιο φόρο που αντιστοιχεί στα ετήσια εισοδήματα μας είτε να μας επιστραφεί στο τέλος της εκκαθάρισης, γ) απαιτούμε ως καταναλωτές την έκδοση παραστατικού, για κάθε συναλλαγή που πραγματοποιούμε, δ) δηλώνουμε τα πραγματικά μας έσοδα αλλά και έξοδα στην ετήσια φορολογική μας δήλωση για να αποκομίσουμε οφέλη τόσο στην ασφαλιστική μας κάλυψη όσο και με την μείωση του φόρου εισοδήματος μέσω της προκαταβολής φόρου που θα επιτευχθεί από την έκδοση κάθε μιας απόδειξης και καταπολεμώντας την φοροδιαφυγή, ε) μελλοντικά, ελαφρύνουμε την μισθολογική ασφαλιστική κάλυψη, μισθωτών και μη, αυξάνοντας την αγοραστική τους δύναμη, στ) με τα χρήματα που συγκεντρώνουμε από αγοραστές/ καταναλωτές του εξωτερικού (π.χ. τουρίστες εντός και εκτός Ε.Ε.) που δεν διαθέτουν Α.Φ.Μ. και Α.Μ.Κ.Α., συγκεντρώνουμε χρήματα για μια αξιοπρεπέστερη κοινωνική, προνοιακή και αναδιανεμητική πολιτική ζ) αυξάνουμε την πραγματική οικονομία εις βάρος της παραοικονομίας εμφανίζοντας την αύξηση αυτή και στο Α.Ε.Π.