• Με το άρθρο αυτό προσδιορίζεται ο τρόπος υπολογισμού του ελάχιστου τεκμαιρόμενου κέρδους με βάση την παλαιότητα του επιχειρηματία, το μισθοδοτικό του κόστος και τον τζίρο του. Το μέτρο αυτό εξισώνει όλους τους κλάδους, δεν λαμβάνει υπόψιν διαφορετικά περιθώρια κέρδους (τα οποία είναι εύκολο να οριστούν εκ νέου μέσα από τα σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα που διαθέτει η ΑΑΔΕ) καθώς και πληθυσμιακά κριτήρια. Αντί αυτού, δημιουργείται μια εύκολη λύση ενός οριζόντιου μέτρου που ευνοεί επιχειρηματίες που λειτουργούν με μεγάλα περιθώρια κέρδους και αδικεί κατάφορα τους λοιπούς οι οποίοι είναι και περισσότεροι. Επιπλέον, είναι απαράδεκτος ο τρόπος σύνδεσης του μισθοδοτικού κόστους με τον προσδιορισμό του κέρδους. Οι επιχειρήσεις θα αναγκαστούν (ή θα έχουν κίνητρο) να μειώσουν το κόστος αυτό με απολύσεις ή μείωση των ωρών εργασίας ώστε να έχουν καλύτερη φορολόγηση. Αυτό οδηγεί σε λιγότερες ασφαλιστικές εισφορές για το Κράτος αλλά και έρχεται αντίθετα σε ένα βασικό στόχο της Κυβέρνησης που είναι η μείωση της ανεργίας. Όσο αφορά τον τρόπο σύνδεσης τζίρου και εισοδήματος, θεωρούμε λάθος τον τρόπο εφαρμογής αυτού, αφού καμία επιχείρηση – ούτε λογιστής – έχει γνώση για το ποιος είναι ο μέσος όρος του ετήσιου κύκλου εργασιών του αντίστοιχου Κωδικού Αριθμού Δραστηριότητας (Κ.Α.Δ.) και συνεπώς δεν δύναται να ξέρει πως θα διαμορφωθεί το ελάχιστο τεκμαρτό κέρδος. Ορθό και πρέπον, θα ήταν να υπάρξει πρώτα μια λίστα ανά ΚΑΔ από το Υπουργείο ώστε όλοι οι επιτηδευματίες να γνωρίζουν με ακρίβεια τα δεδομένα που διαμορφώνονται. Σε διαφορετική περίπτωση, από την στιγμή που πρόκειται και για αναδρομικό μέτρο, αυτό έρχεται ενάντια στην αρχή βεβαιότητας του φόρου. Η παράγραφος 3 του άρθρου αναφέρει περιπτώσεις με τις οποίες ο φορολογούμενος μπορεί να αμφισβητήσει το ελάχιστο τεκμαρτό κέρδος. Η Κυβέρνηση με την παρουσίαση του νομοσχεδίου είχε εξαγγείλει ότι το ελάχιστο κέρδος θα είναι «μαχητό» αλλά σε αυτό το σημείο ορίζει συγκεκριμένες περιπτώσεις που μπορεί ο επιτηδευματίας να απευθυνθεί στην Φορολογική Διοίκηση και ουσιαστικά αποθαρρύνει οποιαδήποτε άλλη ενέργεια. Έπρεπε να προστεθούν περιπτώσεις όπως η εποχικότητα καθώς και να οριστεί συγκεκριμένη διαδικασία για όλους τους φορολογούμενους που αμφισβητούν το τεκμαρτό κέρδος να προσφεύγουν προς απόδειξη της πραγματικότητας. Η παράγραφος 4 αναφέρει «Το ελάχιστο τεκμαιρόμενο κέρδος που προσδιορίζεται με το παρόν και τα άρθρα 28Β έως 28Δ εξομοιώνεται με το πραγματικό δηλούμενο εισόδημα από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας.». Εδώ δημιουργείται η εξής απορία. Αυτό θα ισχύει μόνο για να κοπούν ή να μειωθούν επιδόματα και λοιπές παροχές ή θα το λάβουν υπόψιν και Τράπεζες για τυχόν δανεισμό; Η απάντηση ίσως πρέπει να δοθεί από τα Τραπεζικά ιδρύματα αλλά καλό θα ήταν από την στιγμή που πρόκειται για νόμο του Κράτους να υπάρχει περισσότερη σαφήνεια και πρόβλεψη.