• Σχόλιο του χρήστη 'Αθανάσιος Φανός' | 27 Νοεμβρίου 2023, 05:19

    Υπάρχει αντίθεση της προτεινόμενης διάταξης με το δίκαιο της Ε.Ε. και αυτό αποδεικνύεται με τον παρακάτω συλλογισμό σε επτά (7) βήματα για λόγους παραβίασης θεμελιωδών ελευθεριών, πρόκλησης κρατικής ενίσχυσης προς πολυπρόσωπους εταιρικούς τύπους άσκησης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και νόθευσης του ελεύθερου ανταγωνισμού. Παρατίθεται νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρακάτω, προς τεκμηρίωση. - Το πρώτο βήμα είναι να προσδιοριστεί η σχετική διάταξη της ΕΕ και ο σκοπός της. Εν προκειμένω, η σχετική διάταξη είναι πρωτίστως το άρθρο 49 ΣΛΕΕ, το οποίο εγγυάται την ελευθερία εγκατάστασης για τους υπηκόους κράτους μέλους στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους, ***ανεξαρτήτως φορέα άσκησης επιχείρησης***. Σκοπός αυτής της διάταξης είναι να επιτρέψει στους οικονομικούς φορείς να ασκούν και να αναπτύσσουν τις δραστηριότητές τους στην ΕΕ χωρίς να παρεμποδίζονται από εθνικούς φραγμούς ή διακρίσεις. - Το δεύτερο βήμα είναι να αξιολογηθεί το σχεδιαζόμενο μέτρο, λαμβάνοντας υπόψη τον στόχο και το περιεχόμενο του εθνικού μέτρου. Στην προκειμένη περίπτωση, πρόκειται για τη φορολογική μεταχείριση μεμονωμένων δικηγορικών γραφείων ή ατομικών επιχειρήσεων και δικηγορικών γραφείων που ιδρύονται ως εταιρείες, με βάση τη νομική μορφή της επιχειρηματικής οντότητας. Στόχος και το περιεχόμενο του εθνικού μέτρου είναι η επιβολή διαφορετικών φορολογικών συντελεστών και κανόνων σε διαφορετικούς τύπους επιχειρηματικών οντοτήτων, ανεξάρτητα από τα πραγματικά έσοδα ή τις δαπάνες τους. Επομένως, οι επίμαχες καταστάσεις είναι αντικειμενικά συγκρίσιμες, δεδομένου ότι αμφότερες αφορούν τη φορολόγηση δικηγορικών γραφείων που ασκούν την ίδια οικονομική δραστηριότητα στην ίδια επικράτεια και υπόκεινται στις ίδιες φορολογικές υποχρεώσεις. - Το τρίτο βήμα είναι να εξεταστεί εάν η διαφορά στη μεταχείριση δικαιολογείται από βάσιμο λόγο. Στην περίπτωση αυτή, η διαφορά μεταχείρισης είναι η επιβολή μεγαλύτερης φορολογικής επιβάρυνσης σε μεμονωμένα δικηγορικά γραφεία ή ατομικές επιχειρήσεις από ό,τι σε δικηγορικά γραφεία που ιδρύονται ως εταιρείες, με βάση τη νομική μορφή της επιχειρηματικής οντότητας. Αυτή η διαφορετική μεταχείριση μπορεί να συνιστά διάκριση ή περιορισμό της ελευθερίας εγκατάστασης, καθώς μπορεί να αποτρέψει τους δικηγόρους από το να επιλέξουν μια συγκεκριμένη νομική μορφή ή να ιδρύσουν ή να εργαστούν σε δικηγορικό γραφείο στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος μέλος. Επομένως, η διαφορετική μεταχείριση δεν δικαιολογείται, εκτός εάν η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να παράσχει έγκυρο λόγο δημοσίου συμφέροντος και να αποδείξει ότι το μέτρο είναι ανάλογο με τον επιδιωκόμενο στόχο. - Το τέταρτο βήμα είναι να αξιολογηθεί εάν η αιτιολόγηση που παρέχει η ελληνική κυβέρνηση είναι αποδεκτή και συμβατή με το δίκαιο της ΕΕ. Είναι αμφίβολο ότι η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να παράσχει μια τέτοια αιτιολόγηση, καθώς το μέτρο δεν φαίνεται να επιδιώκει κανέναν από τους προαναφερθέντες στόχους, αλλά μάλλον να επιβάλλει αυθαίρετη και δυσανάλογη φορολογική επιβάρυνση σε μεμονωμένες ατομικές επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως των πραγματικών εσόδων ή εξόδων τους ενώ επί της αρχής δεν επιβαρύνει τις εταιρείες. Το μέτρο δεν λαμβάνει επίσης υπόψη την κατάσταση των δικηγόρων που διαμένουν σε άλλο κράτος μέλος και οι οποίοι ενδέχεται να υπόκεινται σε διπλή φορολογία ή μη αναγνώριση των ζημιών τους. Επιπλέον, το μέτρο δεν παρέχει κανένα