• Σχόλιο του χρήστη 'Δικηγορική Εταιρεία Ποταμίτης - Βεκρής' | 21 Αυγούστου 2024, 14:19

    Οι προτεινόμενες διατάξεις του άρθρου 8 προσκρούουν πολλαπλώς σε ρητές ρυθμίσεις του ενωσιακού δικαίου. Ειδικότερα: Α. Η προτεινόμενη με το άρθρο αυτό επιβολή ψηφιακού τέλους συναλλαγής στα ομολογιακά δάνεια έρχεται ευθέως σε αντίθεση με την Oδηγία 2008/7/ΕΚ του Συμβουλίου της 12ης Φεβρουαρίου 2008 περί των έμμεσων φόρων των επιβαλλόμενων επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων και συγκεκριμένα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 αυτής που προβλέπει κατά λέξη τα ακόλουθα: «2. Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν οποιαδήποτε μορφή έμμεσου φόρου στις ακόλουθες πράξεις: α) στη δημιουργία, έκδοση, εισαγωγή στο χρηματιστήριο ή θέση σε κυκλοφορία ή διαπραγμάτευση μετοχών, μεριδίων ή άλλων τίτλων ιδίας φύσεως καθώς και στα πιστοποιητικά των τίτλων αυτών, όποιος και αν είναι ο εκδότης τους· β) στα δάνεια, συμπεριλαμβανομένων των παγίων δανείων, τα οποία συνάπτονται υπό μορφή εκδόσεως ομολογιών ή άλλων διαπραγματεύσιμων τίτλων, όποιος και αν είναι ο εκδότης τους και σε όλες τις σχετικές διατυπώσεις, όπως η δημιουργία, έκδοση, εισαγωγή στο χρηματιστήριο, κυκλοφορία ή διαπραγμάτευση αυτών των ομολογιών ή άλλων διαπραγματεύσιμων τίτλων.» Εξάλλου η επιβολή ψηφιακού τέλους συναλλαγής στην κεφαλαιοποίηση δανείων ή τόκων δανείων αντίκειται επίσης στην ίδια Oδηγία, επειδή η κεφαλαιοποίηση συνιστά αύξηση μετοχικού κεφαλαίου και από τον συνδυασμό των άρθρων 3 στοιχείο (γ), 5 παρ. 1 στοιχείο (α) και 7 προκύπτει ότι η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου μπορεί να υπόκειται μόνο σε φόρο συγκέντρωσης κεφαλαίου. Β. Η απαλλαγή μόνο των δανείων που χορηγούνται από πιστωτικά και άλλα χρηματοδοτικά ιδρύματα που εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος δημιουργεί ανεπίτρεπτη διάκριση σε βάρος πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε άλλα κράτη μέλη της ΕΕ ή του ΕΟΧ και ως εκ τούτου εποπτεύονται από τις οικείες εποπτικές αρχές αυτών των κρατών μελών ή από την ΕΚΤ. Γ. Από το ψηφιακό τέλος συναλλαγής πρέπει να εξαιρεθούν και τα δάνεια που προβλέπονται στο άρθρο 3 στοιχεία (θ) και (ι) της Οδηγίας 2008/7/ΕΚ, καθώς θεωρούνται κατά την οδηγία ως κεφαλαιακές εισφορές και ως εκ τούτου απαλλάσσονται από κάθε έμμεσο φόρο. Εξάλλου, η επιβολή ψηφιακού τέλους συναλλαγής επί των ομολογιακών δανείων και γενικότερα των δανείων που λαμβάνουν χώρα για επιχειρηματικούς σκοπούς βρίσκεται και σε αντίθεση με την ευρωπαϊκή πολιτική που στοχεύει στην αύξηση του εξωτραπεζικού δανεισμού, (βλ. και Capital Markets Union και την Οδηγία ΕΕ 2024/927, με την οποία προωθούνται οι ΟΣΕ με που παρέχουν δάνεια). Άλλωστε, η επιβολή ψηφιακού τέλους συναλλαγών επί των επιχειρηματικού σκοπού δανειακών συμβάσεων δημιουργεί εκ νέου έναν προνομιακό χώρο στον τραπεζικό τομέα και ακολούθως ευνοεί τη δημιουργία συμβάσεων προσχώρησης για τη χρηματοδότηση της επιχειρηματικότητας. Από δικαιοπολιτική άποψη και κατ’ επίκληση της δημοκρατικής και αντιπροσωπευτικής αρχής που συνιστά θεμέλιο του Συντάγματος, προφανώς ο νομοθέτης είναι ελεύθερος να επιλέγει το φορολογικό μείγμα. Κάθε, όμως, επιλογή αντανακλά τη στάθμιση που ο νομοθέτης και κατ’ επέκταση η κυβέρνηση προτάσσει. Εντός του πλαισίου των εξαγγελθέντων εκσυγχρονισμού και ελάφρυνσης από το φορολογικό βάρος των τελών χαρτοσήμου, η επιβολή φόρου συναλλαγών στα εξωτραπεζικά χρηματοδοτικά εργαλεία συνιστά επιλογή που περιορίζει την επιχειρηματικότητα, μπλοκάρει την εισροή κεφαλαίων και περιορίζει την ανάπτυξη. Και αυτό το δυσμενές αποτέλεσμα επιτείνεται, όταν κυβερνητική επιλογή συνιστά η για πρώτη φορά μετά από μισό αιώνα, επιβολή φόρου εκτός από τα αμιγώς δάνεια και στα επιχειρηματικά ομόλογα. Η δε χρησιμοποίηση του τέλους ψηφιακών συναλλαγών ως εργαλείο για τον περιορισμό καταχρηστικών πρακτικών δεν φαίνεται να συνιστά επαρκώς δικαιολογημένο λόγο δημοσίου συμφέροντος. Κατά το άρθρο 78 Σ., αρμόδια εξουσία για τον περιορισμό της καταχρηστικότητας είναι η εκτελεστική, που στοχευμένα έχει θεσμική υποχρέωση να ελέγχει την εξατομίκευση του φορολογικού περιστατικού που προβλέπεται στον νόμο και κατά συνέπεια να μεριμνά για την εξάλειψη καταχρηστικών φαινομένων. Η τυχόν επομένως επιβολή ψηφιακού τέλους συναλλαγών ως εργαλείο για την πάταξη της καταχρηστικότητας εκτός από ομολογία για την αδυναμία της εκτελεστικής εξουσίας να ανταπεξέλθει στον θεσμικό της ρόλο, δημιουργεί αντικίνητρο στην επιχειρηματική ανάπτυξη. Καθώς, η θέσπιση φορολογικού βάρους με γενικό κανόνα δικαίου δημιουργεί κατά τη στάθμιση (άρθρο 25Σ.) αναλογικά μεγαλύτερο βάρος στην ελληνική οικονομία από τον τυχόν σκοπό του περιορισμού της καταχρηστικότητας. Ενώ και σε κάθε περίπτωση, η είσπραξη των προβλεπόμενων από την επιβολή του ψηφιακού τέλους συναλλαγών ταμειακών εσόδων μπορεί να εξυπηρετηθεί με άλλο φορολογικό μέτρο που δεν θα συνιστά με τόσο εμφανή τρόπο τροχοπέδη στην επιχειρηματική χρηματοδότηση. Δικηγορική εταιρεία Ποταμίτης - Βεκρής