Αρχική Διάλογος για ένα Δίκαιο και Aποτελεσματικό φορολογικό σύστημα8) Προτείνεται η επαναφορά του φόρου κληρονομιάς και των γονικών παροχών με υψηλότερο αφορολόγητο.Σχόλιο του χρήστη Νάσος Θεοδωρίδης | 29 Δεκεμβρίου 2009, 03:32
Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Ενώ γενικά η Ν.Δ. άσκησε καταστροφική πολιτική στον τομέα της Οικονομίας και της Φορολογίας (όπως και σε κάθε άλλο τομέα), οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι ΤΟ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΘΕΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ που έλαβε ως κυβέρνηση (και που αφορούσε κυρίως τη μεσαία τάξη)ήταν η κατάργηση του φόρου κληρονομιάς και γονικής παροχής. Ανακουφίστηκε πολύς κόσμος. Η στέγαση, σύμφωνα με το Σύνταγμα, αποτελεί βασικό κοινωνικό δικαίωμα. Η καλύτερη λύση θα ήταν ένα σύστημα σοσιαλιστικού σχεδιασμού, που θα εξασφάλιζε άνετη, πολυτελή και ποιοτική κατοικία ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ, και όχι μόνο για τους έχοντες, όπως σήμερα. Σε μια τέτοια περίπτωση θα μπορούσε να καταργηθεί ακόμη και το ίδιο το δικαίωμα κληρονομίας, διότι θα υπήρχε αγώγιμη αξίωση του πολίτη προς το κράτος για ποιοτική στέγη υψηλών προδιαγραφών. Από τη στιγμή όμως που το κράτος δεν εξασφαλίζει ποιοτική στέγη υψηλών προδιαγραφών για όλους (π.χ. λόγω αδυναμίας εξεύρεσης πόρων, όπως λέει το ίδιο), τότε θα πρέπει να αντιμετωπίζει με ιδιαίτερη φροντίδα την ΠΡΩΤΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ. Συνεπώς, στο σύστημα όπου ζούμε (και με τις δυσκολίες απόκτησης κατοικίας που υπάρχουνε σήμερα), ο φόρος κληρονομιάς ή γονικής παροχής, ΕΑΝ ΑΦΟΡΑ ΠΡΩΤΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ (και μάλιστα εάν ο φορολογούμενος δεν έχει πολύ υψηλά εισοδήματα και άρα δεν διαθέτει ΑΠΟΔΕΔΕΙΓΜΕΝΗ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑ και οικονομική άνεση) είναι παντελώς ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΣ, επειδή δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι η κατοικία δεν γεννάει χρήμα κατά τον ίδιο τρόπο που γεννάνε χρήμα τα ομόλογα, οι επενδύσεις, κλπ. Κατά συνέπεια, αν κάποιος κατοικεί σε σπίτι που τυχαίνει να έχει μεγάλη αντικειμενική αξία (χωρίς να μπορεί ο ίδιος να έχει λόγο επ’ αυτού !!), και ιδίως αν έχει γεννηθεί ή μεγαλώσει στο σπίτι αυτό, είναι άδικο να του ζητείται φόρος κληρονομιάς ή γονικής παροχής, ΙΔΙΩΣ ΕΑΝ ΔΕΝ ΔΙΑΘΕΤΕΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΟ ΕΠΑΡΚΕΣ ΕΤΗΣΙΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ, διότι η αξίωση π.χ. να πουλήσει το σπίτι του χωρίς τη θέληση του, αποκλειστικά και μόνο για να μην πληρώνει φόρο κληρονομιάς ή γονικής παροχής, δεν συνάδει προς τις αξίες μιας δημοκρατικής κοινωνίας, διότι το σπίτι δεν αποτελείται μόνο από άψυχη ύλη αλλά εμπερικλείει αναμνήσεις, συναισθήματα, κλπ. Άρα, το ιδανικό θα ήταν η πλήρης απαλλαγή (από φόρο κληρονομιάς ή γονικής παροχής) της πρώτης κατοικίας που αποτελεί και συνταγματικό δικαίωμα (δεδομένου ότι υπάρχει κόσμος, ιδίως της μεσαίας τάξης, που δεν διαθέτει μεγάλο εισόδημα, αλλά έχει κληρονομήσει κατοικίες, λόγω παρελθούσης ευημερίας των γονέων του – πράγμα