Αρχική ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣΆρθρο 13 Ελάχιστο τεκμαιρόμενο κέρδος από την άσκηση ατομικής επιχειρηματικής δραστηριότητας – Προσθήκη άρθρου 28Α στον Κώδικα Φορολογίας ΕισοδήματοςΣχόλιο του χρήστη ΕΝΩΣΗ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΝΕΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΑΘΗΝΩΝ | 22 Νοεμβρίου 2023, 10:10
Οι παρακάτω θέσεις και παρατηρήσεις λήφθηκαν ομόφωνα κατά τη συνεδρίαση της 21ης Νοεμβρίου 20223 του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Ασκούμενων και Νέων Δικηγόρων Αθηνών: 1. Το νομοσχέδιο προωθεί την αντίληψη ότι συλλήβδην οι ελ. επαγγελματίες είναι φοροφυγάδες και επιβαρύνει με 600εκ. ευρώ τις μικρές επιχειρήσεις, χωρίς να έχει ουδεμία πρόβλεψη για τις μεγάλες επιχειρήσεις και εταιρίες. Ειδικά όσον αφορά τους δικηγόρους, επισημαίνουμε ότι είμαστε ο μοναδικός επαγγελματικός κλάδος που για κάθε δικηγορική πράξη προκαταβάλλουμε φόρους και ασφαλιστικές εισφορές. Ενδεικτικά, μονάχα το 2022 προκαταβάλλαμε σε φόρους και ασφαλιστικές εισφορές το ποσό 121.340.180,00 ευρώ. Είναι ακόμη χαρακτηριστικό ότι με βάση τα επίσημα στοιχεία του ΔΣΑ, 9.147 δικηγόροι στην Αθήνα - σχεδόν τα μισά μέλη του ΔΣΑ-, έχουν μεταφέρει την επαγγελματική τους έδρα στην κατοικία τους καθότι δεν μπορούν να συντηρήσουν το δικός τους δικηγορικό γραφείο. Παρ’ όλα αυτά, κατά το νομοσχέδιο και αυτοί οι συνάδελφοι θεωρούνται κατά τεκμήριο φοροφυγάδες. 2. Πιο συγκεκριμένα, τα άρθρα 13επ. καθιερώνουν έναν οριζόντιο τεκμαρτό τρόπο προσδιορισμού του καθαρού φορολογητέου επιχειρηματικού κέρδους των ελ. επαγγελματιών ανεξαρτήτως αν αυτοί δραστηριοποιούνται στην παραγωγική ή στην εμπορική δραστηριότητα ή στην παροχή υπηρεσιών. Παραδείγματος χάρη είναι αυτονόητο ότι δεν δραστηριοποιείται υπό τις ίδιες συνθήκες ένας έμπορος λιανικής πώλησης με έναν δικηγόρο, ούτε ένας δικηγόρος με έναν υδραυλικό, ούτε ένας υδραυλικός με έναν οικονομολόγο κλπ. Ακόμα, η οριζόντια εφαρμογή των μέτρων αδυνατεί να συλλάβει τοπικές ιδιαιτερότητες άσκησης εκάστου επαγγέλματος ανά περιοχή όπως ότι το περιθώριο κέρδους ενός δικηγορικού γραφείου στην Αθήνα είναι διαφορετικό με αυτό ενός δικηγορικού γραφείου στην περιφέρεια καθόσον η φύση των υποθέσεων και η πρόσβαση σε αυτές διαφέρουν ανά περιοχή ενώ διαφοροποιείται και λειτουργικό κόστος. 3. Η επιλογή του ετήσιου κατώτατου μισθού των άρθρων 134 π.δ. 80/2022 και 103 Κ.Φ.