Αρχική Όροι αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας στις παραθαλάσσιες περιοχές και άλλες διατάξειςΆρθρο 6 Κοινόχρηστος χαρακτήρας και ιδιοκτησιακό καθεστώς αιγιαλού, παραλίας, παλαιού αιγιαλού και παλαιάς όχθης των μεγάλων λιμνών και των πλεύσιμων ποταμώνΣχόλιο του χρήστη ΕΝ.Ι.Α.Δ | 5 Φεβρουαρίου 2024, 20:41
Η Ένωση Ιδιοκτητών Ακινήτων Δωδεκανήσου, ως ένας κομβικός φορέας από την Κοινωνία των Πολιτών στον παραμεθόριο Νομό της Δωδεκανήσου έχει αναδείξει τους προβληματισμούς και τις αντιφάσεις, γύρω από το νομικό καθεστώς της ιδιωτικής ακίνητης περιουσίας και όλων των δικαιωμάτων και έννομων συμφερόντων που συναθροίζονται σχετικά με αυτήν, έχει ενημερώσει σχετικά με τις κυβερνητικές ενέργειες οι οποίες εξαίρεσαν την επίλυση στις αγκυλώσεις και στις αντιφάσεις που παράγει το Κτηματολογικού Καθεστώτος που ισχύει ιστορικά στη περιοχή των Δωδεκανήσων (Ιταλικό Κανονιστικό Διάταγμα 132/1929 και διατήρησή του υπό το άρθρο 8 Ν.510/1947) σε σχετικά νομοσχέδια, και επιτρέπουν ακόμα την ύπαρξη ενός κατακτητικού κανονισμού ο οποίος έρχεται σε εμφανή σύγκρουση με το Σύνταγμα, τις αρχές και τους κανόνες του ευρωπαϊκού κράτους δικαίου ιδίως, με αποτέλεσμα να εξακολουθούν να κινδυνεύουν 20000 ιδιοκτησίες στα νησιά μας. Παρότι το νομοθετικό πλαίσιο και οι προδιαγραφές της κτηματογράφησης επί ιταλοκρατίας αλλά και επί οθωμανικής κυριαρχίας στηρίζονταν ως επί το πλείστον στο δίκαιο της….. σκοπιμότητας με πλήθος από καταχρηστικές παραδοξότητες, το ελληνικό Δημόσιο από την Ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων στην ελληνική έννομη τάξη μέχρι και σήμερα δεν φρόντισε με ειδικό θεσμικό και κανονιστικό σχεδιασμό και πλαίσιο να αποκαταστήσει των σύνολο των πλημμελειών θρέφοντας επιπρόσθετα τη διαιώνιση των πρακτικών και έννομων στρεβλώσεων. Η Ελληνική Πολιτεία, υιοθετώντας κατ’ αποκλειστικότητα τα Ιταλικά κεκτημένα και δεδομένα χωρίς καμία αιτιολογημένη ρυθμιστική εκτίμηση αποδέχθηκε και επικύρωσε τις προβλέψεις των διατάξεων του άρθρου 3 του Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου Κ.Δ. 132/1929 που όριζε τον αιγιαλό, προσαυξάνοντάς κατά δώδεκα μέτρα τα όρια της οριογραμμής του αιγιαλού, όπως ορίζουν οι διατάξεις του για τις εκτός αστικών κέντρων περιοχές, καθώς και τις θαλάσσιες παραλίες μέχρι και τα όρια πάσης ιδιοκτησίας δημόσιας ή ιδιωτικής. Μια διάταξη του κανονισμού η οποία εγείρει ερωτήματα ως προς την πραγματική της ερμηνεία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, τεράστιες εκτάσεις γης, με χιλιάδες ιδιοκτησίες, στην παράκτια ζώνη των νησιών, να μην κτηματογραφηθούν με την αιτιολογία πως βρίσκονταν στην ζώνη της παραλίας. Αξίζει ενδεικτικά να επισημανθεί πως εντελώς ανορθολογικά η απόσταση της ιδιάζουσας «δωδεκανησιακής» οριογραμμής της παραλίας, από τα πραγματικά όρια του αιγιαλού και της πραγματικής παραλίας, φτάνει ακόμα και 800 μέτρα μακριά σε κάποιες περιπτώσεις! Για να γίνει ευκόλως κατανοητό για το «ανυπόστατο» της οριογραμμής της παραλίας στα νησιά μας, να σημειώσουμε πως η οριογραμμή της Παραλίας δεν είναι προϊόν οριοθέτησης όπως προβλέπεται από το νόμο αλλά προϊόν κτηματογράφησης από κατακτητές που επι