Αρχική Όροι αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας στις παραθαλάσσιες περιοχές και άλλες διατάξειςΜΕΡΟΣ Β΄ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΣΕ ΠΑΡΑΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’ ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ Άρθρο 3 ΟρισμοίΣχόλιο του χρήστη ΕΕΠ, ΕΕΠΦ, ΕΟΕ, ΚΑΛΛΙΣΤΩ, ΟΕΑ, GREENPEACE, MEDASSET, WWF | 14 Φεβρουαρίου 2024, 17:22
Κοινά σχόλια περιβαλλοντικών οργανώσεων Εταιρία Προστασίας Πρεσπών, Ελληνική Εταιρία Προστασίας της Φύσης, Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, Καλλιστώ, Οικολογική Εταιρεία Ανακύκλωσης, Greenpeace, MEDASSET, WWF Ελλάς Άρθρο 3 1. Σήμερα, ο ορισμός της παραλίας περιλαμβάνει την εξής αναφορά: «[μ]ε την επιφύλαξη της παραγράφου 5 του άρθρου 7, το πλάτος της παραλίας καθορίζεται σε τουλάχιστον τριάντα (30) και μέχρι πενήντα (50) μέτρα από τη γραμμή του αιγιαλού» (άρθ. 1 παρ. 2 εδ. β’ ν. 2971/2001, όπως ισχύει). Μολονότι δεν είναι συμβατή με το Πρωτόκολλο ΟΔΠΖ (το οποίο θεσπίζει “αδόμητη ζώνη” τουλάχιστον 100 μέτρων, εκεί που δεν υπάρχουν οικισμοί και σημαντικά λιμενικά έργα δημόσιου συμφέροντος, πρβλ. άρθ. 8 παρ. 2 α) και β)), η ισχύουσα διάταξη είναι καταρχήν θετική, διότι προβλέπει ένα ελάχιστο πλάτος παραλίας - δηλαδή, του χώρου που παραμένει αδόμητος, και προορίζεται για την ελεύθερη χρήση του κοινού και την περιβαλλοντική προστασία της ακτής (φυσικά, με την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο χώρος αυτός είναι διαθέσιμος, και δεν περιορίζεται από την νόμιμα διαμορφωμένη γραμμή δόμησης και την γεωμορφολογία της ακτής). Χωρίς καμία αιτιολογική βάση (έλλειψη, από την οποία προκύπτει ότι η προτεινόμενη τροποποίηση επιδιώκει την ικανοποίηση ιδιωτικών συμφερόντων), η προτεινόμενη ρύθμιση καταργεί το ελάχιστο όριο των 30 μέτρων. Ακόμα και σε εποχές που η προστασία της παράκτιας ζώνης δεν ήταν προτεραιότητα, το ελάχιστο αυτό όριο προβλεπόταν, τουλάχιστον για ορισμένες κατασκευές (άρθ. 1 ν.δ. 439/1970). Σε κάθε περίπτωση, το όριο των 30 μέτρων προβλέπεται και από πρόσφατες διατάξεις (άρθ. 231 ν. 5039/2023, σχετικά με την ελάχιστη απόσταση από την γραμμή αιγιαλού των τουριστικών επιπλωμένων κατοικιών εντός σύνθετων τουριστικών καταλυμάτων και μικτών τουριστικών καταλυμάτων μικρής κλίμακας). Προτείνεται η απόσυρση της διάταξης του άρθ. 3 περ. γ του σχεδίου νόμου, διότι υποβαθμίζει, και μάλιστα σημαντικά, την προστασία της παράκτιας ζώνης, και περιορίζει τον κοινόχρηστο χώρο. 2. Το σχέδιο νόμου εισάγει την έννοια του “διακριτού τμήματος αιγιαλού” (άρθ. 3 περ. β). Η δυνατότητα παραχώρησης της απλής χρήσης ποτέ δεν αφορούσε το