Αρχική Διάλογος για ένα Δίκαιο και Aποτελεσματικό φορολογικό σύστημα7) Προτείνεται η κατάργηση του ΕΤΑΚ και η αντικατάστασή του με προοδευτική φορολόγηση της μεγάλης ακίνητης περιουσίας.Σχόλιο του χρήστη Μιχάλης Μητσόπουλος | 28 Δεκεμβρίου 2009, 13:42
Οι φόροι κατοχής υπάρχουν σε όλο τον κόσμο. Σίγουρα τα εισοδήματα από ακίνητα πρέπει να φορολογούνται χωριστά, στη κλίμακα, όπως γίνεται. Επειδή υπάρχουν αυτοί οι φόροι στα εισοδήματα, οι φόροι κατοχής - εκτός εισοδημάτων - πρέπει να είναι λογικοί. 1 τοις χιλίοις για όλους είναι καλό ποσοστό και θα εξασφαλίσει στο κράτος έσοδα από κατοχή όμοια με αυτά που έχουν άλλες χώρες στην Ευρώπη και τον ΟΟΣΑ. Δεν χρειάζεται προοδευτικότητα - μη ξεχνάμε ότι με τον ΦΜΑΠ τα έσοδα του κράτους από κατοχή ήταν πολύ λιγότερα από ότι στις άλλες χώρες της Ευρώπης και του ΟΟΣΑ. Επιπλέον η προοδευτικότητα περιπλέκει τα πράγματα. Άλλο φόρο πληρώνει μια περιουσία που είναι σε εταιρείες, άλλο μια που είναι σε ένα φυσικό πρόσωπο, άλλο μια περιουσία που μοιράζεται στους γονείς και τα παιδιά. Το 1 τοις χιλίοις για όλους δεν έχει αυτό το πρόβλημα. Επίσης, για τον μικροιδιοκτήτη του διαμερίσματος των 150.000 ευρώ αυτός ο φόρος σημαίνει 150 ευρώ ετήσιο φόρο. Η Συνταγματική επιταγή όλοι να συνεισφέρουν με τις δυνάμεις τους σημαίνει ότι αυτός ο μικροιδιοκτήτης μπορεί να πληρώσει 150 ευρώ το χρόνο υπέρ του δημοσίου ταμείου, των δρόμων, του σχολείου, του νοσοκομείου. Αν έχει εισόδημα 10.000 ευρώ, όπως κατά μέσο όρο δηλώνει, αυτό θα είναι 1,5% του ετήσιου εισοδήματος τους. Τα έχει, όσο φτωχος και αν είναι κάποιος με 10.000 ευρώ εισόδημα - μηδέν φόρο πληρώνει ο πράγματι φτωχός που δεν έχει ούτε αυτό το διαμέρισμα - και αυτό είναι δίκαιο. Αν υπάρξει αφορολόγητο, αυτό θα έπρεπε να φορά όσους έχουν πολύ μικρή περιουσία - πχ έως 150.000 ευρώ - και δεν έχουν εργασία ή έχουν προβλήματα υγείας, όλοι οι άλλοι μπορούν και πρέπει να πληρώσουν έστω κάτι λίγο και συμβολικό ακόμα και για τα οικονομικά μεγέθη ενός φτωχού. Η αύξηση της κλίμακας του φόρου στις μεγάλες περιουσίες δημιουργεί σημαντικά προβλήματα σε πολλούς που έχουν ακίνητη περιουσία αλλά όχι εισοδήματα. Επειδή και το κράτος φταίει για αυτό συχνά - απαλλοτριώνει για 30 χρόνια περιουσίες, αχρηστεύοντας για παράδειγμα τη δυνατότητα εκμετάλλευσης τους, ή περιπλέκει με τις ισχύουσες διατάξεις τα κληρονομικά μέχρι απελπισίας όταν φτάνεις σε δεύτερη ή τρίτη γενεά και κάποιοι συνιδιοκτήτες δεν κάνουν αποδοχές κληρονομιάς, ή ακόμα και επιβαρύνει υπερβολικά τη πώληση ενός ακινήτου με πολύ ψηλούς φόρους και υποχρεωτικές αμοιβές είναι ανήθικο τώρα να στήσει στον τοίχο όσους δεν εκμεταλλεύονται την περιουσία τους όχι επειδή είναι ανίκανοι ή αδιάφοροι αλλά επειδή το κράτος τους παρεμποδίζει ενεργά. Αντί να αναζητούνται εξαιρέσεις για τις χιλιάδες υποπεριπτώσεις τέτοιων προβλημάτων, είναι πολύ πιο εύκολο να μείνει ο συντελεστής χαμηλά για όλους - άλλωστε τα ακίνητα φιλέτα που μπορούν να αξιοποιηθούν ήδη καταβάλλουν φόρο στα εισοδήματα που δημιουργούν. Επίσης να σημειωθεί ότι οι μεγαλύτερες περιουσίες θα πληρώσουν μεγαλύτερα ποσά, αναλογικά μεγαλύτερα όπως προβλέπει και το Σύνταγμα, καθώς ο συντελεστής αυτός εφαρμόζει σε ψηλότερες αξίες. Και εφόσον ο συντλεστής είναι ενιαίος αυτό συμβαίνει ανεξαρτήτως του κατακερματισμού ή της νομικής μορφής του δικαιούχου. Αν πρέπει οπωσδήποτε να υπάρξει αύξηση του συντελεστή χάρη της επιθυμίας για προοδευτικότητα, αυτή δεν θα πρέπει να ξεπερνάει τον διπλασιασμό του συντελεστή, σε 2 τοις χιλίοις για πολύ μεγάλες ακίνητες περιουσίες (πχ άνω των 2 εκ. ευρώ). Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται όχι μόνο ότι δεν θα επιβαρυνθούν υπερβολικά περιουσίες που έχουν μεγάλη αντικειμενική αξία αλλά χαμηλή - ή ανύπαρκτη - εμπορική αξία λόγω των κρατικών παρεμβάσεων (απαλλοτριώσεις, δεσμεύσεις, παρανομίες κράτους - οι περιπτώσεις αυτές δεν είναι η εξαίρεση, όλες οι οικογένειες έχουν κάπου ένα μπλεγμένο ακίνητο μικρότερης ή μεγαλύτερης αξίας) αλλά και ότι δεν θα υπάρξουν μεγάλα κίνητρα αλλαγής της ιδιοκτησιακής διάρθρωσης για μείωση των φορολογικών βαρών. Η εκκλησία ως μεγάλος ιδιοκτήτης να πληρώνει τον φόρο όπως οι άλλοι, με εξαίρεση τα ακίνητα που αποδεδειγμένα χρησιμοποιούνται άμεσα για κοινωφελείς σκοπούς - όπως θα έπρεπε να χρησιμοποιείται όλη η περιουσία της εκκλησίας.