• Σχόλιο του χρήστη 'Άγγελος Παπαγγελής' | 29 Δεκεμβρίου 2009, 21:46

    Αξιοποίηση κάθε είδους ηλεκτρονικών και μη ενχρήματων συναλλαγών με μειωμένη φορολόγηση τους. Οι πωλητές και οι αγοραστές θεωρούν ότι η αποφυγή της φορολογημένης συναλλαγής τους ωφελεί (πρόσκαιρα) και πολλές φορές οι αγοραστές βρίσκονται σε θέση αδυναμίας για να ζητήσουν τις αποδείξεις τους. Μια λύση θα ήταν η αξιοποίηση των πάσης φύσεως ηλεκτρονικών συναλλαγών με την διαφορετική φορολόγηση των εσόδων τα οποία προκύπτουν από αποδεικτέες συναλλαγές σε σχέση με αυτές οι οποίες γίνονται με χρήματα. Ξεκινώντας από τους μισθούς οι οποίοι καταβάλλονται μέσω λογαριασμών ή με την έκδοση επιταγών. Δεν είναι ούτε δίκαιο ούτε οικονομικά σωστό το ετήσιο εισόδημα το οποίο προκύπτει από την καταβολή μισθού , μέσω ενός λογαριασμού σε ένα πχ. Εργαζόμενο στον ευρύτερο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα , να φορολογείται με την ίδια κλίμακα και τον ίδιο τρόπο , με το ίσο εισόδημα κάποιου ο οποίος φορολογείται κατά «δήλωση» και το σύστημα χρειάζεται πολλαπλάσιους πόρους για να ελέγξει την ορθότητα της δήλωσης αυτής και όπως αποδεικνύετε τελικά δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει τον σκοπό του , με τα γνωστά αποτελέσματα. Είναι πολύ φθηνότερο για το κράτος να συλλέγει φόρους από συναλλαγές και εισοδήματα τα οποία προκύπτουν από μη ενχρήματες συναλλαγές και θα πρέπει προς αυτή την κατεύθυνση να δοθούν κίνητρα. Ένας ακόμη τρόπος διευκόλυνσης θα ήταν αντί να πρέπει να μαζεύουμε τις αποδείξεις , να αξιοποιηθούν τα τραπεζικά συστήματα και να αρκεί μόνο μια συνολική κατάσταση στο τέλος του έτους για όποιον θέλει και για όσες από τις δαπάνες του επιθυμεί –την οποία μπορεί να προσκομίσει και ο κάθε αγοραστής και ο κάθε πωλητής- από την τράπεζα του για πληρωμές ή εισπράξεις που έχουν γίνει. Οι μη ενχρήματες συναλλαγές θα μπορούσαν να έχουν και διαφορετικό συντελεστή ΦΠΑ πέρα από τον διαφορετικό συντελεστή φορολόγησης. Με τον παραπάνω τρόπο θα μπορούσε να φτάσει στο 15% ή 10% ο φόρος που επιβαρυνόμαστε , να ελαχιστοποιηθούν οι εισφοροδιαφυγές και όλοι οι συναλλασσόμενοι να έχουν κανονικοποιημένες χρηματικές ροές οι οποίες θα βοηθούν τα πορτοφόλια τους να λειτουργούν καλύτερα. Όλα τα παραπάνω σαφώς μπορούν να εφαρμοστούν στις συναλλαγές B2C και B2B, δηλαδή μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών ή και μεταξύ επιχειρήσεων. Οι τεχνικές λύσεις για την λειτουργία των παραπάνω είναι η αξιοποίηση της κωδικοποίησης των επαγγελμάτων πού έχουν οι φορολογικοί μηχανισμοί , οι μηχανισμού συναλλαγών με κάρτες (Merchant category codes) είτε πρόκειται για συναλλαγές με κάρτες (προπληρωμένες – πιστωτικές- χρεωστικές) είτε πρόκειται για συναλλαγές με επιταγές ή μεταφορές χρημάτων μεταξύ λογαριασμών. Στις δυο τελευταίες περιπτώσεις θα μπορούσε να ζητηθεί από τις τράπεζες να αναπτύξουν δύο ακόμη πεδία σε επίπεδο συναλλαγής τα οποία θα καταγράφουν τον κωδικό/κατηγορία επιχείρησης αλλά και το αφμ του εισπράττοντος τα χρήματα. Από αυτούς τους κωδικούς μπορούν στο τέλος κάθε έτους να προκύπτουν καταστάσεις οι οποίες να προσκομίζονται με τις φορολογικές δηλώσεις αντί των αποδείξεων , Φανταστείτε 2000-3000 χιλιάδες αποδείξεις για κάθε φορολογούμενο , σε σχέση με μια συνολική κατάσταση κατά κατηγορία ή και αφμ , οι οποίες θα μπορούσαν ακόμη να αποστέλλονται και ηλεκτρονικά από τις τράπεζες μετά από οδηγία του ενδιαφερόμενου (σε format το οποίο θα έχει υποδείξει το κεπυο) Για να είμαστε και ρεαλιστές με όλα τα παραπάνω και επειδή το χρήμα της «μαύρης οικονομίας» δεν θα πάψει να υπάρχει , μπορεί όμως να περιοριστεί αλλά σαφώς μπορεί να φορολογηθεί τουλάχιστον στην κατανάλωση του αφού δεν μπορεί να φορολογηθεί στην παραγωγή του και τελικά να ωφελήσει την οικονομία στο σύνολο της.