σύνολο του αιγιαλού, αλλά εκείνα τα τμήματα αιγιαλού που είναι ελκυστικά για το κοινό και μπορούν να ασκηθούν δραστηριότητες αναψυχής. Πράγματι, εκεί που ο αιγιαλός είναι απόκρημνος και βραχώδης, δεν λαμβάνουν και δεν πρέπει να λαμβάνουν χώρα παραχωρήσεις απλής χρήσης. Ούτως η άλλως, και η ισχύουσα νομοθεσία δεν συνυπολογίζει τα “δυσπρόσιτα” “και “μη αξιοποιήσιμα” τμήματα του αιγιαλού (πρβλ. άρθ. 13 παρ. 4 Ν. 2971/2001). Παρόλα αυτά, η διάταξη περιορίζει ακόμα περισσότερο την κοινοχρησία, και είναι νομοτεχνικά ακατάληπτη. Το λιγότερο που έπρεπε να κάνει το επισπεύδον υπουργείο, είναι να βασιστεί σε μία σοβαρή επιστημονική καταγραφή των ελληνικών παράκτιων οικότοπων και γεωμορφολογικών στοιχείων. Προφανώς, η τεχνογνωσία αυτή δεν υπάρχει στο Υπουργείο Οικονομικών, αλλά η έλλειψη αυτή αναδεικνύει πόσο ανεπαρκές και ακατάλληλο είναι το Υπουργείο αυτό για τη διαχείριση ενός από τα πιο ευαίσθητα στοιχεία του περιβάλλοντος. Πρώτα απ’ όλα, όσον αφορά τα “διακριτά” τμήματα, το νομοσχέδιο επεκτείνει τη δυνατότητα παραχώρησης της απλής χρήσης: για παράδειγμα, ενώ το ισχύον καθεστώς περιλαμβάνει καθολική απαγόρευση στην παραχώρηση απλής χρήσης των “μικρών” αιγιαλών (βλ. άρθ. 13 παρ. 7 ν. 2971/2001, όπως ισχύει), το νομοσχέδιο αίρει την απαγόρευση αυτή για τα ξενοδοχειακά καταλύματα (βλ. άρθ. 11 παρ. 4 εδ. β’). Κατά συνέπεια, για τα διακριτά αυτά τμήματα, που είναι μικρά σε έκταση (και, σε ορισμένες περιοχές της επικράτειας, τα μόνα διαθέσιμα), το κοινό θα πρέπει πλέον να “ανταγωνιστεί” τα ξενοδοχειακά καταλύματα. Δεύτερον, ένα τμήμα του αιγιαλού μπορεί να είναι “διακριτό” και εν μέρει δυσπρόσιτο: έτσι, ο παραχωρησιούχος (ως επιχείρηση) θα καταλάβει το ελκυστικό τμήμα, περιορίζοντας το υπόλοιπο κοινό στο δυσπρόσιτο. Άλλωστε, η διαδικασία καθορισμού των παραχωρητέων τμημάτων δεν εμπλέκει το κοινό ή δημόσιες υπηρεσίες με σχετική τεχνογνωσία (πρβλ. άρθ. 8 παρ. 1). Αλλά η διάταξη είναι πρόχειρα διατυπωμένη και σε τεχνικό επίπεδο: οι συνεχείς πετρώδεις επιφάνειες δεν παραχωρούνται, είτε είναι διακριτές είτε όχι, διότι δεν μπορούν να ασκηθούν εκεί δραστηριότητες αναψυχής του κοινού [πρβλ. και άρθ. 8 παρ. ε) υ.α. 38609 ΕΞ 2023/2023 όπως ισχύει]. Η “οριογραμμή” ανάμεσα στα όρια ενός κόλπου (μία νέα έννοια, που δεν ορίζεται) μπορεί να περιλαμβάνει και ασυνεχή μορφολογικά στοιχεία, άρα περισσότερα διακριτά τμήματα. Διαχρονικά, το νομικό πλαίσιο για τις παραχωρήσεις απλής χρήσης δεν προστατεύει εύθραυστα παράκτια οικοσυστήματα (π.