της ουσίας ορίζει τα όρια του Φυσικού Φαινομένου του Αιγιαλού με τρόπο, που όπως αναφέρει και η ΚΥΔ, είναι από τη μια μεριά η θάλασσα και από την άλλη οι ιδιοκτησίες που κατέγραψαν οι κατακτητές όπου και αν βρίσκονται αυτές, τρόπος που δεν έχει καμία περιβαλλοντική ευαισθησία συγκριτικά με τον ισχύοντα σε όλη την επικράτεια νόμο. Αντίθετα με τους σημερινούς, ισχύοντα Νόμο 2971/2001 κλπ., τα άρθρα 4 και 17 του Συντάγματος, και την Ευρωπαϊκή Συνθήκη για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τα οποία προστατεύουν το Δικαίωμα της Ιδιοκτησίας, τις αρχές της ισότητας, της νομιμότητας και του Κράτους Δικαίου, το τοπικό αυτό Κανονιστικό Διάταγμα έρχεται σε πλήρη αντιπαράθεση και περιέχει στοιχεία εμφανούς αντισυνταγματικότητας. Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι η δημιουργία πολιτών δυο ταχυτήτων σε ένα κράτος με πολλαπλές έννομες τάξεις και συσχετισμούς εντός του εθνικού και μόνο δικαίου, χωρίς να αντιμετωπίζονται οι α-συγχρονίες της ιστορίας και τα κακώς κείμενα του παρελθόντος. Μέχρι και σήμερα οι πολίτες της Δωδεκανήσου είναι δέσμιοι χρόνιας διοικητικής αδράνειας, λόγω της οριζόντιας διατήρησης του Κτηματολογικού Κανονισμού και της διάκρισης του έναντι των ισχυόντων νόμων, καθώς τεκμαίρονται από τις διατάξεις του, ως καταπατητές και διώκονται με διοικητικές πράξεις κατεδάφισης και υπέρογκων προστίμων που τους έχουν εξαθλιώσει οικονομικά και ψυχικά. Αξίζει να σημειώσουμε πως με το εν λόγω άρθρο 3 του Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου ΚΔ 132/1929 και την ισχύουσα τοπική νομοθεσία, εκτός των εξαιρουμένων της ιταλικής κτηματογράφησης ιδιωτικών ιδιοκτησιών, που ξεπερνούν τις 8.000 περιπτώσεις βάσει των στοιχείων της κτηματικής υπηρεσίας που κατατέθηκαν στην Βουλή τον Απρίλιο του 2019 από τον τότε βουλευτή Δωδεκανήσου της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρη Γάκη, με την ίδια ακριβώς αιτιολογία χαρακτηρίζονται ως αυθαίρετα και κρατικά ή δημοτικά ακίνητα, ακόμα και ιστορικής σημασίας όπως πχ το μνημείο Πηγών Καλλιθέας, Έλλη κ.α., τα οποία με βάση την Ιταλική κτηματογράφηση κείνται εκτός κτηματολογικών μερίδων, και παρότι δημιουργήθηκαν από τις κατοχικές δυνάμεις, δεν κτηματογραφήθηκαν ούτε αυτά, πράγμα που αποδεικνύει περίτρανα πως η κτηματογράφηση έμεινε σκόπιμα αλυσιτελής, αλλά και πως οι κατακτητές είχαν ως πρόθεσή τους την κατά το δοκούν αξιοποίηση των παράκτιων περιοχών των νησιών, η οποία εξαιτίας του Β Παγκοσμίου Πολέμου δεν ολοκληρώθηκε. Είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο ότι αυτά ακριβώς τα «αυθαίρετα» ιστορικής σημασίας μνημεία, σε συνδυασμό με τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις των νησιών μας, που πλήττονται από το πρόβλημα, συνετέλεσαν στην τουριστική ανάπτυξη των νησιών και στην επί δεκαετίες αύξηση του τουριστικού ΑΕΠ της χώρας μας επιβιώνοντας σε έναν κυκεώνα φθοράς και αφθαρσίας. Η εν λόγω διάκριση στην διαδικασία οριοθέτησης του αιγιαλού και της παραλίας έχει ως αποτέλεσμα την εξαίρεση ιδιοκτητών αλλά και τον φραγμό σε μεγάλες επενδύσεις αειφόρου [3] ανάπτυξης, πράσινων επενδύσεων, λιμενικών έργων κ.