• Σχόλιο του χρήστη 'Γιώργος Αμοργινός' | 26 Νοεμβρίου 2023, 00:23

    1. Ο ορισμός της έννοιας του «ακινήτου» στο προς διαβούλευση και ψήφιση νομοσχέδιο είναι λανθασμένος και κατά συνέπεια προβληματικός. Στην έννοια του «ακινήτου» έχει συμπεριληφθεί η κατηγορία «δωμάτιο». Υπάρχουν πάρα πολλοί συμπολίτες μας, ιδιοκτήτες ενός διαμερίσματος οι οποίοι μοιράζονται την κατοικία τους με φιλοξενούμενους, ενοικιάζοντας βραχυχρόνια 1,2,3 δωμάτια από αυτήν. Ακολουθώντας τις οδηγίες των φορολογικών αρχών προχωρούν σε τμηματική μίσθωση, λαμβάνοντας ΑΜΑ για κάθε ξεχωριστό δωμάτιο και αναρτούν ξεχωριστές καταχωρήσεις για αυτά τα δωμάτια στις πλατφόρμες διαμοιρασμού. Οι ΑΜΑ οι οποίοι έχουν εκδοθεί αντιστοιχούν σε έναν και μόνον ΑΤΑΚ (δηλαδή ακίνητο). Με την προβληματική αυτή διατύπωση της έννοιας του «ακινήτου» αυτοί οι συμπολίτες μας οι οποίοι αποκομίζουν ένα κυριολεκτικά συμπληρωματικό εισόδημα από την συμβίωση με φιλοξενούμενους στην κατοικία τους, κινδυνεύουν με βάση τις διατάξεις του Ν/Σ να χαρακτηριστούν «επαγγελματίες» (ως έχοντες εντός βραχυχρόνιας 2+ ΑΜΑ) και να απαιτηθεί από αυτούς έναρξη δραστηριότητας. Ο ορισμός αυτός πρέπει να αλλάξει. Πρέπει με σαφήνεια να διευκρινιστεί ότι η έννοια του «ακινήτου» αντιστοιχεί μόνον στον ΑΤΑΚ και αποσυνδέεται πλήρως από το πλήθος των ΑΜΑ που νομίμως εκδίδονται για τμηματική μίσθωση. 2. Στο νομοσχέδιο ορίζεται ότι, όλοι όσοι μετέχουν στην βραχυχρόνια μίσθωση προσφέροντας ένα η περισσότερα ακίνητα έχουν υποχρέωση να εισπράττουν από τους διαμένοντες βραχυχρόνια στα καταλύματά τους και να αποδίδουν στο κράτος το τέλος ανθεκτικότητας στην κλιματική κρίση. Το τέλος αυτό είχε οριστεί προ της κατάθεσης του Ν/Σ από σχετική ανακοίνωση του υπουργείου οικονομικών σε 1,5 ευρώ ανά ημέρα διαμονής, ακριβώς όσο στα κύρια ξενοδοχειακά καταλύματα 1-2 αστέρων η τα ενοικιαζόμενα δωμάτια και διαμερίσματα. Στο παρόν Ν/Σ ορίζεται πως ειδικότερα τα καταλύματα που υπερβαίνουν τα 80 τ.μ. και ταυτόχρονα είναι μονοκατοικίες θα εισπράττουν και θα αποδίδουν στις φορολογικές αρχές, τέλος ανθεκτικότητας στην κλιματική κρίση ύψους 10 ευρώ ανά ημέρα ενοικίασης και 4 ευρώ ανά ημέρα ενοικίασης κατά το χειμερινό τετράμηνο. Όσα δηλαδή και ένα ξενοδοχείο 5 αστέρων. Είναι απολύτως προφανές ότι η εφαρμογή αυτών των κριτηρίων (μονοκατοικία+80 τ.μ. και πλέον) δεν μπορεί να αντικατοπτρίσει την διαφορά ποιότητας μεταξύ των καταλυμάτων και δεν είναι δίκαιη. Μία πολυτελής βίλα 79 τ.μ. θα υποχρεούται σε είσπραξη 1,5 ευρώ ημερησίως και μία παλαιά μονοκατοικία 80 τ.