• Σχόλιο του χρήστη 'Δημήτρης Μαρής.' | 30 Δεκεμβρίου 2009, 08:03

    Κυρίες & κύριοι μέλη της επιτροπής για την αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος, προεκλογική εξαγγελία της νέας κυβέρνησης ήταν να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η φοροδιαφυγή και συγκεκριμένα η πλέον ζημιογόνα για το Ελληνικό δημόσιο μορφής της που συντελείται από την έκδοση και λήψη πλαστών και εικονικών φορολογικών στοιχείων. Σκοπός της επιστολής μου αυτής είναι να σας θέσω κάποια επιμέρους θέματα που αφορούν την συγκεκριμένη μορφή φοροδιαφυγής, στην συνέχεια να σας κάνω κάποιες προτάσεις και να σας θέσω υπόψη σας κάποιες ιδέες μου για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Καταρχήν θα ήθελα να σας παρουσιάσω εν τάχη τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι φορολογικές αρχές στην αντιμετώπιση των παραβατών και για ποιόν λόγο εμφανίζονται αδύναμες και τελείως αναποτελεσματικές απέναντι στο πρόβλημα. Αυτά είναι κυρίως τα εξής: 1) Το γεγονός ότι συνήθως οι έλεγχοι διενεργούνται τουλάχιστον μετά την πάροδο δύο και πλέον ετών από την τέλεση της παράβασης (τις περισσότερες φορές μετά από πενταετία) ή πρό της παραγραφής του δικαιώματος ελέγχου του δημοσίου. Αυτό είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι τα στοιχεία (πλαστά , εικονικά ) αυτά αποκαλύπτονται συνήθως μετά από διασταυρώσεις που διενεργεί το ΚΕΠΥΟ στις συγκεντρωτικές καταστάσεις του άρθρου 20 παρ,1 του Κ.Β.Σ., οι οποίες όμως υποβάλλονται έως την 30/9 της επόμενης διαχειριστικής περιόδου που αφορούν οι συναλλαγές (εάν δεν πάρουν παράταση), ενώ η επεξεργασία και οι διασταυρώσεις αργούν πολύ ή δεν γίνονται καθόλου! Τα στοιχεία αυτά αποκαλύπτονται επίσης μέσα από την διαδικασία των προσωρινών και τακτικών ελέγχων, όπου ο αρμόδιος ελεγκτής εφόσον ανακαλύψει στοιχεία τα οποία εφόσον πιθανολογεί ότι είναι πλαστά ή εικονικά οφείλει να στείλει σχετικό αίτημα διερεύνησης στην Δ.Ο.Υ. του φερόμενου εκδότη, ενώ στην συνέχεια η Δ.Ο.Υ. του εκδότη υποχρεούται να διενεργήσει έρευνα προκειμένου να ελέγξει την νομιμότητα έκδοσης των στοιχείων & εφόσον διαπιστώσει παραβάσεις να συντάξει έκθεση, να καταλογίσει παραβάσεις στην εκδότρια επιχείρηση και να απαντήσει στην Δ.Ο.Υ. της λήπτριας επιχείρησης η οποία απέστειλε το αίτημα. Αυτή η διαδικασία, ακόμα και να γίνει με την μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα, θα απαιτηθούν πλέον των τριών ετών από την τέλεση της παράβασης, ενώ συχνά δεν προλαβαίνουμε η ολοκλήρωση της διαδικασίας να γίνει πρό της παραγραφής του δικαιώματος του δημοσίου για έλεγχο. 2) Η σημαντικότερη όμως πτυχή του προβλήματος είναι ότι, ακόμα και η διαδικασία αποκάλυψης της παράβασης και στην συνέχεια του ελέγχου να γίνει το συντομότερο δυνατόν, η διαδικασία που εφαρμόζει το ισχύον θεσμικό πλαίσιο (νομοθεσία – νομολογία) είναι επαρκής μόνον για τον καταλογισμό των παραβάσεων στον εκδότη των στοιχείων που συνήθως είναι πρόσωπο μειωμένης φοροδοτικής ικανότητας που συχνά γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από επιτηδείους που επωφελούνται τεράστιων ποσών φόρων από την λήψη-χρήση τέτοιων στοιχείων. Ως εκδότες χρησιμοποιούνται επιτηδευματίες που συνήθως έχουν οικονομικό πρόβλημα επιβίωσης, ναρκομανείς, φυλακισμένοι κλπ. Δυστυχώς η πηγή των εν δυνάμει εκδοτών εικονικών στοιχείων είναι ανεξάντλητη. Αυτό συμβαίνει διότι η ευθύνη του λήπτη των στοιχείων και πραγματικά επωφελούμενου από την εικονική συναλλαγή, αποδεικνύεται πάρα πολύ δύσκολα καθώς βάσει της ισχύουσας νομολογίας του Σ.