Αρχική Διάλογος για ένα Δίκαιο και Aποτελεσματικό φορολογικό σύστημα17) Προτείνεται η επιβολή επιπλέον φορολογίας στις συναλλαγές με εξωχώριες (off shore) εταιρείες.Σχόλιο του χρήστη ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΜΕΛΑΣ | 25 Δεκεμβρίου 2009, 13:22
Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Δρ. Δημήτριος Μελάς Οικονομικός Επιθεωρητής Θεσσαλονίκης Ξεκινώντας θα πρέπει να κάνουμε μια αναγκαία παραδοχή ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αδυνατεί να προσφύγει στη λήψη ουσιαστικών μέτρων όσον αφορά τις υπεράκτιες εταιρείες, δεδομένου ότι οι σημαντικότερες χρηματοοικονομικές αγορές εντός της Γηραιάς Ηπείρου (Ελβετία, Λιχνενστάιν κλπ.) είναι επί της ουσίας φορολογικοί παράδεισοι ή προσφέρουν υπό περιπτώσεις φορολογικά κίνητρα. Στην ουσία «φορολογικοί παράδεισοι» με την ευρεία έννοια του προσδιορισμού είναι και χώρες που ανήκουν στην Ε.Ε., εφαρμόζουν όμως τους ελάχιστα αποδεκτούς συντελεστές άμεσης φορολογίας 10% (Βουλγαρία, Κύπρος κλπ.). Είναι αξιοσημείωτη η σταθερά ανοδική ζήτηση για υπηρεσίες off-shore που επιτυγχάνεται χάρη στη χρήση των ψηφιακών δικτύων: η διαφήμιση και η έκταση των προσφερόμενων υπηρεσιών μέσω του παγκόσμιου ιστού έχουν κάνει εύκολη και προσιτή τη χρήση των υπηρεσιών τους. Γενικά οι παράκτιες αγορές προσαρμόζονται, διεκδικώντας ουσιαστικότερο ρόλο και επιδιώκοντας μεγαλύτερη αποδοχή στην παγκόσμια οικονομική και πολιτική κοινότητα. Αρκετές από αυτές, αφενός έχοντας καθιερωθεί στον τομέα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, αφετέρου επεκτείνοντας τις υπηρεσίες τους στον τομέα των ψηφιακών επενδύσεων, πετυχαίνουν την ουσιαστική ενσωμάτωσή τους στη διεθνή οικονομία. Ο τομέας της διακίνησης κεφαλαίων, παρότι αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των υπηρεσιών συγκέντρωσης επενδυτικών κεφαλαίων στις υπεράκτιες αγορές, έχει αποκτήσει ιδιαίτερη βαρύτητα τα τελευταία χρόνια, καθώς οι σύγχρονες τεχνολογίες αυξάνουν τις δυνατότητες τάχιστης διακίνησης κεφαλαίων και άμεσης παρακολούθησής τους από τους επενδυτές. Ενδεικτική είναι η χρήση ψηφιακού χρήματος ή πιστωτικών καρτών που επιτρέπουν την ασφαλή μεταφορά κεφαλαίων εκτός των φορολογικών παράδεισων. Όσον αφορά την ελληνική πραγματικότητα, θεωρούμε ότι για δεκαετίες αποτελούσε κοινό μυστικό ότι η πλειονότητα των υπεράκτιων εταιρειών ελληνικών συμφερόντων, αφορούσαν «επιχειρήσεις» με μοναδικό πάγιο στοιχείο ένα ακίνητο συνήθως μεγάλης αξίας και χωρίς καμία εμπορική δραστηριότητα. Επειδή δε τέτοιες καταστάσεις στην Ελλάδα συνήθως παίρνουν μυθικές διαστάσεις, τελικά η ίδρυση υπεράκτιων εταιρειών από Έλληνες πολίτες, κυρίως στην Κύπρο μέχρι και την 31/12/2002, έγινε θέμα κοινωνικής καταξίωσης. Από την ενασχόλησή μας στο Υπουργείο Οικονομικών έχουμε σχηματίσει την πεποίθηση ότι ο μεγαλύτερος αριθμός των εταιρειών αυτών συνήθως ιδρύθηκαν χωρίς κάποιο συγκεκριμένο λόγο, αλλά στα πλαίσια του «να υπάρχει ένα φορολογικό βοήθημα εκτός Ελλάδος» σε περίπτωση που η επιχείρηση εντός της χώρας εμφανίσει υπερβολικά κέρδη και κατά συνέπεια θα πρέπει να αποδοθούν μεγάλοι φόροι. Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότερες από τις εταιρείες αυτές ιδρύθηκαν την εποχή της ανόδου του χρηματιστηρίου, όταν υπήρχαν υπερβολικές οικονομικές προσδοκίες από τους Έλληνες επιχειρηματίες, με συνέπεια να αδρανήσουν στις μεταγενέστερες χαλεπές εποχές. Οι εναπομείνασες σήμερα, που τελικά εξυπηρετούν το σκοπό για τον οποίο ιδρύθηκαν, συνήθως ασχολούνται με «transfer pricing» σε εικονικές τριγωνικές συναλλαγές, με σκοπό τη μείωση των κερδών ή την αύξηση του κόστους των «μητρικών» επιχειρήσεων. Στη περίπτωση δε της κυπριακής πραγματικότητας όπου υπήρξε μετασχηματισμός των υπεράκτιων επιχειρήσεων σε κυπριακές μετά από την αλλαγή της κυπριακής νομοθεσίας την 1/1/2003, συνήθως αυτές αποδέχθηκαν την αλλαγή, επειδή παρά την αλλαγή του φορολογικού συντελεστή (από 4,25% σε 10%), αυτός παρέμεινε ιδιαίτερα χαμηλός, υστερώντας ουσιαστικά κατά δέκα πέντε μονάδες του μέσου ελληνικού φορολογικού συντελεστή επιχειρήσεων. Επιπλέον η αμφιλεγόμενη μέχρι τότε υπεράκτια οντότητα, ενδύθηκε τον μανδύα της επιχείρησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ένα άλλο μέρος των υπεράκτιων εταιρειών ελληνικών συμφερόντων αποτελούν αυτές που όπως προαναφέρθηκε έχουν ιδρυθεί για να προστατεύσουν τον ή τους μετόχους από την αποκάλυψη της ακίνητης περιουσίας που διαθέτουν και μπορούμε να πούμε ότι αποτελούν τις «σταθερές αξίες» στην ελληνική πραγματικότητα, επειδή οποιαδήποτε νομοθετική παρέμβαση και αν υπάρξει, τελικά σε ελάχιστες περιπτώσεις θα αποκαλυφθούν οι πραγματικοί ιδιοκτήτες των ακινήτων σε επίπεδο φυσικών προσώπων, μιας και τα άτομα αυτά εμφανίζουν ελάχιστα φορολογητέα εισοδήματα. Σε περίπτωση δε που αυτοί θεωρήσουν τελικά ασύμφορη τη διατήρηση των ακινήτων στην υπεράκτια εταιρεία λόγω υπερβολικών φορολογικών επιβαρύνσεων, είναι σίγουρο ότι θα προτιμήσουν να τα μεταβιβάσουν σε άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, παρά να εμφανιστούν αυτοί ως πραγματικοί ιδιοκτήτες. Θα πρέπει λοιπόν να γίνει κατανοητό ότι οποιοδήποτε μέτρο και αν εφαρμοστεί σχετικά με την αποκάλυψη του φυσικού προσώπου - πραγματικού κατόχου του ακινήτου, είναι καταδικασμένο να αποτύχει επειδή αυτό που προέχει είναι η με κάθε τρόπο απόκρυψη της πραγματικής του ταυτότητας. Κατά συνέπεια προτείνουμε να αυξηθούν υπέρμετρα οι φορολογικές επιβαρύνσεις οποιουδήποτε ακινήτου δεν εμφανίζονται οι ιδιοκτήτες του σε επίπεδο φυσικού προσώπου, επειδή αυτοί είναι σίγουρο ότι θα πληρώσουν αυξημένους φόρους σε αντάλλαγμα της μη αποκάλυψης της ταυτότητάς τους. Στο σημεία αυτό θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στα ακίνητα που ανήκουν σε κυπριακές εταιρείες Διεθνών Δραστηριοτήτων, επειδή ανήκουν στην ίδια ακριβώς κατηγορία με τα ακίνητα υπεράκτιας ιδιοκτησίας και εμφανίζονται ως ακίνητα ιδιοκτησίας εταιρειών της Ε.