• Σχόλιο του χρήστη 'Συμεών Παπαδόπουλος' | 29 Δεκεμβρίου 2009, 22:40

    Η συλλογή αποδείξεων με σκοπό την αντικατάσταση μέρους του αφορολόγητου ορίου θα αποτελούσε κρίσιμο λάθος στην προσπάθεια μεταρρύθμισης για τους ακόλουθους λόγους: 1. Ο κάθε φορολογούμενος εκ των πραγμάτων έχει κάποια βασικά έξοδα αξιοπρεπούς διαβίωσης. Σε προηγούμενό μου post είχα παρουσιάσει μια πολύ χονδρική εκτίμηση για έναν μέσο εργένη που διαμένει σε ενοικιαζόμενο σπίτι μόνος του (το ελάχιστο κόστος αξιοπρεπούς διαβίωσης για τον εν λόγω φορολογούμενο είχε εκτιμηθεί στις 14-15 χιλιάδες ευρώ). Οι κατηγορίες δαπανών που αποτελούν το βασικό αυτό κορμό εξόδων είναι δαπάνες που ούτως ή άλλως δεν διαφεύγουν από την εφορία (ενοίκια, λογαριασμοί ρεύματος/τηλεφώνου, super market, δαπάνες αυτοκινήτου, κλπ.). Άρα η συλλογή αποδείξεων που αποδεικνύουν το αυτονόητο δε θα βοηθήσει στον εντοπισμό διαφυγόντων συναλλαγών. 2. Είναι γνωστή η πρακτική που ακολουθούν πολλοί ελεύθεροι επαγγελματίες για να μην κόψουν απόδειξη για τις υπηρεσίες τους: Αν θέλεις απόδειξει, σου λένε, θα πληρώσεις 20% περισσότερο, ώστε να καλύψεις το ΦΠΑ. Συνεπώς, δίνεται κίνητρο στον κάθε παραλήπτη τέτοιων υπηρεσιών να μη ζητήσει απόδειξη. Το γεγονός ότι αυτή η ελάφρυνση είναι άμεση σε αντίθεση με την προσβλεπόμενη έκπτωση φόρου που μπορεί να επέλθει μετά από μήνες δεν πρέπει να παραβλεφθεί. Άρα, η λύση για να παταχθεί αυτή η πρακτική είναι ο συχνός δειγματοληπτικός έλεγχος σε κατηγορίες επαγγελματιών που είναι επιρρεπείς σε τέτοιου είδους συμπεριφορές και η παραδειγματική τιμωρία μέσω προστίμων. Η επιβολή των προστίμων σε πρώτη φάση θα αντισταθμίση τη χαμηλή φοροείσπραξη, ενώ με το χρόνο ο φόβος για την επιβολή προστίμου θα οδηγήσει στην κατ'ανάγκη απόδοση αποδείξεων και έντιμη δήλωση των εισοδημάτων. 3. Η επέκταση της συλλογής αποδείξεων θα επιβαρύνει σημαντικά από γραφειοκρατική απόψη την προετοιμασία της φορολογικής δήλωσης. Επιπλέον, θα απαιτήσει ελεγκτικούς πόρους (προσωπικό), οι οποίοι θα διασταυρώνουν κατά 80% το αυτονόητο (δες επιχείρημα 1), ενώ θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν πολύ πιο αποδοτικά στη διενέργεια συχνών δειγματολειπτικών ελέγχων (δες επιχείρημα 2). 4. Σημαντικός παράγοντας είναι η ικανότητα και εντιμότητα του φοροελεγκτικού μηχανισμού. Θα πρέπει να δοθεί έμφαση στην οργάνωση και τη λογοδοσία των υπαλλήλων του μηχανισμού. Δύο στόχοι πρέπει να επιτευχθούν: α. Οι δειγματολειπτικοί έλεγχοι πρέπει να επιλέγονται με τρόπο ώστε να αποδόσουν το μέγιστο όφελος με καταβολή ελάχιστης προσπάθειας. Στην προσπάθεια αυτή θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν και υποδείξεις από πολίτες που γνωρίζουν από πρώτο χέρι ότι συγκεκριμένοι επαγγελματίες φοροδιαφεύγουν (ναι, κάποιοι το αποκαλούν τακτική του χαφιέ, αλλά στο σημείο που φτάσαμε δε νομίζω να βλάπτει). β. Η διαπλοκή φοροελεγκτή με φοροφυγά πρέπει να τιμωρείται αυστηρά και χωρίς εξαιρέσεις: Οικονομικό πρόστιμο + παύση του υπαλλήλου και καθολικός αποκλεισμός του από εργασία στο δημόσιο τομέα. 5. Ο φορολογικός μηχανισμός πρέπει να βοηθάει τον απλό πολίτη να είναι νόμιμος χωρίς να καταβάλει υπερβολική προσπάθεια και χωρίς να απαιτεί τη βοήθεια λογιστών. Με άλλα λόγια πρέπει να είναι απλός και σύντομος. Η επέκταση της συλλογής αποδείξεων σε πλήθος κατηγοριών θα επιφέρει πρόσθετη πολυπλοκότητα που με τη σειρά της θα δημιουργήσει νέα σφάλματα συμπλήρωσης των δηλώσεων και άρα θα δυσκολέψει τον διαχωρισμό μεταξύ εκούσια και ακούσια εσφαλμένης δήλωσης.