• Σχόλιο του χρήστη 'Νάσος Θεοδωρίδης' | 29 Δεκεμβρίου 2009, 02:04

    Η στέγαση, σύμφωνα με το Σύνταγμα, αποτελεί βασικό κοινωνικό δικαίωμα. Από τη στιγμή που το κράτος δεν εξασφαλίζει ποιοτική στέγη για όλους (π.χ. λόγω αδυναμίας εξεύρεσης πόρων), πρέπει να αντιμετωπίζει με ιδιαίτερη φροντίδα την ΠΡΩΤΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ. Οποιοσδήποτε φόρος κατοχής (είτε ΕΤΑΚ είτε ΦΜΑΠ) είναι προβληματικός, επειδή δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι η κατοικία δεν είναι προσοδοφόρο εισόδημα, εφόσον δεν ενοικιάζεται. Κατά συνέπεια, αν κάποιος κατοικεί σε σπίτι που τυχαίνει να έχει μεγάλη αντικειμενική αξία (χωρίς να μπορεί ο ίδιος να έχει λόγο επ' αυτού), και ιδίως αν έχει γεννηθεί ή μεγαλώσει στο σπίτι αυτό, είναι άδικο να του ζητείται φόρος κατοχής ΕΑΝ ΔΕΝ ΔΙΑΘΕΤΕΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΟ ΕΠΑΡΚΕΣ ΕΤΗΣΙΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ, διότι η αξίωση π.χ. να πουλήσει το σπίτι του χωρίς τη θέληση του, αποκλειστικά και μόνο για να μην πληρώνει φόρο κατοχής, δεν συνάδει προς τις αξίες μιας δημοκρατικής κοινωνίας, διότι το σπίτι δεν αποτελείται μόνο από άψυχη ύλη αλλά εμπερικλείει αναμνήσεις, συναισθήματα, κλπ. Άρα, το ιδανικό θα ήταν η πλήρης απαλλαγή της πρώτης κατοικίας που αποτελεί και συνταγματικό δικαίωμα (δεδομένου ότι υπάρχει κόσμος, ιδίως της μεσαίας τάξης, που δεν διαθέτει μεγάλο εισόδημα, αλλά έχει κληρονομήσει κατοικίες, λόγω παρελθούσης ευημερίας των γονέων του - πράγμα απολύτως θεμιτό). Αν πάντως μια πλήρης εξαίρεση της πρώτης κατοικίας κριθεί επί του παρόντος ως μη εφικτή, για δημοσιονομικούς λόγους, τότε το ύψος της φορολόγησης με ΦΜΑΠ θα πρέπει να ΣΥΣΧΕΤΙΖΕΤΑΙ με τα ετήσια ατομικά εισοδήματα του ιδιοκτήτη της πρώτης κατοικίας και να επιβάλεται (με κλιμακωτό συντελεστή) ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟ σε κατοικίες των οποίων ο ιδιοκτήτης έχει ετήσιο εισόδημα ΑΝΩ των 30.000 ευρώ. Εννοείται ότι οι δεύτερες, τρίτες κλπ κατοικίες θα μπορούν να φορολογούνται και χωρίς να απαιτείται αυτός ο συνδυασμός / συσχέτιση με ύψος ετήσιου εισοδήματος. Δηλαδή η συσχέτιση θα πρέπει να ισχύει ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ. Αν δεν προκριθεί ούτε αυτή η λύση, τότε ο ΦΜΑΠ θα πρέπει οπωσδήποτε να επιβάλεται σε κατοικίες άνω των 850.000 ευρώ με σημερινές αντικειμενικές αξίες, που θα αναπροσαρμόζεται σε περίπτωση ανόδου των αντικειμενικών αξιών, ενώ θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η οικογενειακή κατάσταση με περαιτέρω διευρύνσεις του αφορολόγητου ορίου. Μέχρι το 1.000.000 ευρώ, ο συντελεστής θα πρέπει να ανέρχεται στο ένα τοις χιλίοις (εκτός αν προκριθεί η δικαιότερη λύση της συσχέτισης με το ετήσιο ατομικό εισόδημα, οπότε ο συντελεστής θα μπορούσε να είναι και μεγαλύτερος).