Αρχική Διάλογος για ένα Δίκαιο και Aποτελεσματικό φορολογικό σύστημα19) Επισημαίνεται ότι το προαναφερθέν μέτρο για την επέκταση των εκπτώσεων από το φορολογητέο εισόδημα φυσικών προσώπων ποσών βάσει αποδείξεων αγορών, έχει επίσης ως στόχο τον περιορισμό της φοροδιαφυγής.Σχόλιο του χρήστη Κωνσταντίνος Ν. Στρατηλάτης | 24 Δεκεμβρίου 2009, 21:25
Μία καλή αρχή για την προώθηση φορολογικής δικαιοσύνης είναι η προτεινόμενη διασύνδεση του ποσού που απαλλάσσεται φόρου με τη συλλογή αποδείξεων. Αντίθετα, θεωρώ άδικη τη σύνδεση των αποδείξεων με εκπτώσεις από τον φόρο που καταβάλλεται ή και με μείωση του συνολικού φορολογητέου εισοδήματος. Διότι με αυτόν τον τρόπο μειώνεται ίσως οριακά η φοροδιαφυγή ορισμένων επαγγελματιών, πλην όμως χάνει το κράτος πόρους που, εάν δεν υπήρχε φοροδιαφυγή, θα εδικαιούτο (βάσει των γενικών κανόνων και αρχών της φορολογικής δικαιοσύνης) να εισπράξει. Αποτελεί δηλαδή η έκπτωση φόρου βάσει αποδείξεων (α) επιβεβαίωση της αδυναμίας του κράτους να καταπολεμήσει τη φοροδιαφυγή, με τραγικές αν και αδιόρατες πολλές φορές συνέπειες σε ό,τι αφορά το επίπεδο φορολογικής συνείδησης των πολιτών (βλ. επόμενη παράγραφο), (β) άδικο κόπο και σπατάλη πόρων για τις δημόσιες υπηρεσίες που ασχολούνται με την εφαρμογή του μέτρου(άδικο κόπο διότι τα ποσά που κερδίζει με το ένα χέρι το κράτος από τη μείωση της φοροδιαφυγής των επαγγλματιών τα χάνει ούτως ή άλλως από το άλλο χέρι με την έκπτωση φόρου) και μάλιστα (γ) επιβράβευση της φοροδιαφυγής των ελεύθερων επαγγλματιών (διότι αυτοί που θα κληθούν να καλύψουν τα κενά που προκύπτουν από τη μείωση φόρων θα είναι και πάλι οι μισθωτοί, αυτοί δηλαδή που κέρδισαν προσωρινά κάποιο όφελος από τη συλλογή αποδείξεων). Με μία λέξη, η σύνδεση των αποδείξεων με έκπτωση φόρου συνιστά "τρύπα στο νερό" (επαναλαμβάνω ότι συμφωνώ απόλυτα με τη σύνδεση αποδείξεων και φορο-απαλλασσόμενου εισοδήματος). "Τρύπα στο νερό" η οποία δίνει το λάθος μήνυμα στους φορολογούμενους, μάλιστα. Όλα τα μέτρα που προτείνετε κύριε Υπουργέ έχουν πιθανότητα επιτυχίας μόνο εάν στηριχθούν σε προηγούμενη ορθή τοποθέτηση όχι μόνο του ζητήματος της φορολογικής δικαιοσύνης (ποιοί πληρώνουν πόσο) αλλά επίσης του ζητήματος της ακριβοδίκαιης τήρησης των κανόνων της φορολογικής δικαιοσύνης από τους άμεσα ενδιαφερόμενους. Εξηγούμαι: Το να μη δίνουμε ΚΑΙ το να μη ζητούμε αποδείξεις δεν αποτελεί απλώς αντικοινωνική αλλά επιπλέον εγκληματική συμπεριφορά. Έως σήμερα τα όποια κατασταλτικά μέτρα αφορούσαν αποκλειστικά αυτούς που δεν εκδίδουν αποδείξεις, με αποτέλεσμα το "γήπεδο" της συναλλαγής μεταξύ πωλητή-αγοραστή να μένει ανοιχτό (διότι εάν ο πωλητής επιθυμεί να αναλάβει το ρίσκο και ο αγοραστής κερδίζει χωρίς να κινδυνεύει, τότε ποιό το πρόβλημα να κερδίσουν και οι δύο;) Τα πράγματα θα μπορούσαν να αλλάξουν μόνο εάν ΚΑΙ ο αγοραστής γνώριζε ότι κινδυνεύει να τιμωρηθεί για την εγκληματική συμπεριφορά του. Τότε ίσως να σκεφτόταν για δεύτερη φορά να βγει από το κατάστημα χωρίς απόδειξη. Εν πάση περιπτώσει, εάν τα ορθά μέτρα ήπιας πολιτικής που