Ε. Είναι αλήθεια ότι μετά την εφαρμογή του ν. 3091/2002, από την 1/1/2003, ο νομοθέτης έχει προσπαθήσει σοβαρά να βάλει όρια στην δράση των υπεράκτιων εταιρειών στον ελλαδικό χώρο. Βέβαια, όσον αφορά τα ακίνητα και σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν, θεωρούμε όπως προαναφέραμε απίθανο να επιτευχθούν σε μεγάλο ποσοστό οι επιδιώξεις του νομοθέτη επειδή οι πραγματικοί κάτοχοι των συγκεκριμένων ακινήτων επιθυμούν την ανωνυμία τους με οποιοδήποτε κόστος. Πολλά από αυτά τα πρόσωπα πιστεύουμε ότι ανήκουν στον πολιτικό ή καλλιτεχνικό χώρο και μια τέτοια δημόσια αποκάλυψη θα έβλαπτε την προσωπική τους εικόνα με απώλειες και σε πολλά άλλα επίπεδα. Από επαγγελματική μας ενασχόληση γνωρίζουμε επίσης ότι πολλοί πραγματικοί κάτοχοι τέτοιων ακινήτων είναι είτε φυσικά πρόσωπα που βρίσκονται σε καθεστώς πτώχευσης, οποιαδήποτε δε προσωπική περιουσία θα αποτελούσε άμεσο στόχο των πιστωτών τους, είτε εμφανίζουν ελάχιστα προσωπικά εισοδήματα επειδή είναι συνήθως κάτοχοι εταιρικών μεριδίων ή μετοχών εταιρειών που δεν αποδίδουν σχεδόν ποτέ μέρισμα λόγω συνεχώς εμφανιζομένων ζημιών με συνέπεια να παρουσιάζουν πρόβλημα σχετικά με το «πόθεν έσχες». Πάντως, το μεγαλύτερο πρόβλημα που θεωρούμε ότι δημιουργεί τουλάχιστον στην Ελλάδα το φαινόμενο των υπεράκτιων εταιρειών είναι αυτό της υπερτιμολόγησης κατά την αγορά προϊόντων και πρώτων υλών, γνωστό ως «transfer pricing». Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερα αγαθά εισάγονται στην Ελλάδα από χώρες χαμηλού κόστους και κυρίως από την Κίνα. Επειδή όμως η αξία εισαγωγής των αγαθών αυτών είναι ελάχιστη σε σχέση με τη τιμή πώλησής τους, ο δρόμος τιμολόγησής τους συνήθως περνάει από κάποια υπεράκτια δικαιοδοσία ή από κάποια εταιρεία της Ε.Ε. με χαμηλό φορολογικό συντελεστή (Βουλγαρία ή Κυπριακή εταιρεία Διεθνών Δραστηριοτήτων), έτσι ώστε τελικά η επιχείρηση να εμφανίσει μειωμένα κέρδη και χαμηλή φορολογική δαπάνη. Οι φορολογικές αρχές της Ελλάδος είναι ιδιαίτερα δύσκολο να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο αυτό επειδή σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία θα πρέπει να αποδειχθεί σχέση κεφαλαίου ή φορέων (εταίρων – μετόχων) μεταξύ της υπεράκτιας και της ελληνικής εταιρείας. Η μεν σχέση κεφαλαίου δεν αποδεικνύεται ποτέ επειδή θα ήταν αφελές η ημεδαπή εταιρεία να συμμετάσχει στο κεφάλαιο της υπεράκτιας, η δε σχέση συμμετοχής των ιδίων φυσικών ή νομικών προσώπων και στις δύο εταιρείες προστατεύεται με την σύσταση εμπιστευμάτων (trusts). Στο σημείο αυτό θα θέλαμε να παραθέσουμε την εμπειρία μας από την έρευνα που πραγματοποιήσαμε στο πλαίσιο της Διδακτορικής μας διατριβής στην Κύπρο. Οι κύπριοι σύμβουλοι επιχειρήσεων δεν δέχονται ότι η Κύπρος υπέθαλπε και κατά τη γνώμη μας εξακολουθεί να υποθάλπει την παγκόσμια φοροδιαφυγή. Η Κύπρος για να κατορθώσει να γίνει τελικά πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναγκάστηκε να αποποιηθεί του οφέλους που αποκόμιζε από την εγκατάσταση των υπεράκτιων εταιρειών. Αμέσως όμως μετά μείωσε τον φορολογικό της συντελεστή στο 10% έτσι ώστε να αποτρέψει τη μαζική αποχώρηση των εταιρειών αυτών. Εκείνο όμως που είναι ιδιαίτερα