Αρχική ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣΆρθρο 13 Ελάχιστο τεκμαιρόμενο κέρδος από την άσκηση ατομικής επιχειρηματικής δραστηριότητας – Προσθήκη άρθρου 28Α στον Κώδικα Φορολογίας ΕισοδήματοςΣχόλιο του χρήστη ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΚ. | 22 Νοεμβρίου 2023, 13:17
Το υπό διαβούλευση φορολογικό νομοσχέδιο της Κυβέρνησης πρόκειται για νομοσχέδιο που αφήνει εκτός τους πραγματικούς φοροδιαφεύγοντες και θέτει στο στόχαστρο τους ελεύθερους επαγγελματίες, οι οποίοι μετά κόπων και βασάνων σ΄ένα εχθρικό επαγγελματικό, φορολογικό περιβάλλον και ιδιαίτερα μετά από αλεπάλληλες κρίσεις, προσπαθούν να επιβιώσουν και να εργαστούν με αξιοπρέπεια για την συντήρηησ και την επιβίωση τους. Επιπρόσθετα, η Κυβέρνηση κατά παράβαση των προεκλογικών της δεσμεύσεων όπως συνεχώς διακήρρυταν προεκλογικά ο Πρωθυπουγός και κουρυφαίοι Υπουργοί και Αντιπρόεδροι της Κυβέρνησης, όχι μόνο δεν θα αυξήσει τυος φόρους, αλλά και συνεχώς θα βαίνουν μειούμενοι, γεγονός που στην πράξη αποδεικνύεται ψευδές, με αποτέλεσμα να έχετε εξαπατήσει το εκλογικό σώμα υφαρπάζοντας την ψήφο του. Συγκεκριμένα, ο λαός είναι το κατ'εξοχήν νομιμοποιητικό μέσο των άμεσων κρατικών οργάνων του συνταγματικού κράτους βάσει του άρθρου 1 παρ. 1 του ελληνικού Συντάγματος. Επομένως, το Κοινοβούλιο οφείλει βάσει του κράτους δικαίου - το οποίο διακηρρύσει συνεχώς η Κυβέρνηση σε συνδυασμό με το δήθεν ''επιτελικό κράτος'' - απομακρύνεται συνεχώς από την γενική βούληση του λού, η οποία εκφράζεται διά των αντιπροσώπων του στο Κοινοβούλιο. Ειλικρινά, είναι αστείο το γεγονός ότι αρκετοί Υπουργοί είναι νομικοί και αγνοούν βασικές έννοιες του δικαίου και πράττουν κατά παράβαση της λαϊκής βούλησης, του κράτους δικαίου, του κοινωνικού κράτους και του θεμελίου λίθου των νόμων, του Συντάγματος. Το φορολογικό νομοσχέδιο, όχι μόνο είναι αντίθετο στο κατ'εξοχήν στον Λαό, ως φορέα και πηγή κάθε εξουσίας, αλλά και τον αντιμάχεταο δεδομένου ότι όλες οι εξουσίες πηγάζουν από αυτόν και λειτουργούν υπερ αυτού. Επιπλέον, βάσει της νομολογίας του ΣτΕ το εν λόω νομοσχέδιο είναι αντισυνταγματικό, διότι στηρίζεται σε γενικευμένες στοχεύσεις, χωρίς τα επιχειρήματα του Υπουργού να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, δεδομένου ότι όπως πρόσφατα δήλωσε σε τηλεοπτική εκπομπή ότι γνωρίζει τους φοροφυγάδες, αλλά προτιμά να κυνηγήσει τους ελεύθερους επαγγελματίες για να μην κυνηγήσει τους πρώτους. Συνεπώς, βάσει του ΣτΕ το φορολογικό νομοσχέδιο είναι αντισυνταγματικό, καθώς σύμφωνα με το Σύντγμα ισχύουν τα ακόλουθα: Ισότητα στα δημόσια βάρη (άρ. 4§5 Συντ.): Πρόκειται για τη λεγόμενη φοροδοτική ισότητα, ήτοι τη συνεισφορά εκάστου (φορολογούμενου) πολίτη στα έσοδα του κράτους ανάλογα με τη φοροδοτική του δύναμη. Η υλοποίηση αυτής της ισοδύναμης συμμετοχής στα δημόσια βάρη επαφίεται στον κοινό νομοθέτη, ο οποίος δύναται κατά διακριτική του ευχέρεια να θεσπίζει το κατάλληλο φορολογικό σύστημα, στο πλαίσιο οποίου «δεν αποκλείεται η διαφορετική φορολογική μεταχείριση κατηγοριών φορολογουμένων, εφ’ όσον η μεταχείριση αυτή δεν είναι αυθαίρετη, αλλά στηρίζεται σε γενικά και αντικειμενικά κριτήρια ανταποκρινόμενα στις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε κατηγορίας, ενόψει και των εκάστοτε κοινωνικοοικονομικών συνθηκών». Απαγορεύεται όμως επί τη βάσει πάντοτε αυτής της ειδικής μορφής ισότητας «να προβαίνει, χωρίς αποχρώντα λόγο, σε ρυθμίσεις που έχουν ως αποτέλεσμα την επίρριψη ιδιαίτερων βαρών σε ορισμένα μέλη αυτού». Η θεωρία συχνά δέχεται ότι από την αρχή αυτή απορρέει υποχρέωση του νομοθέτη για θέσπιση συστήματος προοδευτικής φορολογικής κλίμακας κι όχι αναλογικής. Ένα ακόμη ζήτημα που έχει ανακύψει επί τη βάσει της φοροδοτικής ισότητας αποτέλεσε ο τεκμαρτός τρόπος υπολογισμού της φορολογητέας ύλης (τα λεγόμενα ‘‘τεκμήρια’’),αφού ο φορολογούμενος φορολογείται όχι με βάση το πραγματικό φορολογητέο του εισόδημα αλλά με βάση κάποια αφηρημένα κριτήρια λόγω συγκεκριμένων χαρακτηριστικών. Η νομολογία αρκετά νωρίς δέχθηκε ότι η θέσπισή τους από τον νομοθέτη προς επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων είναι συνταγματικώς ανεκτή αρκεί να πληρούνται τα ακόλουθα τρία κριτήρια: 1ον) να υπάρχουν πραγματικές δυσχέρειες προσδιορισμού της φορολογικής υποχρέωσης με βάση τον υποκειμενικό τρόπο υπολογισμού, 2ον) να είναι μαχητά, να επιτρέπεται δηλαδή ανταπόδειξη από τον φορολογούμενο, 3ον) να ανταποκρίνονται στα δεδομένα της κοινής πείρας και να μην είναι παράλογα.