Αρχική Διάλογος για ένα Δίκαιο και Aποτελεσματικό φορολογικό σύστημα6) Προτείνεται η φορολόγηση της υπεραξίας από βραχυχρόνιες χρηματιστηριακές συναλλαγές με συμψηφισμό των ζημιών.Σχόλιο του χρήστη Μιχάλης Μητσόπουλος | 28 Δεκεμβρίου 2009, 10:41
Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Πολύ δύσκολο αυτό… Ειδικά στην Ελλάδα είναι πολύ δύσκολο να πείσεις ότι ο «κεφαλαιούχος-κερδοσκόπος» που έχει κεφάλαια στο χρηματιστήριο δεν πρέπει να πληρώσει όταν κερδίζει. Όμως πρέπει να γίνει μια ψύχραιμη εκτίμηση της πραγματικότητας. Αυτή δείχνει ότι: 1. Οι φόροι υπεραξίας εξασφαλίζουν στο κράτος έσοδα όταν η οικονομία πάει καλά, αλλά οδηγούν και σε απότομη μείωση εσόδων όταν υπάρχει ύφεση. Είναι έντονα προκυκλικά έσοδα δηλαδή, και συνεπώς δεν συμβάλλουν καθόλου στην άσκηση σταθερής δημοσιονομικής πολιτικής, ειδικά στο βαθμό που τις καλές εποχές συνήθως τα έσοδα αυτά ισοσκελίζονται με δαπάνες που δύσκολα μειώνονται σε περιόδους ύφεσης. Συνεπώς, από την πλευρά του κράτους και των εσόδων του, οι φόροι υπεραξίας δεν είναι ότι καλύτερο – ούτε στα χρηματιστήρια ούτε στις αγορές ακινήτων. 2. Οι φόροι αυτοί είναι θεμελιωδώς άδικοι καθώς ποτέ δεν καταβάλλονται με τον ίδιο τρόπο από τους διάφορους όμοιους υπόχρεους. π.χ. Ό Α, Β και ο Γ αγοράζουν σήμερα στα 100. Αύριο ο Α πουλάει στα 200, πληρώνει φόρο στην κλίμακα του 40% στα κέρδη 100, δηλαδή 40, και ξαναγοράζει άλλες μετοχές με τα 160 που του μένουν. Μετά από 2 χρόνια η αγορά έχει γυρίσει στα 100. Ο Β και ο Γ έχουν πάλι 100, όπως στην αρχή, αλλά ο Α μόνο 80, το 50% του 160, καθώς έχει πληρώσει φόρο το 50% του κεφαλαίου που τώρα έχει, δηλαδή 40 στα 80. Έδω ο Γ πουλάει, χωρίς φόρο αφού δεν έχει κέρδη, αλλά γρήγορα αλλάζει γνώμη και ξαναγοράζει μετοχές 100. Η αγορά συνεχίζει να πέφτει, και ο Β πουλάει στα 50, αλλά γρήγορα αλλάζει γνώμη και ξαναγοράζει στα 50. Ένα χρόνο μετά η αγορά είναι πάλι 100, και όλοι τους πουλάνε, για διαφορετικό προσωπικό λόγο ο καθένας από τους 3. Ο Β καταβάλλει φόρο 40% στη κλίμακα του για τα κέρδη 50 που έχει, δηλαδή 20 και συνεπώς του μένουν 80. Στο τέλος, ενώ κατά βάση όλοι θα έπρεπε να έχουν τα ίδια χρήματα οι Α και Β έχουν λιγότερα χρήματα - 80 ο κάθε ένας αντί για 100 που έχει ο Γ - επειδή έχουν πληρώσει φόρους που λόγω συγκυρίας τους επιβάρυναν - και οι οποίοι μάλιστα ήταν πολύ διαφορετικοί - 40 για τον Α και 20 για τον Β. 3. Αν κάποιος νομίζει ότι αυτή η περίπτωση είναι εξαίρεση, πρέπει να σημειωθεί ότι όσοι ασχολούνται με τις αγορές συνήθως ασχολούνται όλη τους τη ζωή. Και ότι ενώ όλοι πιστεύουν ότι θα έχουν καλύτερη απόδοση από την αγορά, στο τέλος ο μέσος όρος έχει την απόδοση της αγοράς – πάνω κάτω. Δηλαδή πραγματικά κέρδη – αποδόσεις πολύ πάνω από την αγορά και για πολλά χρόνια – έχουν λίγοι. Ακόμα και αυτός που έχει μεγάλα κέρδη σήμερα μπορεί να έχει μεγάλες ζημιές αύριο, και αν συμψηφίζονται οι ζημιές έως αύριο, μπορεί να τις έχει μεθαύριο που δεν θα συμψηφίζονται πλέον οι ζημιές. Άρα για τους περισσότερους, τη μεγάλη πλειοψηφία των επενδυτών, ο φόρος υπεραξίας συνιστά μια τυχαία, και χωρίς σταθερά κριτήρια, επιβάρυνση σε «κανονικές αποδόσεις». Αυτό όμως δεν συνιστά επιθυμητό χαρακτηριστικό ενός φορολογικού συστήματος. 