προκλητικό είναι το γεγονός ότι για τα εισοδήματα που προέρχονται εκτός του νησιού, φορολογείται η επιχείρηση (Εταιρεία Διεθνών Δραστηριοτήτων) μόνο αν η διοίκησή της ασκείται από την Κύπρο. Ασκείται δε η διοίκηση από την Κύπρο, όταν οι διοικούντες κατοικούν στο νησί για διάστημα μεγαλύτερο του ενός εξαμήνου. Σε αντίθετη περίπτωση φορολογούνται οι διοικούντες στο χώρο μόνιμης κατοικίας τους. Τι γίνεται συνήθως σε αυτή την περίπτωση; Εξευρίσκεται και δηλώνεται ως τόπος διαμονής των προσώπων της διοίκησης συνήθως μία υπεράκτια δικαιοδοσία όπου δεν φορολογεί τα εισοδήματα των φυσικών προσώπων, όταν αυτά προέρχονται από πηγές εκτός της δικαιοδοσίας (π.χ. British Virgin Islands). Όλες σχεδόν οι πρώην υπεράκτιες εταιρείες στην Κύπρο και σήμερα Διεθνών Δραστηριοτήτων Ελληνικών συμφερόντων είναι στην ουσία εικονικές και δεν εξυπηρετούν πραγματικές εμπορικές δραστηριότητες. Μπορεί όμως να προστατευθεί η ελληνική πολιτεία από την φοροδιαφυγή που πραγματοποιείται μέσω αυτών των επιχειρηματικών σχημάτων; Στην πραγματικότητα όχι επειδή η εμφανιζόμενη στην παρούσα περίπτωση κυπριακή εταιρεία απολαμβάνει της αξιοπιστίας της επιχείρησης της Ευρωπαϊκής ένωσης. Ακριβώς τα ίδιο πρόβλημα υφίσταται και με τις Βρετανικές εταιρείες προμηθείας, οι οποίες στην ουσία είναι υποκρυπτόμενες υπεράκτιες επιχειρήσεις. (Αποτελούν αντιπροσώπους υπεράκτιων εταιρειών των οποίων τα κέρδη προκύπτουν τεκμαρτά επί του κύκλου εργασιών με έναν συντελεστή συνήθως 5%, αφού αφαιρεθούν οι δαπάνες. Ο φορολογικός συντελεστής σε σχέση με τον εθνικό είναι ελάχιστος). Το πρόβλημα κατά τη γνώμη μας μπορεί να αντιμετωπισθεί σε εθνικό επίπεδο, με τη προσθήκη διάταξης στην φορολογική μας νομοθεσία που να μην αναγνωρίζει κόστος αγορών, δαπάνες και αποσβέσεις επιχειρήσεων που προέρχονται από χώρες στις οποίες τα εισοδήματά τους δε φορολογούνται λόγω ειδικών φορολογικών διατάξεων ή φορολογούνται κατ’ ελάχιστον (περίπτωση κυπριακής εταιρίας με δραστηριότητες και διοίκηση εκτός Κύπρου και Βρετανικής εταιρείας αντιπροσώπευσης με φορολογία στο ποσοστό προμηθείας). Όσον αφορά δε την αποκάλυψη αυτών των συναλλαγών, προτείνουμε όπως για αγορές ή δαπάνες από τις δύο αυτές χώρες για αξία μεγαλύτερη έστω των 10.000€, θα πρέπει να ζητείται από τις εμπλεκόμενες εταιρείες να προσκομίζουν πιστοποιητικό από την αρμόδια φορολογική αρχή της ξένης χώρας από το οποίο να προκύπτει ότι αυτές δεν είναι Εταιρείες Διεθνών Δραστηριοτήτων ή Εταιρείες Αντιπροσώπευσης, σε αντίθετη δε περίπτωση να έχουν την ίδια φορολογική μεταχείριση με τις υπεράκτιες εταιρείες. Επί πλέον η εξόφληση του τιμήματος θα πρέπει να γίνεται αποκλειστικά διατραπεζικά, με μεταφορά του ποσού από την Ελληνική εταιρεία σε λογαριασμό της αντισυμβαλλόμενης που το IBAN και το SWIFT number θα αντιστοιχούν στην επωνυμία της. Τέλος, όσον αφορά τις συναλλαγές με υπεράκτιες εταιρείες, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οποιαδήποτε συναλλαγή περνά αναγκαστικά μέσα από το τραπεζικό σύστημα, γεγονός που κάνει αρκετά προσιτή για την Ελληνική Πολιτεία την ενδεχόμενη φορολόγηση αυτής καθ’ αυτής της συναλλαγής (π.