• Σχόλιο του χρήστη 'Αλέξης' | 20 Νοεμβρίου 2023, 15:50

    Υπάρχει φοροδιαφυγή; Ναι, υπάρχει, αλλά στις μικρές επιχειρήσεις είναι ως επί το πλείστον περιορισμένη και αποτελεί φοροδιαφυγή επιβίωσης και όχι φοροδιαφυγή πλουτισμού. Υπάρχει δηλαδή για να καλυφθούν οι ανάγκες που προκύπτουν κατά βάση από την ήδη άδικη και άνιση φορολογική μεταχείριση, π.χ. τέλος επιτηδεύματος 650 ευρώ ετησίως που αντιστοιχεί σε επιπλέον (και ανεξαρτήτως ύψους κερδών) φορολογητέο εισόδημα 6.000 ευρώ περίπου, μη ύπαρξη αφορολόγητου 9.000 ευρώ (που υπάρχει για όλους τους υπόλοιπους φορολογούμενους), κ.λπ.. Ευθύνη, βεβαίως, για την φοροδιαφυγή αυτή δεν έχει μόνο η επιχείρηση αλλά και ο συναλλασσόμενος, ο οποίος είτε αποδέχεται είτε προκαλεί τη μη έκδοση απόδειξης π.χ. για να αποφύγει να πληρώσει τον ΦΠΑ, οπότε ο μεν τελευταίος επωφελείται από την μη καταβολή του 24% του ΦΠΑ, η δε επιχείρηση από την μη φορολόγησή της για τη συναλλαγή αυτή (ποσοστό 9%, 22%, 28% ή όποιος κατά περίπτωση είναι ο συντελεστής φορολογίας του συγκεκριμένου επιτηδευματία). Έχει τον τρόπο το κράτος να ελέγξει τη φοροδιαφυγή; Ασφαλώς και έχει τα μέσα (υποχρεωτικές ηλεκτρονικές συναλλαγές, MyData και άλλα σύγχρονα μέσα) και μπορεί ευχερώς να το πράξει αντί να τσουβαλιάζει τους πάντες μέσω κεφαλικού φόρου, που μας επιστρέφει όχι σε προηγούμενες δεκαετίες αλλά σε προηγούμενους αιώνες. Μάλιστα, ανά επάγγελμα υπάρχουν και επιμέρους εργαλεία, στα οποία η φορολογική διοίκηση έχει πρόσβαση και μάλιστα με τρόπο αυτοματοποιημένο (π.χ. παραστάσεις δικηγόρων στα δικαστήρια, ηλεκτρονική συνταγογράφηση από τους γιατρούς κ.ά.). Υπάρχει ψήγμα “φορολογικής δικαιοσύνης” στα προωθούμενα μέτρα; Απολύτως κανένα και αυτό προκύπτει από τα παρακάτω ενδεικτικά παραδείγματα (χωρίς μάλιστα να λαμβάνεται υπόψη η παραπάνω υπό στοιχείο β’ προσαύξηση): 1) Έστω ότι έχουμε δύο εργαζόμενους, με επτά χρόνια απασχόλησης και με ένα ανήλικο τέκνο ο καθένας. Ο ένας είναι αυτοαπασχολούμενος (ας πούμε π.χ. έμπορος) και ο δεύτερος μισθωτός στον ιδιωτικό τομέα (π.χ. υπάλληλος σε εμπορικό κατάστημα). Και οι δύο δηλώνουν το ίδιο φορολογητέο εισόδημα από την απασχόλησή τους: Ο μισθωτός, αμειβόμενος με τον ελάχιστο μισθό, δηλώνει καθαρό ετήσιο εισόδημα 9.336 ευρώ (μικτό 10.920). Ο αυτοαπασχολούμενος (χωρίς να φοροδιαφεύγει στο παράδειγμα αυτό) δηλώνει καθαρά κέρδη από την επιχείρησή του 9.336 ευρώ (με ακαθάριστα έσοδα 21.000 ευρώ). Ο φόρος εισοδήματος που θα πληρώσουν (μαζί με το τέλος επιτηδεύματος): -Μισθωτός: 30,24 € -Αυτοαπασχολούμενος με το ισχύον σύστημα: 1.490,24 € -Αυτοαπασχολούμενος με το νέο σύστημα: από 1.789,90 € (αν τα ακαθάριστα έσοδά του δεν υπερβαίνουν τον μέσο όρο των ομοειδών επιχειρήσεων) έως 4.514,22 € (αν τα ακαθάριστα έσοδα υπερβαίνουν τον μέσο όρο των ομοειδών επιχειρήσεων), τα οποία θα ανεβαίνουν ανάλογα με τα χρόνια άσκησης του επαγγέλματος. Γίνεται αντιληπτό ότι για έναν φορολογικά συνεπή αυτοαπασχολούμενο, ένα σύστημα που είναι ήδη άδικο (αφού ήδη πληρώνει 1.460 ευρώ φόρο παραπάνω από τον μισθωτό) γίνεται πλέον εξοντωτικό! Φανταστείτε τώρα σε δύο οικογένειες, με δύο μισθωτούς η πρώτη και με δύο αυτοαπασχολούμενους η δεύτερη, πόσο μεγαλύτερη είναι ήδη η επιβάρυνση της δεύτερης και πόσο θα φτάσει με το νέο σύστημα: η μεν πρώτη οικογένεια θα πληρώσει φόρο 60,48 ευρώ, ενώ η δεύτερη από 3.579,80 έως 9.028,44 ευρώ! Αυτό βαφτίστηκε φορολογική δικαιοσύνη!!! 