α. που ματαιώνονται λόγω του τοπικού αυτού καθεστώτος. Οι ιδιαιτερότητες της απόδειξης του εμπράγματου δικαιώματος των ιδιοκτητών λόγω των οθωμανικών ιδιαιτεροτήτων μούλκ, αρζί μιρι, τεσσαρούφ κλπ.(εν έτη 2022) και η αντίστοιχη η έλλειψη νομοθετικού πλαισίου που να αποκαθιστά και να αντιστοιχεί ευθέως τα σύγχρονα περιουσιακά και ιδιοκτησιακά δικαιώματα αποτελεί τροχοπέδη στις εγγραφές ιδιοκτησιών στον ενιαίο φορέα, που με βάση την ισχύουσα νομοθεσία δεν δύναται να αναγνωρίσει τα δικαιώματα των ιδιοκτησιών, με αποτέλεσμα χιλιάδες προσφυγές των ιδιοκτητών στα διοικητικά δικαστήρια για την ανάγκη απόδειξης των αυτονόητων κ.α Προς την κατεύθυνση ευρέσεως μιας εφαρμόσιμης και αποτελεσματικής λύσης απευθυνθήκαμε στον διακεκριμένο Έλληνα Συνταγματολόγο Καθηγητή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, και μεταξύ άλλων πρώην Αντιπρόεδρο της ελληνικής κυβέρνησης, πρώην υπουργό Οικονομικών, Εξωτερικών και Δικαιοσύνης κ. Ευάγγελο Βενιζέλο, από οποίο και ζητήσαμε επιστημονική Γνωμοδότηση-Μελέτη σχετικά με την αντισυνταγματικότητα των οικείων διατάξεων του Κτηματολογικού Κανονισμού, ιδίως επί του ειδικού καθεστώτος επί του Αιγιαλού και της Παράλιας. Ο Καθηγητής κ. Ευάγγελος Βενιζέλος στη μελέτη που μας παρέδωσε και με την παρούσα επιστολή σας επισυνάπτουμε, τεκμηρίωσε ευθέως την αντισυνταγματικότητα του άρθρου 3 του Κ.Δ. 132/1929 με αδιάσειστα στοιχεία βασισμένα στο Ελληνικό Σύνταγμα, τις Ευρωπαϊκές και Διεθνής συνθήκες, τους νόμους αλλά και τη σχετική νομολογία του ΣτΕ Όπως αταλάντευτα προκύπτει, το άρθρο 3 Κ.Δ. 132/1929 είναι αντισυνταγματικό για πολλούς λόγους αλλά κυρίως επειδή αντιστρατεύεται την αρχή της ισότητας και της αναλογικότητας του άρθρου 4 παρ. 1 και του άρθρου 25 παρ. 3 του Συντάγματος αντίστοιχα. Για αυτό και κρίνεται επιτακτική η ρητή ενοποίηση της νομοθεσίας περί οριοθέτησης του αιγιαλού ώστε να εφαρμόζεται ενιαία σε όλη την επικράτεια ο τρόπος καθορισμού του αιγιαλού που προβλέπεται στο άρθρο 1 του Ν. 2971/2001. Έχοντας ως ισχυρό τεκμήριο την Γνωμοδότηση του κ Βενιζέλου ξεκινήσαμε την ενημέρωση προς πάσα πολιτική κατεύθυνση με δεκάδες επιστολές και τηλεδιασκέψεις για την εξεύρεση μιας δίκαιης και Συνταγματικώς ανεκτής λύσης αφού οι πολιτικές Δυνάμεις στο Σύνολο τους είχαν διαπιστώσει το δίκαιο αίτημα μας. Μετά από συνεχείς προσπάθειες η Γενική Γραμματεία κοινοβουλευτικών Θεμάτων διέταξε την σύσταση νομοπαρασκευαστικής επιτροπής για την μετάπτωση των Κτηματολογίων στο Κτηματολόγιο ΑΕ, και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η αιτιολογική της έκθεση για τον Ιταλικό Κανονισμό «..Μάλιστα, ο τελευταίος περιλαμβάνει ειδικές διατάξεις ουσιαστικού δικαίου που εισάγουν αποκλίσεις από τα γενικά ισχύοντα στη λοιπή επικράτεια, όπως διατάξεις για την κτήση κυριότητας με χρησικτησία (κτητική παραγραφή). Σκοπός της αξιολογούμενης ρύθμισης είναι η κατάργηση του Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου και η ένταξη των παραπάνω περιοχών στο σύστημα του Εθνικού Κτηματολογίου», έκθεση η οποία τεκμηριώνει τις θέσεις μας καθώς γίνεται η ευθεία παραδοχή των διακρίσεων που υφίστανται. Κατά την ανάρτηση της διαβούλευσης έγινε αντιληπτό στην τοπική κοινωνία πως