Ε. είναι μία άστοχη βάση υπολογισμού του ελάχιστου τεκμηρίου των ελ. επαγγελματιών. Η αιτιολογική σκέψη της εν λόγω διάταξης βασίζεται σε ένα επικοινωνιακό πολιτικό πυροτέχνημα που συνίσταται στο ότι δήθεν δεν δύναται ένας ελ. επαγγελματίας να βγάζει ετήσιο καθαρό κέρδος κατώτερο από το εισόδημα που αποκτά ένας ιδιωτικός υπάλληλος. Με το ως άνω σκεπτικό, το κράτος υπεκφεύγει της ευθύνης του να ανεύρει πραγματικά δεδομένα επί τη βάσει των οποίων θα ανακαλύψει πραγματική φορολογητέα ύλη και τα οποία δύναται να προσδιορίσει κατόπιν σχετικής διαβούλευσης με έκαστο επαγγελματικό κλάδο π.χ. να ορίσει επί τη βάσει στοιχείων κατώτατους συντελεστές μεικτού περιθωρίου κέρδους ανά εμπορικό κλάδο ή ειδικά στο κλάδο των δικηγόρων να αναπροσαρμόσει τα γραμμάτια προείσπραξης σε πραγματικές αμοιβές. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το γραμμάτιο προείσπραξης της δικηγορικής αμοιβής για την κατάθεση αγωγής από 800.000,00 ευρώ έως 1.500.000,00 ευρώ ανέρχεται μόλις στο μεικτό ποσό των 566,00 ευρώ προ Φ.Π.Α. Αντί λοιπόν να ανευρεθούν πραγματικά στοιχεία επιλέγεται μια επικοινωνιακά αυθαίρετη ταύτιση δύο εντελώς ανόμοιων οικονομικών δραστηριοτήτων κατά παραβίαση της αρχής της ισότητας όπως άλλωστε έχει κρίνει το Συμβούλιο της Επικρατείας για την υπαγωγή μισθωτών και ελευθέρων επαγγελματιών σε ενιαίους κανόνες ασφαλιστικών εισφορών (νόμος Κατρούγκαλου). Επομένως, με την ως άνω διάταξη δεν επιδιώκεται η πραγματική καταπολέμηση της φοροδιαφυγής αλλά η ενιαία επιβολή ενός επιπρόσθετου τέλους επιτηδεύματος σε όλους, ανεξαρτήτως αν αυτοί έχουν όντως αποκτήσει το ελάχιστο τεκμαρτό κέρδος ή όχι. 4. Επιπλέον, προβληματικό είναι και το γεγονός ότι ως βάση υπολογισμού τίθεται ο ετήσιος κατώτατος μεικτός μισθός των μισθωτών πλήρους απασχόλησης και όχι ο ετήσιος καθαρός μισθός ενώ ο προσδιορισμός αυτού γίνεται επί τη βάσει δεκατεσσάρων μισθών. Αν πράγματι λοιπόν, η διάταξη σκόπευε να ταυτίσει τα κατώτατα εισοδήματα ελ. επαγγελματιών και μισθωτών έπρεπε να λάβει υπόψη τον αριθμό των μισθωτών μερικής και πλήρους απασχόλησης, την ηλικία αυτών, την γεωγραφική κατανομή αυτών αλλά και τον ετήσιο κατώτατο καθαρό μισθό τους. Ωστόσο, κάτι τέτοιο είναι απολύτως αδύνατο, γεγονός που αποδεικνύει το εσφαλμένο της ταύτισης ελ. επαγγελματιών και μισθωτών. Σε κάθε περίπτωση, η θέσπιση τεκμαρτών μισθών -και μάλιστα Χ 14 – αναιρεί την ουσία των εννοιών του ελ. επαγγέλματος και της επιχειρηματικότητας οι οποίες βασίζονται στην δημιουργική αυτοαπασχόληση με σκοπό το κέρδος, χωρίς αυτό να είναι δεδομένο και χωρίς να τίθενται όρια στο πότε και στο σε ποιο βαθμό αυτό θα πρέπει να παραχθεί. 5. Περαιτέρω, το νομοσχέδιο ενδέχεται να έρθει σε αντιφάσεις με άλλες διατάξεις που ρυθμίζουν άλλες φορολογίες. Παραδείγματος χάρη δεν έχει διευκρινιστεί πως ο τεκμαρτός τρόπος προσδιορισμού του φορολογητέου κέρδους δεν θα συνδέεται με το όριο απαλλαγής του Φ.