2) Έστω, τώρα, ότι στο παραπάνω παράδειγμα ο αυτοαπασχολούμενος φοροδιαφεύγει με αποτέλεσμα αντί για τα πραγματικά κέρδη των 9.336 ευρώ να δηλώνει στην εφορία μηδενικά κέρδη. Ο φόρος εισοδήματος που θα πληρώσουν (μαζί με το τέλος επιτηδεύματος): -Μισθωτός: 30,24 € -Αυτοαπασχολούμενος με το ισχύον σύστημα: 650 € (όσο δηλαδή το τέλος επιτηδεύματος) -Αυτοαπασχολούμενος με το νέο σύστημα: από 1.789,90 € (αν τα ακαθάριστα έσοδα δεν υπερβαίνουν τον μέσο όρο των ομοειδών επιχειρήσεων) έως 4.514,22 € (αν τα ακαθάριστα έσοδα υπερβαίνουν τον μέσο όρο των ομοειδών επιχειρήσεων)! Διαπιστώνουμε ότι ακόμα και ο “φοροφυγάς” του παραδείγματος, πληρώνει ήδη μέσω του τέλους επιτηδεύματος πολύ μεγαλύτερο (20πλάσιο) φόρο από τον μισθωτό, για ίδιο πραγματικό καθαρό εισόδημα (9.336 ευρώ, που ο μισθωτός το δηλώνει και ο αυτοαπασχολούμενος το αποκρύπτει). Σημειωτέον ότι στην πράξη είναι πολύ δύσκολο, ακόμα κι αν δηλώσει μηδενικά κέρδη, να πληρώσει μόνο τα 650 ευρώ κι αυτό γιατί υπάρχουν και τα τεκμήρια διαβίωσης, μέσω των οποίων προσδιορίζεται φορολογητέο εισόδημα που εύκολα ξεπερνάει τις 8.000 ευρώ (αρκεί μισό σπίτι και ένα αυτοκίνητο). Για να μην φορολογηθεί βάσει τεκμηρίων και να πληρώσει μόνο τα 650 ευρώ, θα πρέπει να κάνει ανάλωση κεφαλαίου παρελθόντων ετών που προϋποθέτει ότι σε προηγούμενες χρήσεις έχει δηλώσει σημαντικά κέρδη ή σημαντικά εισοδήματα από άλλες πηγές. 3) Ένας αυτοαπασχολούμενος (π.χ. ένας τυπογράφος) που ασκεί το επάγγελμά του 13 χρόνια, και μία εταιρεία που ασκεί ομοειδή δραστηριότητα (σε πόλη με πληθυσμό κάτω των 200.000 κατοίκων), αποφασίζουν να κάνουν μια επένδυση στη δουλειά τους (αγορά μηχανημάτων) για τον εκσυγχρονισμό του εξοπλισμού, ώστε η επιχείρηση να γίνει πιο αποδοτική και να παραμείνει ανταγωνιστική. Έστω ότι τα ακαθάριστα έσοδά τους είναι 30.000 ευρώ και τα καθαρά τους κέρδη, συνεπεία των αυξημένων -λόγω της επένδυσης- δαπανών, είναι μηδενικά για τη συγκεκριμένη χρήση. Ο φόρος που θα κληθούν να πληρώσουν (μαζί με το τέλος επιτηδεύματος) για τη χρήση αυτή στην οποία δεν υπήρξαν κέρδη: -Εταιρεία (είτε με το ισχύον, είτε με το νέο σύστημα): 800 € (όσο δηλαδή το τέλος επιτηδεύματος για ν.π.) -Αυτοαπασχολούμενος με το ισχύον σύστημα: 650 € (όσο δηλαδή το τέλος επιτηδεύματος για φ.