χ., υγρότοποι/εκβολές ποταμών, θίνες/λουρονησίδες, παράκτια/παρόχθια δάση και δασικές εκτάσεις), μολονότι η προστασία τους επιβάλλεται από άλλες ρυθμίσεις (πρβλ. άρθ. 10 Πρωτόκολλου ΟΔΠΖ, και 20 παρ. 8 ν. 3937/2011), ανεξάρτητα αν εντάσσονται σε προστατευόμενες περιοχές ή όχι. Οι παραχωρήσεις πρέπει επίσης να περιοριστούν σημαντικά ή να απαγορευτούν σε παράκτιες και παρόχθιες περιοχές κοντά σε οικισμούς και πόλεις, διότι οι περιοχές αυτές παρέχουν μία σημαντική οικοσυστημική υπηρεσία στο ευρύ κοινό. 3. Το σχέδιο νόμου εισάγει τον ορισμό του “προστατευόμενου αιγιαλού και παραλίας”, ως διακριτού τμήματος “αιγιαλού και παραλίας, το οποίο βρίσκεται εντός περιοχής που συμπεριλαμβάνεται στον Εθνικό Κατάλογο Περιοχών του Ευρωπαϊκού Οικολογικού Δικτύου Natura 2000, με ιδιαίτερα οικολογικά και γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά που πρέπει να βελτιωθούν, να προστατευθούν ή να διατηρηθούν. Προς τον σκοπό διατήρησης των χαρακτηριστικών αυτών, τίθενται απαγορεύσεις και περιορισμοί στις επιτρεπόμενες δραστηριότητες επί του αιγιαλού, της όμορης παραλίας και του όμορου παλαιού αιγιαλού” [άρθ. 3 περ. δ)]. Πρώτα από όλα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το σχέδιο νόμου δεν εισάγει τίποτα νέο στην προστασία των προστατευόμενων αιγιαλών και παραλιών: οι λεγόμενες “απάτητες παραλίες” (άρθ. 4 παρ. 1) πρέπει πρώτα να χαρακτηριστούν (πρβλ. άρθ. 22 παρ. 1). Ελλείψει “απάτητων παραλιών”, η μόνη προστατευτική διάταξη βρίσκεται στο άρθ. 8 παρ. 3 γ), που περιορίζει την ανάπτυξη των κινητών στοιχείων εντός της παραχωρούμενης έκτασης (και όχι την ίδια την παραχωρούμενη έκταση). Φυσικά, η επάρκεια του περιορισμού αυτού, ιδίως ενόψει των προστατευτέων αντικειμένων κάθε περιοχής του δικτύου Natura 2000 ουδέποτε μέχρι σήμερα έχει εκτιμηθεί, σε αντίθεση με όσα προβλέπει η ενωσιακή νομοθεσία (άρθ. 6 παρ. 1 έως 3 της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ). Δεύτερον, μόνο αιγιαλοί και παραλίες εντός του “Εθνικού Καταλόγου Περιοχών” του δικτύου Natura 2000 μπορούν να χαρακτηριστούν προστατευόμενοι: ο περιορισμός αυτός αφήνει απροστάτευτους αιγιαλούς και παραλίες που εντάσσονται σε άλλα σημαντικά καθεστώτα (με χαρακτηριστικά “που πρέπει να βελτιωθούν, προστατευθούν ή διατηρηθούν”), όπως περιφερειακές ζώνες, άλλες κατηγορίες προστατευόμενων περιοχών όπως προβλέπονται από τον ν. 1650/1986, μικρούς υγρότοπους, δάση και δασικές εκτάσεις, περιοχές ειδικής προστασίας (ΠΕΠ) κατά την χωροταξική νομοθεσία, κ.α. 4. Τέλος, προβληματική είναι η αφαίρεση της αναφοράς του αιγιαλού ως ουσιώδους στοιχείου «του φυσικού περιβάλλοντος της Χώρας, που προστατεύεται από την Πολιτεία, η οποία το διαχειρίζεται, σύμφωνα με τη φύση του και τον κοινόχρηστο χαρακτήρα του» από τον υφιστάμενο ορισμό [άρθρο 3 περ. α)].