4. Δεν πρέπει επίσης να λησμονούμε ότι η δουλειά του χρηματιστηρίου δεν είναι κατά βάση η δημιουργία κερδών από τη δευτερογενή αγορά. Είναι η άντληση κεφαλαίων για την πραγματοποίηση επενδύσεων. Δυστυχώς στην Ελλάδα της χαμηλής ανταγωνιστικότητας αυτή η λειτουργία έχει ατροφήσει, αν υπήρξε ποτέ. Και μας έχει μείνει μια συρρικνωμένη δευτερογενής αγορά που δεν προσελκύει νέες επιχειρηματικές προτάσεις και από την οποία οι σοβαρές επιχειρήσεις σταδιακά προσπαθούν να φύγουν. Κατά βάση, τα έσοδα του κράτους πρέπει να προέρχονται από τη φορολόγηση των κερδών των επιχειρηματικών πρωτοβουλιών οι οποίες αντλούν κεφάλαια από τις κεφαλαιαγορές. Αυτό είναι απλό, δίκαιο, δεν έχει προβλήματα εφαρμογής του τύπου ότι οι επενδυτές θα πάνε στο εξωτερικό και θα επανέλθουν εμμέσως μέσω ξένων χειριστών και δεν δημιουργεί τα προαναφερόμενα προβλήματα έντονα προκυκλικών εσόδων ή τυχαίας κατανομής των φορολογικών βαρών. Και για την περίπτωση πραγματοποίησης κερδών από συναλλαγές στη δευτερογενή αγορά, όσο και αν φαίνεται δίκαιο ότι αφού υπάρχουν κέρδη αυτά πρέπει να φορολογηθούν, πρέπει να γίνει υπέρβαση αυτού του ψυχολογικού φράγματος με την γνώση ότι τελικά: λίγοι έχουν στη διάρκεια της ζωής τους κέρδη πολύ πάνω από τη μέση απόδοση της αγοράς και την ίδια ώρα οι χρονικές διαφοροποιήσεις στη καταγραφή κερδών και ζημιών θα έχει ως αποτέλεσμα πολλοί που τελικά σε βάθος ζωής έχουν τις ίδιες, κανονικές, αποδόσεις να καταβάλλουν πολύ διαφορετικούς φόρους. Και ακολουθώντας τον κανόνα «καλύτερα να αθωώσεις έναν ένοχο παρά να καταδικάσεις έναν αθώο» αυτό το επιχείρημα πρέπει να είναι αρκετό για να αναζητηθεί η φορολογική δικαιοσύνη και η αύξηση των κρατικών εσόδων σε άλλες, λιγότερο προ κυκλικές, πηγές οι οποίες δεν θα φορολογούν τυχαία τους πολλούς για να εξασφαλίσουν ότι κάποιοι λίγοι, πολύ τυχεροί ή ικανοί, δεν θα έχουν κάποια αφορολόγητα κέρδη, που σε ατομική βάση μπορεί να είναι ψηλά αλλά τελικά σαν μέγεθος για την οικονομία δεν είναι και τόσο σοβαρή υπόθεση. Ίσως αντί να μας απασχολεί το θέμα της φορολόγησης των συναλλαγών στο ΧΑΑ, αλλά και σε ξένα χρηματιστήρια, θα έπρεπε να μας απασχολήσει η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας (άνοιγμα αγορών, μείωση γραφειοκρατίας) ώστε η χρηματιστηριακή αγορά να αποκτήσει και στη χώρα μας τον πρωταρχικό της ρόλο ως μηχανισμό χρηματοδότησης επιχειρηματικών πρωτοβουλίων οι οποίες επιπλέον δημιουργούν και θέσεις εργασίας.