π. και υπό τον όρο ότι δεν θα φορολογηθεί παραπάνω με βάση τεκμήρια διαβίωσης) -Αυτοαπασχολούμενος με το νέο σύστημα: από 2.294,40 € (αν τα ακαθάριστα έσοδα δεν υπερβαίνουν τον μέσο όρο των ομοειδών επιχειρήσεων) έως 5.926,83 € (αν τα ακαθάριστα έσοδα υπερβαίνουν τον μέσο όρο των ομοειδών επιχειρήσεων)! Αν στο παραπάνω παράδειγμα η απόσβεση της επένδυσης γίνει σε δύο χρήσεις ή μεταφερθούν ζημίες και στην επόμενη χρήση, με αποτέλεσμα να μην εμφανίζονται κέρδη σε δύο συνεχόμενες χρήσεις, τότε υπολογίστε τα διπλά. Για ποια ακριβώς φορολογική δικαιοσύνη μάς μιλάει, λοιπόν, ο κ. Χατζηδάκης, όταν ο αυτοαπασχολούμενος καλείται πλέον να πληρώσει πολλαπλάσιο φόρο από αυτόν που θα πληρώσει η εταιρεία; Πάμε παρακάτω. Η κυβέρνηση υπονοεί ότι τα καθαρά κέρδη του μέσου αυτοαπασχολούμενου είναι όχι απλώς ίσα, αλλά κατά πολύ μεγαλύτερα από αυτά του μισθωτού και άρα πολύ μεγαλύτερη και η φοροδοτική του ικανότητα. Η πραγματικότητα, όμως, έρχεται να την διαψεύσει. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΚΕΑΟ που δημοσιεύθηκαν στον τύπο (εφημερίδα “Ημερησία”, 01/06/2023), οι αυτοαπασχολούμενοι που οφείλουν ασφαλιστικές εισφορές ανέρχονται σε 800.000! Από αυτούς ένα ποσοστό εντάχτηκε σε ρύθμιση το 2022, πλην όμως, εκτιμάται ότι αυτοί που κινδυνεύουν να μείνουν χωρίς νοσοκομειακή περίθαλψη (επειδή δεν έχουν ασφαλιστική ενημερότητα) ανέρχονται σε 350.000! Ανάλογη φαντάζομαι πως είναι η εικόνα και των οφειλών προς την Εφορία. Δεν το λες ευημερία!!! Εκτός αν δεχθούμε ότι όλοι αυτοί είναι επαγγελματίες μπαταχτσήδες, που ενώ έχουν σημαντικά κέρδη, δεν πληρώνουν τις υποχρεώσεις τους στον ΕΦΚΑ και στο Δημόσιο. Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης προσθέτει και άλλο ένα επιχείρημα: Αν ο αυτοαπασχολούμενος βγάζει λιγότερα ή ίσα με τον μισθωτό, τότε θα την έκλεινε την επιχείρησή του και θα γινόταν μισθωτός. Κατ’ αρχάς ο συλλογισμός αυτός, πέρα από απλοϊκός (για λαϊκή κατανάλωση...), ενέχει παραδοχές που ουδόλως ισχύουν. Πρώτα απ’ όλα προϋποθέτει ότι το μόνο εισόδημα του αυτοαπασχολούμενου είναι από την άσκηση της συγκεκριμένης επιχειρηματικής του δραστηριότητας, παραβλέποντας ότι μπορεί να έχει εισοδήματα και από άλλες πηγές (π.χ. από μισθώματα ή από συμμετοχή σε εταιρεία) ή από αποταμιεύσεις κερδών προηγούμενων χρήσεων, τα οποία ουδόλως συνυπολογίζονται με τις προωθούμενες ρυθμίσεις, όπως άλλωστε δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε το οικογενειακό εισόδημα, που είναι αυτό που τελικά προσδιορίζει το “πώς τα βγάζει πέρα” ο εν λόγω φορολογούμενος. Δεύτερον, παραβλέπεται ότι μερική απασχόληση στην πράξη υπάρχει και στους αυτοαπασχολούμενους, για πολλούς λόγους (π.χ. γιατί μια μητέρα δεν έχει τον χρόνο για πλήρη απασχόληση λόγω της ανατροφής των παιδιών της, γιατί προετοιμάζεται για συμμετοχή σε εξετάσεις για το Δημόσιο αλλά παραμένει επαγγελματικά ενεργός, γιατί συνεισφέρει σε άλλη οικογενειακή επιχείρηση, γιατί του απομένουν λίγα χρόνια για να συνταξιοδοτηθεί και διατηρεί την επιχείρηση για λόγους ασφαλιστικής κάλυψης και θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος κ.