απολύτως θεμιτό). Αν πάντως μια πλήρης εξαίρεση της πρώτης κατοικίας κριθεί επί του παρόντος ως μη εφικτή, για δημοσιονομικούς λόγους, τότε το ύψος του φόρου κληρονομιάς ή γονικής παροχής θα πρέπει να ΣΥΣΧΕΤΙΖΕΤΑΙ με τα ετήσια ατομικά εισοδήματα του ιδιοκτήτη της πρώτης κατοικίας και να επιβάλεται (με κλιμακωτό συντελεστή) ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟ σε κατοικίες των οποίων ο ιδιοκτήτης έχει παραλλήλως, σύμφωνα με τη φορολογική δήλωση του, σταθερό ΕΤΗΣΙΟ εισόδημα ΑΝΩ των 60.000 ευρώ, διότι όσο υψηλό κι αν είναι το αφορολόγητο κληρονομιάς ή γονικής παροχής, τα ποσά σε απόλυτους αριθμούς θα είναι μεγάλα, και αν δεν του περισσεύουν χρήματα θα μπει σε μεγάλες οικονομικές ή ψυχολογικές περιπέτειες. Εννοείται ότι οι δεύτερες, τρίτες κλπ κατοικίες θα πρέπει να φορολογούνται κανονικά (και κλιμακωτά), χωρίς κανενός είδους απαλλαγή. Δηλαδή η απαλλαγή από το φόρο κληρονομίας ή γονικής παροχής να ισχύει ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ ανεξαρτήτως αξίας (ενώ η νομοθεσία της Ν.Δ. το είχε - κακώς - επεκτείνει ΚΑΙ στις δευτερεύουσες κλπ κατοικίες). Συμπληρωματικά, για περισσότερη ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ στο θέμα της ΠΡΩΤΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ, το κράτος θα μπορούσε να θεσπίσει την εξής ρήτρα : Αν κάποιος πολίτης κάνει χρήση του δικαιώματος ΠΛΗΡΟΥΣ απαλλαγής της πρώτης κατοικίας από το φόρο κληρονομιάς ή γονικής παροχής, τότε σε περίπτωση που επιχειρήσει να πωλήσει το περιουσιακό αυτό στοιχείο (και εφόσον αυτό υπερβαίνει π.χ. την αντικειμενική αξία των 800.000 ευρώ), με προφανή στόχο να κερδοσκοπήσει επ' αυτού, ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΤΟΤΕ να μπορεί το κράτος να του επιβάλει έναν ειδικό ΦΟΡΟ ΠΩΛΗΣΗΣ. Έτσι το κράτος δεν θα επιβάλει την υποχρεωτική ρευστοποίηση στον πολίτη που επιθυμεί να κατοικήσει σε σπίτι που κληρονομεί (όπως δυστυχώς θα συμβεί με πολύ κόσμο της μεσαίας τάξης αν επανέλθει ο ΟΛΕΘΡΙΟΣ ΦΟΡΟΣ κληρονομίας ή γονικής παροχής), αλλά δικαίως και εύλογα, σε τυχόν περίπτωση, πώλησης θα μπορεί το κράτος να διεκδικήσει φόρο ΚΑΙ από τον κερδοσκοπούντα πωλητή ΚΑΙ βεβαίως κανονικά κι από τον αγοραστή. Είναι μία έξυπνη λύση που θα αφήσει ικανοποιημένες και τις "δύο πλευρές", ενώ θα διασφαλίζει έσοδα για το κράτος εκεί όπου ο φορολογούμενος θα έχει ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ τη φοροδοτική δυνατότητα να ανταποκριθεί (ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΚΒΙΑΖΕΤΑΙ ΣΕ ...υποχρεωτική πώληση βασικής πρώτης κατοικίας). Αν δεν προκριθεί ούτε αυτή η λύση, τότε ο φόρος κληρονομίας ή γονικής παροχής θα πρέπει να επιβάλεται είτε ΜΟΝΟ σε κατοικίες άνω των 200 τ.μ. είτε ΜΟΝΟ σε κατοικίες άνω του 1.000.000 ευρώ με σημερινές αντικειμενικές αξίες (όπως συμβαίνει εδώ και χρόνια στη γειτονική ΙΤΑΛΙΑ), και που θα αναπροσαρμόζεται σε περίπτωση ανόδου των αντικειμενικών αξιών, ενώ θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η οικογενειακή κατάσταση με περαιτέρω διευρύνσεις του αφορολόγητου ορίου. Από το όριο του 1.000.000 ευρώ και πάνω, να φορολογείται κλιμακωτά , με συντελεστές από 2% έως 5 % το μέγιστο.