μηχανισμό για τη διασφάλιση διόρθωσης της φορολογικής βάσης σε περίπτωση κερδών ή ζημιών ή για την πρόληψη του κινδύνου φοροαποφυγής ή κατάχρησης εκ μέρους εταιρειών, λαμβάνοντας υπ' όψιν το κατά το νομοσχέδιο ανεπίτρεπτο ζημίας για ατομικής επιχείρηση. - Το πέμπτο βήμα είναι να εντοπίσουμε εάν η φορολογική νομοθεσία παρέχει επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα σε εταιρικές οντότητες έναντι μεμονωμένων επιτηδευματιών - ατομικών επιχειρήσεων καθώς και μονοπροσώπων εταιρειών που θα προκύψουν από μετατροπή μετά την ισχύ του Νόμου σε σχέση με προϋπάρχουσες, οπότε η δυσμενής μεταχείριση των ατομικών επιχειρήσεων και όψιμων μονοπροσώπων εταιρειών θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως κρατική ενίσχυση σύμφωνα με το δίκαιο της ΕΕ. Κρατική ενίσχυση είναι κάθε πλεονέκτημα που χορηγείται από τις δημόσιες αρχές και το οποίο θα μπορούσε ενδεχομένως να στρεβλώσει τον ανταγωνισμό και το εμπόριο εντός της ΕΕ. Για να είναι επιτρεπτή η κρατική ενίσχυση, πρέπει να είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά. Ο φορολογικός νόμος θα πρέπει να περάσει τον έλεγχο της μη παροχής αδικαιολόγητου πλεονεκτήματος σε ορισμένες οντότητες, κάτι που θα μπορούσε να βλάψει τον ανταγωνισμό. - Το έκτο βήμα είναι να εντοπιστεί αν η διαφορετική φορολογική μεταχείριση με βάση τον τύπο της επιχειρηματικής οντότητας θα μπορούσε να επηρεάσει την ανταγωνιστική δυναμική της αγοράς υπηρεσιών κλπ. στην Ελλάδα καθώς μπορεί να δώσει κίνητρα σε δομές που επωφελούνται από τη χαμηλότερη και εν γένει ευνοϊκότερη φορολογία, δυνητικά παραμορφώνοντας την αγορά. Σύμφωνα με τη νομοθεσία της ΕΕ για τον ανταγωνισμό, ελέγχονται εξονυχιστικά μέτρα που νοθεύουν ή έχουν τη δυνατότητα να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά. Η ελληνική φορολογική νομοθεσία ενδέχεται να εγείρει ανησυχίες βάσει αυτών των αρχών, εάν δημιουργεί άνισους όρους ανταγωνισμού για διαφορετικούς τύπους νομικών πρακτικών. Συμπερασματικά, η πρόταση της ελληνικής φορολογικής νομοθεσίας, φορολογώντας τους μεμονωμένους επιτηδευματίες (π.χ. δικηγόρους, λογιστές κλπ.) κατ' ουσίαν περισσότερο από τις εταιρικές οντότητες (στις οποίες και μόνο αναγνωρίζει δυνατότητα ζημιογόνων αποτελεσμάτων χρήσης), εγείρει σημαντικές ενστάσεις βάσει των αρχών του δικαίου της ΕΕ περί μη διάκρισης και ελεύθερης κυκλοφορίας, καθώς και δυνητική παραβίαση των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις και στρέβλωση του ελεύθερου ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά. - το έβδομο βήμα είναι να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι το ελληνικό φορολογικό μέτρο είναι ασυμβίβαστο με το δίκαιο της ΕΕ και πρέπει να καταργηθεί ή να τροποποιηθεί για να διασφαλιστεί δίκαιη και ίση φορολογική μεταχείριση όλων των τύπων επιχειρηματικών οντοτήτων, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή ή τον τόπο εγκατάστασής τους. Το συμπέρασμα αυτό υποστηρίζεται από τη νομολογία του ΔΕΕ, το οποίο έχει αποφανθεί με συνέπεια ότι τα εθνικά φορολογικά μέτρα που εισάγουν διακρίσεις ή περιορίζουν την άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών είναι ασυμβίβαστα με το δίκαιο της ΕΕ, εκτός εάν μπορούν να δικαιολογηθούν από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και είναι αναλογικά προς τον επιδιωκόμενο στόχο. Οι αποφάσεις του ΔΕΕ που ακολουθούν υποστηρίζουν τις αποδείξεις της συλλογιστικής στην τελευταία μου απάντηση, επειδή απεικονίζουν τις αρχές και τα κριτήρια που εφαρμόζει το ΔΕΕ για την αξιολόγηση της συμβατότητας των εθνικών φορολογικών μέτρων με το δίκαιο της ΕΕ και επειδή δείχνουν πώς το ΔΕΕ έχει αποφανθεί με παρόμοια ή ανάλογη απόφαση υποθέσεις που αφορούν φορολογικές διακρίσεις ή περιορισμούς με βάση τη νομική μορφή, τον τόπο εγκατάστασης ή τη δραστηριότητα της επιχειρηματικής οντότητας. Ακολουθεί μια δομημένη επιχειρηματολογία για κάθε απόφαση. Μερικές από τις αποφάσεις του Δ.