• Σχόλιο του χρήστη 'Ένωση Άμισθων Αυτοαπασχολούμενων Δικηγόρων Ελλάδας (ΑΔΕ)' | 19 Νοεμβρίου 2023, 15:11

    Η ΈΝΩΣΗ ΑΜΙΣΘΩΝ ΑΥΤΟΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ (ΑΔΕ) ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ ΣΤΙΣ ΟΡΘΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΙΔΙΚΕΥΜΕΝΟΥ ΣΤΟ ΦΟΡ. ΔΙΚΑΙΟ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ Δ. Ν. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΑΤΣΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΠ. ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Δ. Ν. ΚΑΙ ΔΑΣΚΑΛΟΥ ΤΩΝ ΦΟΡΟΤΕΧΝΙΚΩΝ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΟΥ ΈΧΟΥΝ ΩΣ ΕΞΗΣ : 1) Γ. Μάτσος: Το νομοσχέδιο - Δεν πατάσσει τη φοροδιαφυγή, δεν έχει σχέση με τη φοροδιαφυγή. Απλώς φορολογεί τεκμαρτά όχι μόνον αδίκους, αλλά κυρίως δικαίους. Τους μεν πρώτους ίσως ούτε που τους «ακουμπάει», τους δε δεύτερους όμως τους εξοντώνει. - Οι «δίκαιοι» που πλήττονται είναι περισσότεροι. Παραγνωρίζονται οι πάρα πολλοί επαγγελματίες που εργάζονται part-time ή διατηρούν την έναρξη για συνταξιοδοτικούς λόγους ή/και για λόγους αυτοσεβασμού (αν θέλει λ. χ μία γυναίκα να μην τη συντηρεί ο άντρας της). - Ειπώθηκαν σημαντικά ψέματα μέχρι στιγμής ως δικαιολογίες, όπως ότι δήθεν «ισχύει και αλλού στην Ευρώπη» ή ότι είναι δήθεν «μαχητό τεκμήριο». - Στοχοποιούνται αποκλειστικά οι επαγγελματίες, ενώ υπάρχει φοροδιαφυγή παντού. Από δημ. υπαλλήλους (πχ ιδιαίτερα καθηγητών) μέχρι σερβιτόρους, ντελιβεράδες (φιλοδωρήματα) και επιδοματούχους «μακροχρόνια ανέργους». - Η μικρο-φοροδιαφυγή των επαγγελματιών ήδη αντιμετωπίζεται τεκμαρτά με τα (πολιτικώς ανεκτά) τέλος επιτηδεύματος και κατάργηση του αφορολογήτου. Μια τρίτη, πολύ υψηλότερη τεκμαρτή επιβάρυνση δεν είναι ανεκτή πολιτικο-κοινωνικά, αλλά εντέλει ούτε φορολογικά-οικονομικά. - Η φοροδιαφυγή θα αυξηθεί αντί να μειωθεί λόγω: • Κλεισίματος βιβλίων πολλών επαγγελματιών και ένταξης στην παραοικονομία. • Τιμωρίας όσων δηλώνουν περισσότερα (>Μ.Ο. του ΚΑΔ κατά 0,1%, 50% ή 100% αντίστοιχα) με 35%, 70% ή 100% προσαύξηση. Τιμωρείται δηλαδή ο έντιμος! • Σοβαρού πλήγματος στην κουλτούρα ζήτησης και έκδοσης τιμολογίων: Ο επαγγελματίας θα πληρώνει «μαύρες» τις δαπάνες του παίρνοντας έκπτωση, για να αυξήσει το δηλούμενο καθαρό του εισόδημα. • Φυσικής προσαρμογής της αγοράς στο νέο νομοσχέδιο. Το ελάχιστο εισόδημα θα γίνει και μέγιστο! - Οι επικοινωνιακές σοφιστείες του τύπου «αποκλείεται να μην βγάζεις τόσα» ή «κοίτα, αντιδρούν οι φοροφυγάδες», καταφέρνουν μόνο να αυξάνουν τον κοινωνικό αυτοματισμό. - Διάχυτη είναι η αίσθηση ότι η κυβέρνηση προσπαθεί δια του νομοσχεδίου να κλείσει τους μικρούς επαγγελματίες, υλοποιώντας την έκθεση Πισσαρίδη. Αν δεν ισχύει, κρίμα για την κυβέρνηση, αν ισχύει, είναι ο χειρότερος τρόπος. - Τρομοκρατούνται φορολογικώς οι φύσει ανασφαλείς νέοι επαγγελματίες, που ήδη προβαίνουν μαζικά σε διακοπές επιτηδεύματος και εξωθούνται στη μετανάστευση. Τι απέγινε το "brain gain"; - Το νομοσχέδιο είναι τόσο εξωφρενικό, που μπορεί να προκαλέσει μέχρι και ψυχικά προβλήματα σε όσους (πολλούς) επαγγελματίες π.