• Σχόλιο του χρήστη 'ΟΝΝΕΔ' | 22 Νοεμβρίου 2023, 11:28

    Το Σχέδιο Νόμου στο σύνολό του έχει την ευκαιρία να επιφέρει διαφάνεια στη δράση της φορολογικής διοίκησης και παράλληλα να αυξήσει τα φορολογικά έσοδα του Κράτους, μέσα από τον εντοπισμό περισσότερων παραβατών, τα οποία με τη σειρά τους θα μπορούν να αποδοθούν πίσω στην κοινωνία με μεταρρυθμιστικές πολιτικές, που θα αναβαθμίσουν το βιοτικό επίπεδο της χώρας. Ως η μεγαλύτερη Οργάνωση νέων της χώρας, η οποία σε μεγάλο βαθμό αποτελείται από νέους ελεύθερους επαγγελματίες, που συγκροτούν μια βασική πληθυσμιακή ομάδα που αφορά το εν λόγω Σχέδιο Νόμου, καταθέτουμε ένα πλέγμα προτάσεων, που εφόσον ενσωματωθούν στο τελικό κείμενο προς ψήφιση από το Κοινοβούλιο, πρόκειται να συγκλίνουν ακόμα περισσότερο στη δίκαιη φορολογική μεταχείριση των πολιτών, λαμβάνοντας υπόψιν ειδικά τους νέους φορολογούμενους ελεύθερους επαγγελματίες, που έχουν ελάχιστη ως μηδαμινή εργασιακή εμπειρία. Συγκεκριμένα, προτείνουμε τα εξής: 1. Την επέκταση του χρόνου απαλλαγής από το τεκμήριο για τους νέους ελεύθερους επαγγελματίες, όπως ρυθμίζεται από το άρθρο 15 του Σχεδίου Νόμου (28Γ Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος) για τα πέντε (5) πρώτα έτη από την πρώτη έναρξη της άσκησης της επαγγελματικής δραστηριότητας (αντί για τρία έτη, που προβλέπει η υπό κατάθεση ρύθμιση) συν δύο έτη μερικής απαλλαγής. Προτείνεται για λόγους νομοθετικής συνοχής, καθότι η πενταετία αποτελεί ένα χρονικό διάστημα γενικώς αναγνωρισμένο ως "εναρκτήρια περίοδος" για ένα νέο ελεύθερο επαγγελματία, που τυγχάνει ευνοϊκής φορολογικής και ασφαλιστικής αντιμετώπισης. Ενδεικτικά, για την πρώτη πενταετία άσκησης επαγγέλματος η υφιστάμενη νομοθεσία προβλέπει απαλλαγή από το τέλος επιτηδεύματος, και για το ίδιο χρονικό διάστημα προβλέπεται η υπαγωγή στην ειδική ασφαλιστική κατηγορία με μειωμένες εισφορές. 2. Την πρόβλεψη για πλήρη κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος αντί της μερικής (άρθρο 10 του Σχεδίου Νόμου). Εφόσον το πρόβλημα της δήλωσης χαμηλών εισοδημάτων από τους ελεύθερους επαγγελματίες αντιμετωπίζεται με την εισαγωγή του τεκμηρίου, δεν υπάρχει λόγος για τη διατήρηση του τέλους (έστω μειωμένου). Αντιθέτως, με την κατάργησή του, αφενός μειώνεται η επιβάρυνση για κάθε ελεύθερο επαγγελματία, αφετέρου εμπεδώνεται ένα αίσθημα φορολογικής δικαιοσύνης καθότι όλοι θα φορολογούνται αποκλειστικά βάσει του εισοδήματός τους (δηλωθέντος ή τεκμαρτού). 3. Την εισαγωγή ειδικής ρύθμισης για ζευγάρια ελεύθερων επαγγελματιών, με εξαίρεση ενός εκ των δύο από το τεκμήριο, ενδεικτικά στο άρθρο 15 του Σχεδίου Νόμου (άρθρο 28Γ του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος), που προβλέπει γενικά τις απαλλαγές από το τεκμήριο. Η πρόταση αυτή αιτιολογείται καθώς είναι συχνό το φαινόμενο σε ζευγάρια ελεύθερων επαγγελματιών ο ένας εκ των δύο να εργάζεται περισσότερο (και να έχει αντιστοίχως υψηλότερα εισοδήματα) από τον άλλο στα πλαίσια κατανομής των οικογενειακών βαρών, ή και ένας εκ των δύο να μην εξασκεί καθόλου το επάγγελμα και να διατηρεί τον ΚΑΔ του ενεργό αποκλειστικά για λόγους κοινωνικής ασφάλισης. 4. Τη ρητή εξαίρεση από την εφαρμογή του τεκμηρίου για τα «μπλοκάκια» στο άρθρο 15 του Σχεδίου Νόμου (άρθρο 28Γ του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος). Πολλοί νέοι ελεύθεροι επαγγελματίες αμείβονται με «μπλοκάκι». Δηλαδή πολλοί ελεύθεροι επαγγελματίες εργάζονται σταθερά σε συγκεκριμένο/ους (έως 3) εργοδότη/ες και εξομοιώνονται στην πραγματικότητα με το καθεστώς της έμμισθης απασχόλησης. Η εξομοίωση αυτής της κατηγορίας με τους μισθωτούς έχει κατοχυρωθεί νομοθετικά και για σειρά άλλων ζητημάτων, όπως για τον υπολογισμό του φόρου εισοδήματος, καθώς και για το ασφαλιστικό τους καθεστώς (άρθρο 39 παρ. 9 ν. 4387/2016). Η παρούσα μορφή της διάταξης δεν καθιστά σαφές ότι αυτή η κατηγορία ελεύθερων επαγγελματιών θα εξαιρεθεί από τη ρύθμιση του τεκμαιρόμενου κέρδους για τους ελεύθερους επαγγελματίες. Για τον λόγο αυτό προτείνουμε και τη ρητή αναφορά της συγκεκριμένης κατηγορίας ελεύθερων επαγγελματιών στην υπό ψήφιση διάταξη, ως πλήρως απαλλασσόμενη του τεκμηρίου. Ευελπιστούμε ότι το πλαίσιο των προτάσεών μας θα συμβάλει στην ήδη θετική προσέγγιση της Ελληνικής Κυβέρνησης για τη διασφάλιση της εμπιστοσύνης των πολιτών στη φορολογική διοίκηση, την αύξηση των δημοσίων εσόδων και την ουσιαστική αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, που θα συντελέσει με τη σειρά της στην ενίσχυση των δαπανών για βιοτικές ανάγκες της κοινωνίας, όπως είναι η παιδεία και η υγεία.