Π.Α. του αρ. 39 ν.2859/2000 περί ειδικού καθεστώτος μικρών επιχειρήσεων. Έτσι ενδέχεται να έχουμε περιπτώσεις μικρών επιχειρήσεων όπου ο κύκλος εργασιών τους υπολείπεται των 10.000,00 ευρώ και ως εκ τούτου απαλλάσσονται από την υποχρέωση καταβολής Φ.Π..Α. και με τον τεκμαρτό τρόπο των παρόντων διατάξεων το καθαρό κέρδος τους να ανέρχεται άνω των 10.000,00 ευρώ. 6. Ίσως η πιο άστοχη πρόβλεψη του νομοσχεδίου αφορά την προσαύξηση του τεκμαρτού κέρδους με το άρθρο 13 παρ. 2 περ. γ’ και η οποία πρέπει να αποσυρθεί. Συγκεκριμένα, με την εν λόγω διάταξη προβλέπονται συντελεστές προσαύξησης του τεκμαρτού κέρδους σε τρεις κλίμακες κατά 35%, 70% και 100%, εφόσον ο τζίρος εκάστου ελ. επαγγελματία ξεπερνά τον μέσο τζίρο του οικείου ΚΑΔ από 0,1% έως 149,99%, από 150% έως 199,99% και από 200% και άνω αντίστοιχα. Η εν λόγω διάταξη δημιουργεί ανασφάλεια δικαίου και περαιτέρω λειτουργικά κόστη στους ελεύθερους επαγγελματίες οι οποίοι θα πρέπει ετησίως να καταβάλλουν επιπλέον έξοδα σε φοροτεχνικά και λογιστικά γραφεία για να παρακολουθούν τον μέσο τζίρο που καταγράφει ο οικείος ΚΑΔ προκειμένου ακολούθως να προσδιορίσουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις. Περαιτέρω, εξαρτοποιεί την φορολογική υποχρέωση εκάστου ελ. επαγγελματία από το τζίρο των συναδέλφων τους, δημιουργώντας φορολογικά αντικίνητρα και παράλληλα τιμωρώντας στους συνεπείς ελ. επαγγελματίες δημιουργώντας ένα πρωτοφανή ενδοεπαγγελματικό κοινωνικό αυτοματισμό. Ακόμα, η εν λόγω προσαύξηση οδηγεί σε περιπτώσεις όπου το τεκμαρτό εισόδημα μπορεί να προσεγγίσει ή να ξεπεράσει τον ετήσιο κύκλο εργασιών ενός ελ. επαγγελματία. Παράδειγμα: Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ ο μέσος ετήσιος κύκλος εργασιών των δικηγόρων ανήλθε το 2022 στις 15.100 ευρώ. Δικηγόρος 6αετίας χωρίς προσωπικό, δηλώνει ετήσια ακαθάριστα έσοδα 15.200 ευρώ. Η τεκμαρτή ελάχιστη αμοιβή του (10.920 ευρώ) προσαυξάνεται βάσει αυτής της διάταξης κατά 35% και ανέρχεται στις 14.742 ευρώ (10.920 Χ 1,35). 7. Το παραπάνω παράδειγμα συνδέεται και με τα οριζόμενα στο άρθρο 13 παρ. 3 περί ανατροπής των τεκμηρίων. Συγκεκριμένα, με την εν λόγω διάταξη προβλέπεται ότι ο φορολογούμενος μπορεί να αμφισβητήσει τα τεκμήρια επί τη βάσει πραγματικών περιστατικών ή στοιχείων, θέτοντας ενδεικτικά ορισμένες περιπτώσεις. Ωστόσο, στην ίδια διάταξη ορίζεται ότι «Δεν συνιστούν και δεν αποδεικνύουν τέτοιους λόγους μόνες οι εγγραφές στα τηρούμενα βιβλία, αρχεία και στοιχεία του φορολογουμένου». Σύμφωνα με την γραμματική ερμηνεία του εν λόγω εδαφίου οι ελ. επαγγελματίες δεν μπορούν να