μ. σε ορεινό χωριό η μία αντίστοιχη μονοκατοικία σε πόλη θα υποχρεούται σε είσπραξη και απόδοση 10 ευρώ ημερησίως. Θεωρώ ότι στα καταλύματα που ενοικιάζονται βραχυχρόνια είναι εντελώς απίθανο να μπορέσει να προσδιοριστεί με τις σημερινές προυποθέσεις ένα δίκαιο σύστημα κατάταξης και προσδιορισμού «κατηγορίας». Είναι ένα θέμα που χρειάζεται σημαντική και διεξοδική μελέτη και συνδέεται με πάρα πολλές παραμέτρους. Κατά συνέπεια πρέπει για την ώρα να επανέλθει και να περιληφθεί στον νόμο η αρχική πρόταση του υπουργείου οικονομικών για flat τέλος 1,5 ευρώ ημερησίως σε όλα τα βραχυχρονίως ενοικιαζόμενα καταλύματα ώστε να αποφευχθεί μία εντελώς άδικη και μη αναλογική κατάταξη-φορολόγηση. 3. Οι σκέψεις για άλλη μία ειδική πλατφόρμα η κάτι ανάλογο για την υποβολή και κυρίως για την απόδοση του τέλους ανθεκτικότητας στην κλιματική κρίση είναι προβληματικές και γραφειοκρατικές και θα οδηγήσουν χιλιάδες συμμετέχοντες στην βραχυχρόνια (κυρίως ιδιώτες) σε σοβαρά λάθη και άσκοπη απασχόληση. Εφόσον το τέλος «επανέλθει» στην αρχική πρόβλεψη (1,5 ευρώ ανά ημέρα), η αρμόδια αρχή έχει όλες τις προυποθέσεις να συμφωνήσει με τις πλατφόρμες διαμοιρασμού για απευθείας είσπραξη και απόδοση στις αρχές ενός flat τέλους. 4. Σύμφωνα με την ομιλία του πρωθυπουργού στην ΔΕΘ και την ανακοίνωση του υπουργείου που προανήγγειλε τις νομοθετικές ρυθμίσεις στην βραχυχρόνια μίσθωση, στον νόμο θα έπρεπε να συμπεριληφθεί ρύθμιση με την οποία τα κτίρια-ολόκληρες οικοδομές στα οποία ΟΛΑ τα διαμερίσματα ενοικιάζονται μέσω της βραχυχρόνιας μίσθωσης (και προσθέτω εγώ: είναι επίσης μίας και μόνης ιδιοκτησίας η νομής) θα πρέπει να αδειοδοτηθούν σύμφωνα με τις διατάξεις και τους κανόνες των καταλυμάτων του κύριου η του μη κύριου τουριστικού τομέα. Στο Σχέδιο Νόμου τέτοια διάταξη δεν υπάρχει. Είτε πρέπει να περιληφθεί, είτε εάν κρίθηκε ότι δεν αφορά σχέδιο νόμου του υπουργείου οικονομικών, να έρθει προς ψήφιση από το αρμόδιο υπουργείο. 5. Στο παρόν σχέδιο νόμου επαναλαμβάνεται η πρόβλεψη του προηγούμενου νόμου ότι: “Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης και Τουρισμού μπορεί, για λόγους που σχετίζονται με την προστασία της κατοικίας, να καθοριστούν γεωγραφικές περιοχές, όπου θα ισχύουν περιορισμοί στη διάθεση ακινήτων για βραχυχρόνια μίσθωση ως εξής: α. Να μην επιτρέπεται η βραχυχρόνια μίσθωση άνω των δύο (2) ακινήτων ανά Α.Φ.Μ. δικαιούχου εισοδήματος. β. Η μίσθωση κάθε ακινήτου να μην υπερβαίνει τις ενενήντα (90) ημέρες ανά ημερολογιακό έτος και για νησιά κάτω των δέκα χιλιάδων (10.000) κατοίκων τις εξήντα (60) ημέρες ανά ημερολογιακό έτος. Υπέρβαση της διάρκειας του προηγούμενου εδαφίου επιτρέπεται, εφόσον το συνολικό εισόδημα του εκμισθωτή ή του υπεκμισθωτή, από το σύνολο των ακινήτων που διαθέτει για μίσθωση ή υπεκμίσθωση, δεν ξεπερνά τις δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ κατά το οικείο φορολογικό έτος.” Η διάταξη αυτή πρέπει να απαλειφθεί πλήρως για τους παρακάτω λόγους: α) Η βραχυχρόνια μίσθωση διαμερισμάτων και άλλων ανεξάρτητων καταλυμάτων είναι πλέον εκ των πραγμάτων ισχυρός