χ. πάσχουν από σύνδρομο burn-out και πρέπει να είναι πιο χαλαροί, αντί να πιέζονται και φορολογικά. - Εντέλει το νομοσχέδιο πλήττει τη δυνατότητα των ανθρώπων να οργανώσουν τη ζωή τους όπως τη θέλουν και να δουλεύουν όσο θέλουν, αν θέλουν. Γίνεσαι «ελεύθερος» επαγγελματίας για να είσαι ελεύθερος, όχι για να σου λέει ο εκάστοτε υπουργός πόσα «πρέπει» να βγάζεις. 2) Δ. Σταματόπουλος: -‌Οι ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι, με το σύστημα που έχει εξαγγελθεί, θα λογίζεται ότι έχουν πάντοτε κέρδη και σε κανέναν δεν θα γίνονται δεκτές ζημιές, δηλαδή όλοι και μέχρι την τελευταία μέρα που θα διακόψουν τη δραστηριότητά τους αναμένεται ότι θα έχουν πελάτες, θα έχουν έσοδα και θα φορολογούνται σε ένα ελάχιστο ορισμένο εισόδημα των 10.920 ευρώ το χρόνο, το οποίο θα αυξάνεται ανάλογα με τα έτη, τη συνολική μισθοδοσία, τον μεγαλύτερο καταβαλλόμενο μισθό σε υπάλληλο και τους παράγοντες που ανακοινώθηκαν. ‌-Καταργείται στην ουσία ο λογιστικός προσδιορισμός και η βασική παραδοχή που εφαρμόζεται στη χώρα μας από το 2010 ότι όλες οι επιχειρήσεις και οι ελεύθεροι επαγγελματίες φορολογούνται έσοδα μείον έξοδα και αυτή η μεταβολή θα δημιουργήσει τελικώς πολλά θέματα και θα οδηγήσει σε αύξηση της φοροδιαφυγής (την οποία η συγκεκριμένη πρόταση «πιστεύει» ότι θα περιορίσει). -‌Καταργώντας το λογιστικό προσδιορισμό, καταργείται η αρχή ότι στη φορολογία πρέπει να λειτουργεί ο νόμος των συγκρουόμενων συμφερόντων, δηλαδή ό,τι είναι έξοδο για τον έναν, για κάποιον άλλο πρέπει να είναι έσοδο και το αντίθετο. Έτσι πολλοί επιτηδευματίες πλέον δεν θα έχουν κίνητρο να λάβουν τιμολόγια στα έξοδά τους ή θα συμφωνούν να τα μειώσουν τεχνικά τα έξοδά τους ή στα ενοίκια, αφού θα υπάρχει ταύτιση συμφερόντων μεταξύ των αντισυμβαλλομένων. Ακόμα δημιουργείται ταύτιση συμφερόντων μεταξύ του ιδιοκτήτη της ατομικής επιχείρησης και των υπαλλήλων του για απόκρυψη – μείωση μισθοδοσίας στο κοινό σημείο συμφέροντος. -‌Επανερχόμαστε σε μοντέλα τεκμαρτής φορολογίας που έχουν καταργηθεί προ πολλού, γιατί αποδείχθηκε, ότι όχι μόνο δεν απέδιδαν, αλλά εν τέλει και συνολικά βοηθούσαν τους φοροδιαφεύγοντες. Π.χ. Δεν λάμβαναν οι τεκμαρτά φορολογούμενοι στοιχεία εξόδων. Ακόμα πολλοί για να φτάσουν στο τεκμαρτό εισόδημα εξέδιδαν («και οι απέναντι αγόραζαν») εικονικά τιμολόγια, ή όταν δεν μετρούσαν οι πωλήσεις και θυμίζω ειδικά τα τότε βιβλία αγορών και τα βενζινάδικα κ.