αμφισβητήσουν τα τεκμήρια επί τη βάσει των λογιστικών εγγραφών και των συνοδευόμενων με τα αυτά στοιχείων, γεγονός πλήρως αντίθετο με τις αρχές της λογιστικής και της πραγματικής φοροδοτικής ικανότητας των φορολογουμένων. Στο πιο πάνω παράδειγμα μας δείξαμε ότι ο ως άνω δικηγόρος 6αετίας με τζίρο 15.200 ευρώ θα έχει τεκμαρτό κέρδος 14.742 ευρώ. Σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη, ο εν λόγω δικηγόρος δεν μπορεί να ανατρέψει το παραπάνω τεκμήριο προσκομίζοντας πραγματικές δαπάνες άνω των 458 ευρώ (15.200 – 14.742). Σημειώνεται ότι οι ασφαλιστικές εισφορές ενός δικηγόρου 6 ετών είναι τουλάχιστον άνω των 3.500,00 ευρώ. 8. Περαιτέρω, οι απαλλαγές και τα εισοδήματα που μειώνουν το ελάχιστο τεκμαιρόμενο κέρδος κρίνονται εξαιρετικά ανεπαρκείς. Καταρχάς, δεν προβλέπεται ρητή εξαίρεση όσων εργάζονται υπό το καθεστώς του αρ.12 παρ.2 περ.στ’ Κ.Φ.Ε. (μπλοκάκι) στο οποίο εργάζεται και η πλειοψηφία των νέων επιστημόνων. Η μη ρητή εξαίρεση της ως άνω κατηγορίας θα οδηγήσει στο παράδοξο π.χ. δικηγόρος 6αετίας με μπλοκάκι πραγματοποιεί κύκλο εργασιών 11.500,00€ προερχόμενο από τον εργοδότη του. Οι ασφαλιστικές εισφορές του ανέρχονται στις 2.640,00€ τον χρόνο και ως εκ τούτου το καθαρό του κέρδος ανέρχεται στις 8.860,00€. Με τα όσα ορίζονται στη διάταξη του αρ.14 του νομοσχεδίου, στον εν λόγω δικηγόρο θα επιβληθεί φόρος επί της διαφοράς του εισοδήματος που έλαβε από τον εργοδότη του και του τεκμαιρόμενου κέρδους του αρ. 13 του νομοσχεδίου, χωρίς αυτή την διαφορά να την έχει ουδέποτε λάβει (10.920 – 8.860,00 = 2.060,00€ X 9% επιπλέον φόρος = 185,40€). Συνεπώς, ζητάμε την ρητή απαλλαγή των όσων εργάζονται υπό το καθεστώς του αρ. 12 παρ.2 περ.’ στ’ του νομοσχεδίου. 9. Επιπλέον, στο αρ. 14 του νομοσχεδίου οι μόνες πηγές εισοδήματος που μειώνουν το ελάχιστο τεκμαιρόμενο κέρδος είναι το εισόδημα από μισθωτή εργασία, συντάξεις ή αγροτική δραστηριότητα, χωρίς να λαμβάνει υπόψη άλλες πηγές εισοδήματος π.χ. μισθώματα. Ειδικά, στην περίπτωση συζύγων ή μερών συμφώνου συμβίωσης δεν λαμβάνει υπόψη εισοδήματα που αποκτήθηκαν από τον/την σύζυγο τους. Σημειώνεται ότι είναι συχνό το φαινόμενο σε ζευγάρια ελεύθερων επαγγελματιών ο ένας εκ των δύο να εργάζεται περισσότερο (και να έχει αντιστοίχως υψηλότερα εισοδήματα) από τον άλλο στα πλαίσια κατανομής των οικογενειακών βαρών, ή και ένας εκ των δύο να μην εξασκεί καθόλου το επάγγελμα και να διατηρεί τον ΚΑΔ του ενεργό αποκλειστικά για λόγους κοινωνικής ασφάλισης. 