βραχίονας του τουριστικού προιόντος της χώρας. Δεν αποτελεί κατά βάση ανταγωνιστική δραστηριότητα προς τον κύριο ξενοδοχειακό τομέα καθώς προσφέρει ένα τελείως διαφορετικό προιόν, είτε πρόκειται για πλήρως λειτουργικό διαμέρισμα, είτε για άλλο χώρο εναλλακτικής παραμονής (αγρόκτημα, παραδοσιακό σπίτι) είτε πρόκειται για εξοχικό σπίτι διακοπών. Η βραχυχρόνια μίσθωση εξυπηρετεί άλλες, απολύτως διακριτές ανάγκες, η μη ικανοποίηση των οποίων εφόσον αυτή δεν λειτουργούσε, θα μείωνε με δραματικό τρόπο τις δυνατότητες του Ελληνικού τουρισμού και θα είχε βαρύτατες συνέπειες στην οικονομία. Δεν μπορεί επομένως να είναι από αυτή την άποψη αποδεκτή μία θέση ότι μπορεί να λειτουργήσει εύρυθμα και να αναπτυχθεί επιτελώντας τον ρόλο της, εάν και εφόσον υπάρχει επ άπειρον μία δυνατότητα χρονικών η εισοδηματικών περιορισμών στην λειτουργία της. Πολύ περισσότερο όταν είναι πλήρως αναπόδεικτο και εξωπραγματικό ότι έχει κύρια επίδραση, ανεξάρτητη από άλλους παράγοντες, στην άσκηση του δικαιώματος των πολιτών για την προστασία της κατοικίας τους. β) Η βραχυχρόνια μίσθωση δεν είχε και δεν έχει παρά μόνο πολύ μικρή επίδραση είτε στην αριθμητική επάρκεια της προσφερόμενης προς ενοικίαση στέγης, είτε στην συνεπακόλουθη τάση των ενοικίων να αυξάνονται. β1) Καταρχάς διότι πάνω από το 50% των προσφερόμενων πανελλαδικά βραχυχρόνιων καταλυμάτων, όπως πολύ εύκολα μπορεί να διαπιστωθεί, δεν αποτελούσαν ποτέ μέρος του οικιστικού προς ενοικίαση αποθέματος αλλά ήταν και είναι δευτερεύουσες κατοικίες και εξοχικά. Καμία επίδραση δεν έχει στο «δικαίωμα στην στέγη» αν θα κατοικεί κάποιος το εξοχικό του σε μία σαιζόν διακοπών η θα το διαθέτει στην ίδια περίοδο βραχυχρόνια.β2) Δεύτερον, και ειδικότερα για τις μεγάλες πόλεις, ας αναφερθεί ως απολύτως αντιπροσωπευτικό το παράδειγμα του Δήμου Αθηναίων ο οποίος είναι και ο μόνος δήμος στην Αττική με μεγάλη συγκέντρωση βραχυχρόνιων καταλυμάτων. Στον Δήμο Αθηναίων υπάρχουν περίπου 12.000 βραχυχρόνια ενοικιαζόμενα διαμερίσματα. Ένα πολύ μεγάλο μέρος τους (πάνω από 35-40%) ουδέποτε ανήκε στο προσφερόμενο προς ενοικίαση οικιστικό δυναμικό. Απεναντίας, έχουν προκύψει από μεταβολή χρήσης και προήλθαν από παρηκμασμένες εμπορικές χρήσεις (γραφεία, επαγγελματικοί και βιοτεχνικοί χώροι). Μία ματιά στο εμπορικό τρίγωνο αρκεί. Από οικονομική άποψη οι χρήσεις αυτές παρήκμασαν για δεκάδες άλλους λόγους στο παρελθόν και σε καμία περίπτωση δεν συσχετίζονται με την ανάπτυξη της βραχυχρόνιας μίσθωσης. Η βραχυχρόνια ακολούθησε. β3) Πολλές από αυτές τις 12.000 κατοικίες του δήμου, πριν αξιοποιηθούν στην βραχυχρόνια μίσθωση ήταν κλειστές και κατέρρεαν διότι η ανακαίνισή τους δεν θα ήταν ποτέ δυνατή παρά μόνον με την συνδρομή ενός κάπως αυξημένου εισοδήματος που θα προέκυπτε από την βραχυχρόνια χρήση τους. Με βάση μόνον αυτό το στοιχείο οι ιδιοκτήτες τους πήραν το ρίσκο να δανειστούν και με προσωπική εργασία να τις ανακαινίσουν. β4). Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή 750.000 ακίνητα σε όλη την χώρα (χωρίς καθόλου να υπολογιστούν οι δευτερεύουσες κατοικίες και τα εξοχικά) παραμένουν «ανενεργές». Ειδικότερα στον Δήμο Αθηναίων σχεδόν 150.000 διαμερίσματα- κατοικίες βρίσκονται στην ίδια κατάσταση. Η αναλογία σε σχέση με τα «απασχολούμενα» ακίνητα στην βραχυχρόνια μίσθωση είναι περίπου 1 προς 13. Οι βασικότεροι λόγοι που συμβαίνει αυτό είναι επειδή οι ιδιοκτήτες τους δεν θέλουν να επιβαρυνθούν με τυχόν προβλήματα που σχετίζονται με την ενοικίαση (κακή συνεργασία με ενοικιαστές, κακοπληρωτές, ανάγκες συντήρησης κ.τ.λ.) ή ανήκουν σε πολλούς κληρονόμους. Επίσης, πολλά από τα ακίνητα αυτά δεν μπορούν να ενοικιαστούν επειδή βρίσκονται σε πολύ κακή κατάσταση και οι ιδιοκτήτες τους αδυνατούν ή δεν θέλουν να επενδύσουν τα απαιτούμενα χρήματα για τη συντήρηση ή την επισκευή τους. Αλλά βεβαίως όλα τα παραπάνω δεν σχετίζονται με καμία «πίεση» από την βραχυχρόνια μίσθωση. β5) Σε όλη την διάρκεια της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα και τουλάχιστον έως το 2020 ο ρυθμός νέας οικοδόμησης πλησίασε το μηδέν με αποτέλεσμα σε συνδυασμό με τα προβλήματα που δημιούργησε η κρίση στην ανανέωση-ανακαίνιση των παλαιών κατοικιών προέκυψε επιπλέον κενό προσφοράς κατοικιών προς ενοικίαση. β6) Η τρέχουσα οικονομική κατάσταση περιορίζει ασφυκτικά σε σχέση με το παρελθόν την δυνατότητα τραπεζικού δανεισμού για την αγορά κατοικίας. Έτσι, η πίεση προς ενοικίαση υπό τις συνθήκες που παραπάνω αναφέρθηκαν μεγαλώνει. Συμπερασματικά, η βραχυχρόνια μίσθωση και η ανάπτυξή της, ελάχιστα σχετίζεται με ό,τι το νομοσχέδιο θεωρεί «πιθανή» εξ αιτίας της επίδραση στο δικαίωμα στην κατοικία το οποίο αναφέρει μεν αλλά δεν προστατεύει. Η προστασία του δικαιώματος στην στέγη απαιτεί άλλα μέσα και άλλα μέτρα για τα οποία ελάχιστη συζήτηση γίνεται σε σχέση με την σημασία της. Αυτό που πραγματικά ισχύει (και έχει σχέση με το δικαίωμα στην στέγη και την προστασία του) δεν εμπλέκει ειδικά την βραχυχρόνια μίσθωση στο πρόβλημα, αλλά το σύνολο του τουριστικού τομέα της χώρας καθώς σχετίζεται με υπερτουριστική συγκέντρωση είτε σε μεγάλες πόλεις, είτε σε άλλους προορισμούς. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να είναι αντικείμενο τους παρόντος νομοσχεδίου. Είτε αφορά μία συγκροτημένη και ενιαία παρέμβαση με πραγματικά σοβαρή μελέτη για την «φέρουσα ικανότητα» κάθε περιοχής σε τουριστική αξιοποίηση (όπου θα μετρούνται συγκεκριμένα ανάλογα με το ποσοστό της ζήτησής τους όλα τα τουριστικά καταλύματα και θα μπαίνουν συνολικά όρια), είτε αφορά στοιχειώδεις υποχρεώσεις του κράτους, των περιφερειών και των δήμων για την στέγαση των λειτουργών τους.