Ε.Ε. που υποστηρίζουν την άποψη ότι η φορολογική διάκριση με βάση το είδος της επιχείρησης είναι αντίθετη με την ευρωπαϊκή νομοθεσία είναι οι παρακάτω: 1. Απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-234/01, Gerritse, η οποία έκρινε ότι οι γερμανικοί φορολογικοί κανόνες επέβαλαν κατ' αποκοπή φόρο 25% στο εισόδημα καλλιτεχνών αλλοδαπών, χωρίς να επιτρέπεται καμία έκπτωση των εξόδων, ενώ οι μόνιμοι κάτοικοι Γερμανίας, επίσης καλλιτέχνες, φορολογούνταν επί του καθαρού εισοδήματός τους με προοδευτικό συντελεστή, το οποίο αποτελεί διάκριση και περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, καθώς είχαν ως αποτέλεσμα υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση για τους μη κατοίκους. Το ΔΕΕ έκρινε επίσης ότι αυτή η διάκριση δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί από την ανάγκη διασφάλισης της αποτελεσματικότητας της φορολογικής εποπτείας ή της συνοχής του φορολογικού συστήματος, καθώς υπήρχαν διαθέσιμα λιγότερο περιοριστικά μέτρα για την επίτευξη αυτών των στόχων. Η απόφαση αυτή υποστηρίζει τα βασικά στοιχεία της συλλογιστικής στην τελευταία μου απάντηση, διότι καταδεικνύει ότι το ΔΕΕ εξετάζει τις καταστάσεις φορολογουμένων κατοίκων και μη κατοίκων που ασκούν την ίδια οικονομική δραστηριότητα στην την ίδια περιοχή ως αντικειμενικά συγκρίσιμη και ότι οποιαδήποτε διαφορά στη φορολογική μεταχείριση αυτών των φορολογουμένων μπορεί να συνιστά διάκριση ή περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, εκτός εάν δικαιολογείται από βάσιμο λόγο. Η απόφαση αυτή είναι σχετική για το ελληνικό φορολογικό μέτρο, διότι δείχνει ότι το ΔΕΕ δεν αποδέχεται αυθαίρετους ή δυσανάλογους φορολογικούς κανόνες που εισάγουν διακρίσεις ή περιορίζουν την άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών και ότι απαιτεί από τα κράτη μέλη να παρέχουν ***ίση και δίκαιη φορολογική μεταχείριση σε όλους τους φορολογούμενους που βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση***. 2. Απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-293/06, Deutsche Shell, η οποία έκρινε ότι οι γερμανικοί φορολογικοί κανόνες που αρνούνταν τη δυνατότητα μεταφοράς ζημιών από μόνιμη εγκατάσταση που βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος στη μητρική εταιρεία που είναι εγκατεστημένη στη Γερμανία, ενώ της επέτρεπε ζημίες από μια μόνιμη εγκατάσταση που βρίσκεται στη Γερμανία, αποτελούσε περιορισμό της ελευθερίας εγκατάστασης, καθώς κατέστησε λιγότερο ελκυστική για τις γερμανικές εταιρείες να ιδρύσουν μόνιμες εγκαταστάσεις σε άλλα κράτη μέλη. Το ΔΕΕ έκρινε επίσης ότι αυτός ο περιορισμός δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί από την ανάγκη διατήρησης της ισόρροπης κατανομής των φορολογικών εξουσιών μεταξύ των κρατών μελών ή από τη συνοχή του φορολογικού συστήματος, καθώς οι γερμανικοί κανόνες δεν εξασφάλιζαν συμμετρική διόρθωση της φορολογικής βάσης σε περίπτωση κέρδη ή ζημίες. Η απόφαση αυτή είναι σχετική για το ελληνικό φορολογικό μέτρο, διότι δείχνει ότι το ΔΕΕ δεν αποδέχεται φορολογικούς κανόνες που αποθαρρύνουν ή εμποδίζουν την ίδρυση επιχειρηματικών οντοτήτων σε άλλα κράτη μέλη και ότι απαιτεί από τα κράτη μέλη να λαμβάνουν υπόψη τη διασυνοριακή κατάσταση των φορολογουμένων και για αποφυγή διπλής φορολογίας ή ***μη αναγνώρισης ζημιών***. 3. Απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-414/06, Lidl Belgium, η οποία έκρινε ότι οι βελγικοί φορολογικοί κανόνες που χορηγούσαν μείωση φόρου σε εταιρείες που απασχολούσαν συγκεκριμένο αριθμό εργαζομένων, αλλά λάμβαναν υπόψη μόνο τους εργαζόμενους που απασχολούνται στο Βέλγιο και όχι αυτούς που απασχολούνται στο άλλα κράτη μέλη, συνιστούσαν διάκριση και περιορισμό της ελευθερίας εγκατάστασης, καθώς αντιμετώπιζαν διαφορετικά εταιρείες που βρίσκονταν σε παρόμοια κατάσταση. Το ΔΕΕ έκρινε επίσης ότι αυτή η διάκριση δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί από την ανάγκη προώθησης της απασχόλησης στο Βέλγιο ή από τη συνοχή του φορολογικού συστήματος, καθώς το μέτρο δεν ήταν ανάλογο με αυτούς τους στόχους. Η απόφαση αυτή είναι σχετική για το ελληνικό φορολογικό μέτρο, διότι δείχνει ότι το ΔΕΕ ***δεν αποδέχεται φορολογικούς κανόνες που ευνοούν ή τιμωρούν ορισμένους τύπους επιχειρηματικών οντοτήτων με βάση τη νομική μορφή, τον τόπο εγκατάστασης ή τη δραστηριότητα της επιχειρηματικής οντότητας*** και ότι απαιτεί από τα κράτη μέλη να παρέχουν ένα συνεπές και ορθολογικό φορολογικό σύστημα που θα σέβεται τις θεμελιώδεις ελευθερίες. ΣΥΝΕΠΩΣ: Το σχεδιαζόμενο ελληνικό φορολογικό μέτρο δημιουργεί διαφορά μεταχείρισης μεταξύ μεμονωμένων δικηγορικών, λογιστικών κλπ. γραφείων ή ατομικών επιχειρήσεων και δικηγορικών, λογιστικών κλπ. γραφείων που ιδρύονται ως εταιρείες, με βάση τη νομική μορφή της επιχειρηματικής οντότητας. Αυτή η διαφορετική μεταχείριση μπορεί να επηρεάσει την ελευθερία εγκατάστασης των δικηγόρων που επιθυμούν να ιδρύσουν ή να εργαστούν σε δικηγορικό γραφείο στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος μέλος, καθώς ενδέχεται να αποθαρρύνονται από την επιλογή μιας συγκεκριμένης νομικής μορφής λόγω της υψηλότερης φορολογικής επιβάρυνσης. Επιπλέον, η διαφορετική μεταχείριση μπορεί επίσης να επηρεάσει την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων και την ελευθερία παροχής υπηρεσιών των δικηγόρων που επιθυμούν να εργαστούν ή να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος μέλος, καθώς ενδέχεται να αντιμετωπίσουν μειονεκτική θέση εάν λειτουργούν ως ατομικές επιχειρήσεις σε σύγκριση με δικηγορικά γραφεία που ιδρύονται ως εταιρείες. Το ελληνικό φορολογικό μέτρο συνιστά διάκριση ή περιορισμό των θεμελιωδών ελευθεριών, εκτός εάν μπορεί να δικαιολογηθεί από βάσιμο λόγο δημοσίου συμφέροντος και είναι ανάλογο με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Ωστόσο, είναι αμφίβολο ότι η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να παράσχει μια τέτοια αιτιολόγηση, καθώς το μέτρο δεν φαίνεται να επιδιώκει κανέναν από τους προαναφερθέντες στόχους, αλλά επιβάλλει αυθαίρετη και δυσανάλογη φορολογική επιβάρυνση σε μεμονωμένες δικηγορικές εταιρείες ή ατομικές επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως των πραγματικών εσόδων ή εξόδων τους. Συμπερασματικά, η πρόταση της ελληνικής φορολογικής νομοθεσίας, φορολογώντας τις ατομικές επιχειρήσεις περισσότερο από τις εταιρικές οντότητες, εγείρει σημαντικές ανησυχίες βάσει των αρχών του δικαίου της ΕΕ περί μη διάκρισης και ελεύθερης κυκλοφορίας, καθώς και δυνητική παραβίαση των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις και στρέβλωση του ελεύθερου ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά. Ως εκ τούτου, το ελληνικό φορολογικό μέτρο είναι ασυμβίβαστο με το δίκαιο της ΕΕ και θα πρέπει να καταργηθεί ή να τροποποιηθεί για να διασφαλιστεί δίκαιη και ίση φορολογική μεταχείριση όλων των τύπων επιχειρηματικών οντοτήτων, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή ή τον τόπο εγκατάστασής τους.