10. Το νέο σύστημα φορολόγησης των ελ. επαγγελματιών οδηγεί τους νέους επαγγελματίες στην υπαλληλοποίηση. Συγκεκριμένα, η πλειοψηφία των νέων επιστημόνων εργάζεται με δελτίο παροχής υπηρεσιών (μπλοκάκι) προκειμένου οι εταιρίες στις οποίες εργάζονται να πληρώνουν λιγότερες ασφαλιστικές εισφορές και να μην είναι υπόχρεες σε μία σειρά εργοδοτικών υποχρεώσεων π.χ. ωράριο, υπερωρίες, άδειες κλπ. Οι ως άνω επιστήμονες για την ως άνω παροχή των υπηρεσιών κάνουν έναρξη επαγγέλματος στην κατά τόπο αρμόδια Δ.Ο.Υ. και μπορεί να εργάζονται επί σειρά ετών στο ως άνω καθεστώς. Ωστόσο, οι απαλλαγές και οι ελαφρύνσεις που προβλέπονται στο αρ. 15 για τους νέους επαγγελματίες θέτουν ως χρόνο αναφοράς τον πρώτο χρόνο έναρξης και όχι τον πρώτο χρόνο που οι νέοι επαγγελματίες σταμάτησαν να εργάζονται υπό το καθεστώς του μπλοκακίου. Με τον τρόπο αυτό, δημιουργούνται αντικίνητρα στους νέους επιστήμονες να ανοίξουν την δική τους επιχείρηση αφού θα έχουν ένα επιπρόσθετο φορολογικό βάρος από τον πρώτο χρόνο πραγματικής αυτοαπασχόλησης και όλα αυτά σε ένα ήδη ιδιαίτερα οικονομικό και ανταγωνιστικό πεδίο με υψηλές ασφαλιστικές εισφορές, υψηλά ενοίκια και λειτουργικά έξοδα, μη προσβάσιμη χρηματοδότηση κ.α. Από τα ανωτέρω, επωφελούνται μονάχα οι μεγάλες εταιρίες που αφενός δεν υπόκεινται στον εν λόγω ή άλλο συναφή τεκμαρτό τρόπο προσδιορισμού φορολογητέου κέρδους και αφετέρου θα απορροφήσουν ολοένα και περισσότερους εργαζομένους με χαμηλές απολαβές και με μείωση της ανταγωνιστικότητας. 11. Σε κάθε περίπτωση, κρίνεται αναγκαία η απαλλαγή των ελ. επαγγελματιών από το τεκμαιρόμενο κέρδος για τα πέντε (5) πρώτα έτη από την πραγματική άσκηση της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας (αντί για τρία που προβλέπει η ρύθμιση) συν δύο έτη μερικής απαλλαγής. Τα ανωτέρω προτείνονται για λόγους νομοθετικής συνοχής, καθότι η πενταετία αποτελεί ένα χρονικό διάστημα γενικώς αναγνωρισμένο ως "εναρκτήρια περίοδος" για ένα νέο ελεύθερο επαγγελματία, που τυγχάνει ευνοϊκής φορολογικής και ασφαλιστικής αντιμετώπισης. Ενδεικτικά, για την πρώτη πενταετία άσκησης επαγγέλματος η υφιστάμενη νομοθεσία προβλέπει απαλλαγή από το τέλος επιτηδεύματος, και για το ίδιο χρονικό διάστημα προβλέπεται η υπαγωγή στην ειδική ασφαλιστική κατηγορία με μειωμένες εισφορές. 12. Υποκρυπτόμενος στόχος του νομοσχεδίου φέρεται να είναι η μείωση του αριθμού των ελ. επαγγελματιών με την αιτιολογία ότι στην Ελλάδα διαθέτουμε διπλάσιο αριθμό ελ. επαγγελματιών σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, η κυβέρνηση αξιολογεί πλήρως εσφαλμένα τους λόγους για τους οποίους συμβαίνει αυτό, θεωρώντας ότι συλλήβδην ο αριθμός αυτός οφείλεται λόγω της δυνατότητας φοροδιαφυγής και της δεδομένης επίτευξης μεγάλου κέρδους σε σχέση με έναν υπάλληλο. Το ανωτέρω είναι