χ. χαρτοσήμανση συναλλαγής). Κατ’ αντιστοιχία δεν θα πρέπει να αναγνωρίζεται οποιαδήποτε συναλλαγή εκτός του τραπεζικού κυκλώματος. Συμπερασματικά πιστεύουμε ότι στην περίπτωση των υπεράκτιων διαδικασιών υπάρχει πολυπλοκότητα και η αντιμετώπιση θα πρέπει να είναι κατά περίπτωση. Οι υπεράκτιες επιχειρήσεις αποτελούν μια πραγματικότητα και τα προβλήματα τα οποία αυτές προκαλούν στην εθνική οικονομία δεν αντιμετωπίζονται με αφορισμούς. Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οποιοδήποτε εισόδημα προκύπτει με πλάγιους τρόπους και μένει αφορολόγητο, τελικά καταλήγει σε κάποιο φυσικό πρόσωπο για να το καταναλώσει, εκεί δε θα πρέπει να επικεντρωθεί η προσπάθεια του ελληνικού φορολογικού μηχανισμού, ώστε να το αποκαλύψει και να το φορολογήσει. Στο σημείο αυτό και ανεξάρτητα με το πιο πάνω θέμα, βασιζόμενοι στην πείρα μας θα θέλαμε να κάνουμε δύο σύντομες προτάσεις που πιστεύουμε ότι θα συμβάλλουν στην άμεση αύξηση των φορολογικών εσόδων από έμμεση φορολογία. 1. Να χορηγηθούν στις αποκλειστικά εξαγωγικές επιχειρήσεις και σε αυτές που βρίσκονται στο στάδιο της κατασκευαστικής περιόδου Ειδικά Απαλλακτικά Δελτία από το Φ.Π.Α., τα οποία να υποχρεωθούν να παραδίδουν σε κάθε προμηθευτή τους για αγορές ή δαπάνες π.χ. άνω των 100€. Με τον τρόπο αυτό θα σταματήσουν άμεσα οι επιστροφές Φ.Π.Α. θα εκλείψουν τα εικονικά και πλαστά φορολογικά στοιχεία, θα εξαλειφτούν οι εικονικές εξαγωγικές επιχειρήσεις οι οποίες ιδρύονται για ελάχιστο χρονικό διάστημα και με μοναδικό σκοπό την απομύζηση χρηματικών ποσών από το Ελληνικό Δημόσιο. Οι προμηθεύτριες εταιρείες θα αναγκασθούν από το νόμο να συμψηφίσουν τα ποσά των ειδικών απαλλακτικών δελτίων Φ.Π.Α. με τις φορολογητέες εκροές τους για την επόμενη τριετία. 2. Να εφαρμοστεί ο κανονικός φορολογικός συντελεστής Φ.Π.Α. για το σύνολο των εσόδων στα κέντρα διασκέδασης και στα συναφή καταστήματα (Bar, καφετέριες, καταστήματα με μουσική) έτσι ώστε να μην μπορούν οι συγκεκριμένοι καταστηματάρχες να κάνουν μετακύλιση εσόδων (ειδικά οι καφετέριες) στον χαμηλό συντελεστή Φ.Π.Α. 9%. Επί πλέον για τα καταστήματα αυτά θα πρέπει να εξαλειφθεί η διάταξη του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Π.Δ. 186/92) σχετικά με το όριο των 15 παραβάσεων ανά φορολογικό έλεγχο, αλλά οι παραβάσεις να καταλογίζονται στο σύνολό τους. Αν τελικά σε διάστημα ενός έτους η συγκεκριμένη επιχείρηση υποπέσει σε πάνω από 50 ομοειδείς παραβάσεις, προτείνουμε να επιβάλλεται άμεση ανάκληση της λειτουργία του καταστήματος για περίοδο 30 ημερών. Πιστεύοντας ότι συμβάλλαμε έστω και κατ’ ελάχιστον στο έργο σας, είμαστε στη διάθεσή σας για κάθε περεταίρω συνεισφορά. Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε ότι τίτλος της Διδακτορικής μας διατριβής είναι «Η τοποθέτηση ελληνικών κεφαλαίων σε υπεράκτιες δραστηριότητες». Με τιμή Δρ. Δημήτριος Μελάς (PhD, MBA Πανεπιστημίου Μακεδονίας) Οικονομικός Επιθεωρητής Οικ. Επιθεώρησης Θεσσαλονίκης