Αρχική ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣΆρθρο 13 Ελάχιστο τεκμαιρόμενο κέρδος από την άσκηση ατομικής επιχειρηματικής δραστηριότητας – Προσθήκη άρθρου 28Α στον Κώδικα Φορολογίας ΕισοδήματοςΣχόλιο του χρήστη ΚΩΣΤΑΣ | 27 Νοεμβρίου 2023, 22:42
Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Νομοσχέδιο αντισυνταγματικό (παράβαση βασικών αρχών και προστατευτικών των δικαιωμάτων διατάξεων του Συντάγματος όπως η αρχή ισότητας και ειδικά ισότητας στα δημόσια βάρη, αρχή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, αρχή της αναλογικότητας, υπέρμετρος περιορισμός της προσωπικής και επαγγελματικής ελευθερίας, παραβίαση του άρθρου 17 Σ για την προστασία της ιδιοκτησίας-περιουσίας κλπ...). Το εν λόγω νομοσχέδιο με την επιβολή οριζόντιας φορολογικής επιβάρυνσης των ελευθέρων επαγγελματιών, των επιστημόνων και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που τους οδηγεί σε αφανισμό και οικονομική εξαθλίωση δεν εξυπηρετεί την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής αλλά τουναντίον α) ευνοεί τους λίγους, ήτοι τις μεγάλες εταιρείες και τα μεγάλα εισοδήματα σε βάρος των πολλών (Ενδεικτικό των ανωτέρω είναι το άρθρο 46 αυτού με τίτλο "Μείωση συντελεστή φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίου"), και β) αποτελεί μια αθέμιτη προσπάθεια μείωσης του αριθμού των ελεύθερων επαγγελματιών μέσω της θέσπισης υπέρμετρου "ελάχιστου τεκμαρτού εισοδήματος", επιβολής δηλαδή κεφαλικού φόρου δυσβάσταχτου για όσους κερδίζουν λιγότερα από τα "προβλεπόμενα" που εκ του αποτελέσματος θα τους αναγκάσει να εγκαταλείψουν το ελεύθερο επάγγελμα. Η εισαγωγή φορολογητέου «τεκμαρτού» εισοδήματος, με τη φορολόγηση δηλαδή εισοδήματος που δεν έχει πραγματικά αποκτηθεί, και μάλιστα προσαυξημένου αφενός με βάση το χρόνο άσκησης του επαγγέλματος και αφετέρου σωρευτικά με βάση το ετήσιο κόστος μισθοδοσίας και τον μέσο όρο του ετήσιου τζίρου του ΚΑΔ, και μάλιστα χωρίς να αναγνωρίζονται πραγματοποιηθέντα επαγγελματικά έξοδα έχει ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη φορολόγηση με βάση εισοδήματα άλλων (πάνω μάλιστα και από τα ακαθάριστα έσοδα!), κατά παράβαση του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία "οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους", δηλαδή σύμφωνα με την πραγματική τους φοροδοτική ικανότητα. Εξίσου προβληματική είναι η αυθαίρετη λογική του νομοσχεδίου περί τεκμαιρόμενου «μόνιμου κέρδους» των ατομικών επιχειρήσεων με τη σχετική πρόβλεψη διάταξης του νομοσχεδίου (βλ. άρθρο 11) όπου οι ατομικές επιχειρήσεις δεν μπορούν να εμφανίσουν ζημία την οποία θα μπορούν να μεταφέρουν από το ένα έτος στο άλλο κατά την εφαρμογή του ελάχιστου τεκμαιρόμενου κέρδους, την στιγμή που στα νομικά πρόσωπα/εταιρείες αυτό θα είναι επιτρεπτό (Προς τι άραγε αυτή η διάκριση;). Η επιχειρούμενη ταύτιση-εξομοίωση των ελεύθερων επαγγελματιών-μη μισθωτών με τους μισθωτούς, ήτοι κατηγοριών με ουσιωδώς διαφορετικές συνθήκες απασχολήσεως και παραγωγής εισοδήματος, αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας [Σ άρθρο 4], από της απόψεως της ενιαίας μεταχειρίσεως προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες(όπως έχει ήδη κρίνει και το ΣτΕ με τις υπ’ αρ. 1880 και 1888/2019 αποφάσεις του). Σημειωτέον ότι οι ελεύθεροι επαγγελματίες δεν έχουν 14 μισθούς (δώρα και επιδόματα), πολλοί δεν εργάζονται όλο το χρόνο (12μήνο), και δεν απολαμβάνουν το αφορολόγητο εισόδημα ούτε τις εκπτώσεις και τις απαλλαγές των μισθωτών. Για τον δε προσδιορισμό του «τεκμαρτού» φορολογητέου εισοδήματος παραπλανητικά χρησιμοποιείται, όχι ο καθαρός φορολογητέος μισθός του μισθωτού, αλλά ο μικτός μισθός, συνυπολογιζομένων και των ασφαλιστικών εισφορών, την ίδια στιγμή που ο μισθωτός φορολογείται επί του καθαρού εισοδήματος αφαιρουμένων δηλαδή των ασφαλιστικών εισφορών και λοιπών κρατήσεων. Επιχειρείται συνεπώς, κατά παράβαση της αρχής της ισότητας, αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων και ενιαία μεταχείριση προσώπων τελούντων υπό διαφορετικές συνθήκες βάσει άσχετων μεταξύ τους κριτηρίων. Η άδικη και υπέρμετρη φορολόγηση που θα επιβληθεί στους μικρομεσαίους ελευθέρους επαγγελματίες καθώς θα φορολογηθούν για εισόδημα τεκμαρτό που δεν έχει πραγματικά αποκτηθεί, συνιστά υπερβολικό, δυσανάλογο και δυσβάσταχτο βάρος γι’ αυτούς που κλονίζει την οικονομική και περιουσιακή τους κατάσταση, που σε συνδυασμό με την ήδη επιβολή υπέρογκων ασφαλιστικών εισφορών που θα αυξηθούν ξανά από 1/1/2024, θα τους οδηγήσει στην οικονομική εξαθλίωση στερούμενοι ενός ικανοποιητικού και αξιοπρεπούς επιπέδου διαβιώσεως που θα τους εξασφαλίζει τους όρους όχι μόνο της φυσικής τους υποστάσεως, αλλά και της συμμετοχής τους στην κοινωνική ζωή (βλ. σχετ. νομολογία ΣτΕ). Η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής προϋποθέτει έναν ουσιαστικό διάλογο μεταξύ όλων των φορέων, με στόχο ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα που θα λαμβάνει υπόψιν τις συνταγματικές επιταγές, τις πραγματικές συνθήκες ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και τις ιδιαιτερότητες κάθε επαγγέλματος, και θα έχει ως βάση τη συνεισφορά εκάστου στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις πραγματικές δυνάμεις του και όχι με «τεκμαρτά» απολύτως ανύπαρκτα εισοδήματα. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ : Νομοσχέδιο με αντισυνταγματικές διατάξεις που θα πρέπει ΝΑ ΑΠΟΣΥΡΘΕΙ ΑΜΕΣΑ.