λπ. -‌Με τη μέθοδο που προτείνεται διακόπτεται μια πορεία εξυγίανσης των φορολογικών εσόδων του κράτους που βελτιωνόταν κάθε χρόνο μέσω του λογιστικού προσδιορισμού και πολλοί που θα καταλαμβάνονται από το τεκμαρτό σύστημα θα το αντιλαμβάνονται και ως σύστημα κλεισίματος και μη ελέγχου και θα σταματήσουν να ζητούν τιμολόγια και αποδείξεις δαπανών για να δικαιολογήσουν τα έξοδα τους, γιατί δεν θα τους είναι πλέον απαραίτητα. Ακόμα όλα αυτά θα συμβούν την ώρα που τόσο πολύ βελτιώνεται το ηλεκτρονικό περιβάλλον και οι αντίστοιχες διασταυρώσεις. ‌-Επίσης με την προτεινόμενη μέθοδο ελάχιστης φορολόγησης των αυτοαπασχολουμένων στο μέλλον θα οδηγήσει άλλους επιτηδευματίες που δήλωναν ανώτερα ποσά σήμερα να περιορίσουν τα αποτελέσματά τους στο βασικό ελάχιστο σενάριο. ‌-Δυστυχώς μέθοδοι περί τεκμαρτής φορολογίας, είτε με σταθερά ποσά, είτε με ισοπεδωτικούς υπολογισμούς, είτε με βιβλία αγορών, είτε με χρήση μοναδικών συντελεστών καθαρού κέρδους, είχαν οδηγήσει σε λάθος κατευθύνσεις και αυτά όλα διορθώθηκαν με την καθιέρωση του λογιστικού προσδιορισμού σε όλους, με την καθιέρωση ελέγχου μέσω δείγματος με ανάλυση κινδύνου (risk analysis) και με την κατάργηση όλων «των αυτόματων κλεισιμάτων» που ισοδυναμούσαν με ευλογία στους φοροδιαφεύγοντες. -Για όλους αυτούς τους λόγους, συν το ηλεκτρονικό χρήμα και τις πολλές δυνατότητες στο ηλεκτρονικό περιβάλλον υποβολής όλων των δηλώσεων και του πλήθους των διασταυρώσεων που άρχισε το 2010 και διαρκώς βελτιώνεται, βλέπουμε την θεαματική απόδοση των έμμεσων φόρων. ‌-Σημειώνουμε κάτι που είναι φανερό σε όλους τους ειδικούς ότι το νέο σύστημα δεν προσομοιάζει απλά, αλλά είναι ένα είδος ΤΕΛΟΥΣ ΕΠΙΤΗΔΕΥΜΑΤΟΣ και βεβαίως αυστηρότερο για όλους. ‌Βεβαίως υπάρχει φοροδιαφυγή στους αυτοαπασχολούμενους, αλλά όχι σε όλους τους κλάδους, όχι σε όλα τα επαγγέλματα, όχι με τον ίδιο τρόπο ή την ίδια μέθοδο. Το νέο σύστημα όμως δεν θα κριθεί ως θετικό και προς την ορθή κατεύθυνση, γιατί ΑΝΑΤΡΕΠΕΙ μια θετική πορεία των τελευταίων ετών ως προς τα έσοδα της χώρας, όσο και εάν φαίνεται εκ πρώτης όψεως παράξενο. Βεβαίως θα φέρει κάποιο πρόσκαιρο δημοσιονομικό αποτέλεσμα λόγω του αιφνιδιασμού περί του χρόνου έναρξης, αλλά η εισπραξιμότητα του και στον πρώτο χρόνο θα κινηθεί σε λιγότερο από 70% των μαθηματικών υπολογισμών του πρώτου έτους. Το προκύπτον ποσό που υπολογίζεται ότι θα εισπραχθεί παραπάνω θα μειωθεί περαιτέρω από τον μη υπολογισμό των φόρων που καταβάλλονταν λόγω τεκμηρίων, για παράδειγμα, αυτοαπασχολούμενος που δήλωσε 2.000 κέρδη αλλά λόγω τεκμηρίων δαπανών διαβίωσης φορολογήθηκε στις 9.000 ευρώ και ούτω καθεξής! ‌Στη συνέχεια και στα επόμενα έτη οι φορολογούμενοι θα αναπροσαρμόσουν την κατάστασή τους, θα μετακινηθούν σε άλλες θέσεις, δεδομένου όπως έχουμε γράψει, ότι «Ο φορολογούμενος και η φορολογούσα αρχή παίζουνε σκάκι». ‌Πολλοί μικροεπιτηδευματίες και επιτηδευματίες συμπληρωματικού εισοδήματος θα προτιμήσουν