αναφορικά με την επίλυση του ζητήματος, δεν είχε προβλεφθεί απολύτως τίποτα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, τα σχόλια που έγιναν από τους πολίτες επι της διαβούλευσης που επι της ουσίας εξέφρασαν την δυσαρέσκεια τους ως προς την αξιοπιστία του πολιτικού μας συστήματος. Η Ένωση μας εξακολούθησε να «μάχεται» και αφού κατά την πρώτη ανάγνωση του νομοσχεδίου τέθηκαν ερωτήματα αναφορικά με την εν νέου εξαίρεση από το σύνολο των κομμάτων της αντιπολίτευσης αλλά και από τους εισηγητές της Κυβέρνησης, κλήθηκε κατά την δεύτερη συνεδρίαση και στην ακρόαση των φορέων να καταθέσει τις θέσεις της. Κατά την διαδικασία, όπως έχουν καταγραφεί στα πρακτικά της Βουλης, πέραν της δικής μας θέσης, το σύνολο των φορέων που κλήθηκαν όπως ο Δικηγορικός Σύλλογος Ρόδου, το Τεχνικό Επιμελητήριο, το Οικονομικό Επιμελητήριο και άλλοι, αναγνώρισαν την ύπαρξη του ζητήματος και του δίκαιου αιτήματος μας και τέθηκαν υπέρ μιας τροποποίησης του υφιστάμενου νομικού πλαισίου που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε στο Νομοσχέδιο της Μετάπτωσης με την επίκληση πως ήταν αρμοδιότητα του Υπ. Οικονομικών. Μετά τις συνεχείς αναβολές του Υπουργείου Οικονομικών και την εκ νέου εξαίρεσή της νομοθετικής ρύθμισης, αναφορικά με την τροποποίηση του νόμου 2971/2001 και ειδικότερα του άρθρου 26 «Καθεστώς Δωδεκανήσου» σε συνδυασμό με την εξαίρεση πρόβλεψης στο προηγούμενο νομοσχέδιο της Μετάπτωσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, καθημερινά τα μέλη μας αιτούνται την κατάθεση μαζικών αγωγών στο ΣτΕ για την δημιουργία νομολογίας επι του θέματος στην Βάση της Γνωμοδότησης του κυρίου Βενιζέλου. Ας μην αγνοεί το Υπουργείο Οικονομικών πως ο «κίνδυνος» να γίνουν δεκτοί οι ισχυρισμοί μας στο ΣτΕ είναι εξαιρετικά υπαρκτός. Το γεγονός αυτό και η πιθανή νομολογία θα οδηγήσει χιλιάδες των Ιδιοκτητών να ασκήσουν τα νόμιμα δικαιώματα τους για την επιστροφή των χρημάτων που εσφαλμένα αναγκάστηκαν να πληρώσουν ως πρόστιμα αυθαίρετης χρήσης, την ζημία που επήλθε από αυτό (καμία δυνατότητα για Φ. Ενημερότητες) αλλά και πιθανές αποζημιώσεις για ακίνητα που κατεδαφίστηκαν άδικα στη βάση των διατάξεων της Εθνικής Νομοθεσίας. Μπορούμε όλοι να διανοηθούμε το μέγεθος της Οικονομικής ζημίας του Δημοσίου αλλά και την πολιτική δυσπιστία προς την κυβέρνηση. Δυστυχώς και αυτή τη φορά το Υπουργείο Οικονομικών είναι κατώτερο των περιστάσεων εξαιρώντας εκ νέου την τροποποίηση του σχετικού άρθρου. Κύριε Υπουργέ είναι επιτακτική ανάγκη, εντός του νομοσχεδίου αυτού να εισαχθούν οι διατάξεις που έλαβαν εντολή διακεκριμένοι νομικοί απο την Περιφεριακή Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων και θα καταθέσουν εντός του μηνός Φεβρουαρίου, ώστε να επέλθει η επίλυση της ιστορικής αδικίας που ταλανίζει τα νησιά μας και τοποθετεί εσφαλμένα χιλιάδες ιδιοκτήτες εντός ανυπόστατων ορίων του Αιγιαλού και της Παραλίας αφαιρώντας απο αυτούς το δικαίωμα της απόδειξης των εμπράγματων δικαιωμάτων τους και παράλληλα τους διώκει με πράξεις Διοικητικής αποβολής και κατεδάφισης ενώ βρίσκονται εκτός των ορίων του Αιγιαλού - Παραλίας όπως αυτά ορίζονται απο τον ισχύοντα σε όλη την επικράτεια Νόμο.