εσφαλμένο καθώς οι περισσότεροι εξ’ αυτών προτιμούν το ελ. επάγγελμα όχι κατ’ ανάγκη επειδή θα έχουν μεγαλύτερο εισόδημα αλλά αφενός επειδή θέλουν να οργανώνουν έτσι την ζωή τους και αφετέρου διότι οι συνθήκες εργασίας της μισθωτής απασχόλησης στην Ελλάδα είναι πολύ χειρότερες σε σχέση με τα όσα ισχύουν στην Ευρώπη. Με το εν λόγω νομοσχέδιο λοιπόν, δεν θα επιτευχθεί η δημιουργία ενός νέο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης που θα βασιστεί σε μεγάλα συνεργατικά σχήματα αφού αφενός θα ανακόψει περαιτέρω την πορεία νέων ανθρώπων να δημιουργήσουν την δική τους επιχείρηση και κατ’ επέκταση να παραμείνουν υπάλληλοι και αφετέρου τους ήδη υπάρχοντες ελ. επαγγελματίες θα τους ωθήσει στην δημιουργία εταιριών «στα χαρτιά» για την υπαγωγή τους σε ευνοϊκότερα φορολογικά καθεστώτα και όχι στην δημιουργία σχημάτων με οικονομικό και αναπτυξιακό πλάνο. 13. Το νέο σύστημα φορολόγησης των ελ. επαγγελματιών θα δημιουργήσει σωρεία νομικών διαφορών μεταξύ ΑΑΔΕ και ελ. επαγγελματιών λόγω αμφισβήτησης των τεκμηρίων. Το γεγονός αυτό θα επιφορτίσει αφενός το έργο των ελεγκτών οι οποίοι θα μπορούσαν να απασχοληθούν με ελέγχους μεγάλης και πραγματικής φοροδιαφυγής, το έργο της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών στην οποία μόνο το 2022 υποβλήθηκαν 7.862 ενδικοφανείς προσφυγές και αφετέρου το έργο των Διοικητικών Δικαστηρίων. Παράλληλα, οι ελ. επαγγελματίες που θα προσφύγουν στη Δικαιοσύνη θα πρέπει να έχουν ήδη καταβάλλει τους σχετικούς φόρους, τους οποίους θα λάβουν πίσω τουλάχιστον δύο χρόνια μετά εφόσον η εκ μέρους τους αμφισβήτηση των τεκμηρίων κριθεί βάσιμη από τα Διοικητικά Δικαστήρια και εφόσον το Δημόσιο δεν ασκήσει έφεση. Σημειώνεται ότι ο μέσος χρόνος προσδιορισμού μίας φορολογικής προσφυγής σε πρώτο βαθμό στο Διοικητικό Πρωτοδικείο της Αθήνας είναι 1,5 με 2 χρόνια. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Ασκούμενων και Νέων Δικηγόρων Αθηνών εκφράζει ομόφωνα την ρητή αντίθεσή του με το νέο φορολογικό νομοσχέδιο. Καλούμε την κυβέρνηση να προβεί σε μία πραγματική και όχι σε μία επικοινωνιακή και ημιτελή προσπάθεια καταπολέμησης της φοροδιαφυγής. Οι νέες γενιές είναι αυτές που πλήττονται πρώτα από την φοροδιαφυγή και προς τον σκοπό αυτό έχουμε να προτείνουμε συγκεκριμένες προτάσεις που μπορούν να συνδυάσουν και να επιτύχουν αποτελεσματικά την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, την ανάπτυξη της νεανικής, ανταγωνιστικής και υγειούς επιχειρηματικότητας. ΓΙΑ ΤΟ ΔΣ ΤΗΣ ΕΑΝΔΑ Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΕΡΖΙΜΠΑΣΗΣ Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΣΤΕΛΙΟΣ ΒΟΥΚΟΥΝΑΣ