να διακόψουν την δραστηριότητά τους, είτε αληθινά οπότε θα αναζητήσουν μισθωτή εργασία ή θα προστεθούν στους ανέργους ή άλλοι θα διακόψουν ψευδώς, εργαζόμενοι απολύτως παράνομα ή άλλοι θα λειτουργήσουν ως εταιρείες και δυστυχώς στα μικρά χωριά από τις διακοπές εργασιών δεν θα υπάρχουν σε λίγα χρόνια καταστήματα εξυπηρέτησης των κατοίκων. ‌Στην ελληνική πραγματικότητα πρέπει να δεχτούμε ότι υπάρχουν πολλοί μικροεπιτηδευματίες που ασκούν επαγγέλματα για να συμπληρώνουν το οικογενειακό εισόδημα. Με αυτό εννοούμε, για παράδειγμα, αγρότες ή άλλους επαγγελματίες που παράλληλα στο χωριό τους ή στη συνοικία τους λειτουργούν το καφενείο ή ένα μικροπαντοπωλείο ή μια μικρή ταβέρνα ή ένα ψιλικατζίδικο. Ως άλλα παραδείγματα θα μπορούσαμε να αναφέρουμε έναν λογοτέχνη, μία επιμελήτρια ή μία μεταφράστρια ενός ή δύο βιβλίων στο έτος που «κυρίως είναι μητέρα ανηλίκων» και θέλει να συμπληρώσει το οικογενειακό εισόδημα και αυτό το μικρό εισόδημα που θα λάβει το οποίο βεβαίως δεν επιδιώκει και δεν ζει την οικογένεια γιατί υπάρχει και ο σύζυγος που εργάζεται και έχει τα δικά του εισοδήματα. Απλά συμπληρώνει το οικογενειακό εισόδημα, αλλά και απασχολείται ανάλογα με τα ενδιαφέροντα της. Δηλαδή, το βασικό επιχείρημα που χρησιμοποιείται για την ελάχιστη φορολογία ότι «δεν μπορεί να ζει ένας αυτοαπασχολούμενος με κάτω από 10.920 ευρώ», θα λέγαμε ότι ΔΕΝ βρίσκει έρεισμα σε όλη την ελληνική πραγματικότητα, γιατί πρέπει να βλέπουμε το άθροισμα ως οικογένεια, στο ανδρόγυνο εάν προτιμάτε, γι΄ αυτό και τα τεκμήρια δαπανών διαβίωσης λαμβάνουν ως βάση το οικογενειακό εισόδημα με πληθώρα όμως κριτηρίων. ‌Πολλά ακραία παραδείγματα θα μπορούσαμε να αναφέρουμε, που υπάρχουν στο σχέδιο του νομοθετήματος αυτού και θα αποδειχθούν στη διαδρομή του χρόνου, αλλά θα κλείσουμε με μια σημείωση: εφόσον το σύστημα εφαρμοστεί ως έχει στη βασική του λογική, θα πρέπει να ληφθεί τουλάχιστον πρόνοια για εκείνους που είναι κοντά στη σύνταξη και λειτουργούν μικροκαταστήματα στο τέλος της καριέρας τους χάριν της συνταξιοδότησης και ακόμα να ενταχθούν στις εξαιρέσεις πολλές ακραίες περιπτώσεις όπως μικροκαταστημάτων στα χωριά ή μικροεπιτηδευματιών που είναι φανερό ότι συμπληρώνουν το εισόδημα της οικογένειας. Η πρότασή μας αυτή δεν ανατρέπει βεβαίως τις βασικές ως άνω επισημάνσεις μας.​ ‌Για την αντιμετώπιση του φαινομένου της φοροδιαφυγής των ειδικών κλάδων που στοχεύει η Φορολογική Διοίκηση (και όχι σε όλους) θα έπρεπε να εξεταστεί ειδική μεταβολή του συστήματος δαπανών διαβίωσης και του επιπέδου ζωής, σε συνδυασμό με την υπάρχουσα περιουσία του καθενός και πιθανά στοιχεία και δεδομένα εκ του κλάδου τους. Ακόμα θα μπορούσε να σχεδιαστεί ένα μεγάλο δείγμα ελέγχου στοχευμένο σε αυτές τις ομάδες που η διοίκηση θεωρεί, αλλά και η κοινωνία γνωρίζει, ότι φοροδιαφεύγουν συστηματικά.