προτείνετε μείνουν ορφανά από τη δυνατότητα κατασταλτικού ελέγχου τήρησής τους από όλους (έναντι όλων), τότε: (α) Δημιουργείται η πεποίθηση σε κάθε μέλος αυτής της κοινωνίας ξεχωριστά ότι δεν φταίει ο ίδιος για την κατάσταση αλλά ο διπλανός του, (β) δίνεται η δυνατότητα σε όποιον ζητεί αποδείξεις να πάψει να το κάνει, με την εύκολη δικαιολογία ότι αυτός χάνει, εφόσον οι λοιποί καταναλωτές δεν το κάνουν ή το κάνουν ανάλογα με το εάν θα κερδίσουν κάποια έκπτωση φόρου (εδώ η σύνδεση μεταξύ της πολιτικής κινήτρων και της κατασταλτικής πολιτικής γίνεται άμεση), (γ)με τη σκέψη επιπλέον ότι εάν δεν ζητήσει απόδειξη το πολύ-πολύ να χάσει μία έκπτωση φόρου, χωρίς να διακινδυνεύει τίποτα περισσότερο. κύριε Υπουργέ, Μία κοινωνία η οποία δεν ενδιαφέρεται για την αυστηρή τήρηση των νόμων, μία κοινωνία η οποία παραιτείται από την τήρηση των νόμων, δίνοντας κίνητρα στους ιδιώτες-μέλη της να τους τηρούν μόνο εάν τους συμφέρει, είναι μία κοινωνία ανισότητας στη βάση της και όχι μόνο στα επιμέρους πολιτικά και κοινωνικο-οικονομικά χαρακτηριστικά της. Είναι επιπλέον μία κοινωνία που παραιτείται από την πολιτική ικανότητά της, μία κοινωνία που εναποθέτει τις ελπίδες της σε αυτόματους πιλότους και σε αόρατα χέρια. Ένα παράδειγμα από άλλον χώρο, τον χώρο της οδικής κυκλοφορίας είναι ίσως αρκετό για να γίνουν κατανοητά τα παραπάνω. Φτιάχτηκαν στη Θεσσαλονίκη ποδηλατόδρομοι για να δώσουν ένα κίνητρο στους πολίτες να μην χρησιμοποιούν τα αυτοκίνητά τους, έτσι ώστε να απαλυνθεί κάπως η κατάσταση κυκλοφοριακής συμφόρησης. Το μέτρο δεν συνοδεύτηκε βέβαια από αστυνόμευση της τήρησής του και οι ασυνείδητοι αυτοκινηστές παρκάρουν πλέον έξω από αυτέρς τις λωρίδες, κλείνοντας τελείως το δρόμο. Όπως κάθε μέτρο (και... μετρό) στο πεδίο αυτό της δημόσιας πολιτικής, κατέληξε να γίνει μία τρύπα στο νερό, η οποία καθόσον φαντάζομαι κόστισε αρκετά εκατομμύρια ευρώ σε διάφορους τεχνοκράτες μελετητές. Το πρόβλημα δεν είναι μόνον ότι έτσι το κυκλοφοριακό δεν λύνεται, ούτε πρόκειται φυσικά να λυθεί το συνολικό πρόβλημα της ποιότητας ζωής στην πόλη χωρίς αστυνόμευση. Το πρόβλημα είναι επίσης ότι γελοιοποιείται για μία ακόμη φορά ο νόμος και η δυνατότητα όλων μας να ψηφίζουμε εκπροσώπους που θα ψηφίζουν νόμους. Πρόκειται για μία ακόμη περίπτωση όπου η νομοθετική ευφυία κατέληξε να υπονομεύει την ίδια την ιδέα του νόμου. Φροντίστε λοιπόν να μην γίνουν και τα μέτρα της φορολογικής πολιτικής σας με τον ίδιο τρόπο περίγελος, να μην αποτελέσει η προσπάθειά σας μία ακόμη τρύπα στο νερό, χάριν όσων επενδύουν για διάφορους λόγους όχι μόνο στην έλλειψη φορολογικής δικαιοσύνης αλλά στην έλλειψη νόμου και πολιτείας γενικώς. Να γνωρίζετε ότι απέναντί σας δεν θα βρείτε μόνο τα κάθε λογής οργανωμένα συμφέροντα (media, επαγγελματίες φοροφυγάδες κ.λπ.) Θα βρείτε και τον εθισμένο στην ακινησία έλληνα πολίτη, ο οποίος δυστυχώς έχει συνηθίσει να τηρεί τους νόμους μόνο όταν τον συμφέρει και όχι επειδή πιστεύει στην δημοκρατική πολιτεία και στις ικανότητές της. Με εκτίμηση, Κώστας Στρατηλάτης Δρ. Νομικής Α.Π.Θ.