ά.). Τρίτον, θεωρείται εσφαλμένα ως εξ ορισμού δεδομένο ότι πράγματι υπάρχει η δυνατότητα να γίνει μισθωτός στον κλάδο του με πλήρη απασχόληση (κάτι που προϋποθέτει ότι υπάρχει προσφορά θέσεων εργασίας στον τόπο που ζει και ότι έχει τα προσόντα να την διεκδικήσει) ή ότι μπορεί να αλλάξει επαγγελματικό προσανατολισμό. Τέταρτον, παραβλέπεται ότι η εμφάνιση μειωμένων κερδών ή ζημιών σε κάποιες χρήσεις είναι αυτονόητο επακόλουθο του ρίσκου του επιχειρηματία και μπορεί να σχετίζεται είτε με δικές του εσφαλμένες επιχειρηματικές αποφάσεις, είτε με αυξημένες δαπάνες που προκύπτουν από επενδύσεις, είτε από την οικονομική συγκυρία (κρίση λόγω πανδημίας κ.λπ.). Τι έρχεσαι να πεις ως κράτος σε αυτόν; Πλήρωσε φόρο για ανύπαρκτα κέρδη, κλείσε το μαγαζί σου γιατί έπεσες έξω και πήγαινε να δουλέψεις αλλού; Και επιπλέον, να τον τιμωρήσεις με επιπλέον φόρο επειδή απασχολούσε υπάλληλο κατά την χρήση στην οποία δεν έβγαλε τα ελάχιστα κέρδη που προσδιορίζεις; Πέμπτον, παραβλέπεται ότι υπάρχουν αυτοαπασχολούμενοι που εκτιμούν ότι αύριο τα πράγματα θα είναι καλύτερα και συνεχίζουν να προσπαθούν και να το “παλεύουν”. Θα πρέπει να δώσουν λογαριασμό στο κράτος γιατί κάνουν αυτή την επιλογή και γιατί σε κάποια φορολογική χρήση έβγαλαν τελικά ίσα ή λιγότερα από τον μισθωτό; Από πού μάς προέκυψε ξαφνικά αυτός ο πατερναλιστικός ρόλος του κράτους, κόντρα σε κάθε θεσμοθετημένη συνταγματική αρχή περί επαγγελματικής ελευθερίας; Εντέλει, αν το επίπεδο διαβίωσης του φορολογούμενου είναι ανώτερο από τα εμφανή εισοδήματά του, ο φορολογικός μηχανισμός του κράτους έχει τα μέσα να ελέγξει, να διασταυρώσει και να επιβάλει κυρώσεις. Φοβάμαι ότι ο ανωτέρω συλλογισμός της οικονομικού επιτελείου δεν συνιστά απλά επιχείρημα ή απλοϊκή απορία, αλλά στην πραγματικότητα την ίδια τη ΣΤΟΧΕΥΣΗ της κυβέρνησης, δηλαδή την αναγκαστική υπαλληλοποίηση των αυτοαπασχολουμένων, αφού είναι ξεκάθαρο ότι: α) οι προωθούμενες ρυθμίσεις επ’ ουδενί αποκαθιστούν “φορολογική δικαιοσύνη”, όπως είδαμε παραπάνω, αλλά αντιθέτως οξύνουν, αντί να αμβλύνουν, τις ήδη υπάρχουσες αδικίες του φορολογικού συστήματος, β) τα προσδοκώμενα δημοσιονομικά οφέλη ανέρχονται σε ποσό μόλις 600 εκατομμυρίων ευρώ περίπου (αναλογιστείτε ότι το Δημόσιο δαπανά ετησίως 579 εκατομμύρια ευρώ για την επιχορήγηση του Ταμείου Προσωπικού της ΔΕΗ), γ) με τις προωθούμενες ρυθμίσεις τα τεκμαρτά κέρδη των αυτοαπασχολούμενων θα προσαυξάνονται βάσει του κόστους μισθοδοσίας των εργαζομένων που απασχολούν, γεγονός που μετά βεβαιότητας θα οδηγήσει σε απολύσεις. Η πραγματική στόχευση δεν είναι, λοιπόν, η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, αλλά η συγκέντρωση της οικονομικής δραστηριότητας στα χέρια λίγων μεγάλων επιχειρήσεων, αντί του υφιστάμενου κατακερματισμού της σε εκατοντάδες χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις. Το ποσοστό αυτοαπασχολουμένων στην Ελλάδα υπερβαίνει, άλλωστε, τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ιδού, λοιπόν, ο τρόπος να μειωθεί. Θα σε εξοντώσω φορολογικά ώστε να γίνεις “σώνει και καλά” μισθωτός. Με αυτόν τον τρόπο βγαίνει ο αυτοαπασχολούμενος από τον ανταγωνισμό, υπέρ των μεγάλων επιχειρήσεων που θα πάρουν το μερίδιο που αυτός είχε στην αγορά...