τ.Ε. δεν αρκεί η διαπίστωση και στοιχειοθέτηση της παράβασης σε βάρος της εκδότριας επιχείρησης ότι τα στοιχεία είναι εικονικά στο σύνολό τους για συναλλαγές ανύπαρκτες, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η παράβαση σε βάρος της λήπτριας επιχείρησης. Πρέπει η φορολογική αρχή να αποδείξει ότι η λήπτρια επιχείρηση τελούσε σε κακή πίστη κατά τον χρόνο διενέργειας των συναλλαγών, δηλαδή ήταν σε γνώση της εικονικότητας. Κάτι τέτοιο βέβαια είναι σχεδόν αδύνατο να συμβεί διότι ο έλεγχος διενεργείται σε χρόνο πολύ μεταγενέστερο των συναλλαγών, ακόμα όμως όταν καταλογίζονται οι παραβάσεις, οι υποθέσεις καταρρέουν στα δικαστήρια καθώς το Σ.τ.Ε. έχει αποφανθεί ότι ακόμα και «η παντελής έλλειψη αγορών και η κακή οικονομική κατάσταση της εκδότριας επιχείρησης» δεν στοιχειοθετεί την ευθύνη του λήπτη! Επί πλατών και εικονικών στοιχείων εκδοθέντων από φορολογικά υπαρκτές επιχειρήσεις ισχύουν τα προαναφερθέντα. Επί πλαστών και εικονικών στοιχείων, εκδοθέντων από ανύπαρκτες επιχειρήσεις τα πράγματα είναι λίγο ευκολότερα, καθώς πρέπει η λήπτρια επιχείρηση να αποδείξει ότι η συναλλαγή ήταν πραγματική και ότι τελούσε σε καλή πίστη. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που για τις εικονικές «συναλλαγές» χρησιμοποιούνται εκδότες που έχουν κάνει έναρξη εργασιών. 3) Με τις διαδικασίες των αυτομάτων περαιώσεων (ν.3259/2004, ν.3697/2008) και των «αυτοπεραιώσεων» του ν.3296/2004, η φορολογική αρχή στερείται του δικαιώματος του ελέγχου καθώς μόνον μετά από «νέα στοιχεία» κατά την έννοια του άρθρου 68 παρ.2 του ν.2238/94 μπορεί να διενεργήσει έλεγχο στις επιχειρήσεις που έχουν «περαιώσει» (νέα στοιχεία θεωρούνται αυτά τα οποία ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. δεν είχε ούτε θα μπορούσε να έχει όταν επήλθε περαίωση). Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό οι φορολογικές αρχές όχι μόνον δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν υπό αυτές τις συνθήκες το πρόβλημα, αλλά ούτε κάν γνωρίζουν το πραγματικό μέγεθός του, ενώ οι περισσότεροι ελεγκτές δικαίως αντιμετωπίζουν τέτοιες υποθέσεις ως χαμένο χρόνο, καθώς τα πρόστιμα δεν καταβάλλονται από τους αδύναμους εκδότες των στοιχείων, ενώ οι λήπτες επιχειρήσεις απαλλάσσονται δικαστικά. Η αντιμετώπιση του προβλήματος κατά την γνώμη μου δεν απαιτεί τόσο δύσκολα στην εφαρμογή τους μέτρα τα οποία χρειάζονται υποδομές που δεν έχει το υπουργείο μας, αλλά απλά στην εφαρμογή τους μέτρα τα οποία όμως κάνουν συμμέτοχο (και συνένοχο) τις λήπτριες των στοιχείων επιχειρήσεις. Τα μέτρα που προτείνω είναι συνοπτικά τα εξής: 1) Μία βάση δεδομένων στο internet όπου η κάθε επιχείρηση θα είναι δυνατόν να ελέγξει εάν ο εκδότης του στοιχείου που έλαβε είναι νόμιμα λειτουργούσα επιχείρηση με τα στοιχεία (ονοματεπώνυμο, διεύθυνση, επάγγελμα, Α.Φ.Μ.) που αναγράφονται στο τιμολόγιο. Με αυτόν τον τρόπο το πλαστό στοιχείο καθίσταται εύκολα ανιχνεύσιμο από τον λήπτη ο οποίος εφόσον το λάβει εν αγνεία του, θα είναι υποχρεωμένος να κάνει σχετική καταγγελία στην φορολογική αρχή συνοδευμένη από φάκελο με τα πραγματικά περιστατικά καθώς και πειστήρια για το πραγματικό της περιγραφόμενης στο στοιχείο συναλλαγής, σε διαφορετική περίπτωση θα έχει την ίδια ευθύνη με τον εκδότη δεν θα του δίνεται η δυνατότητα να εκπέσει τον Φ.Π.Α. του στοιχείου και η αξία θα προστίθεται στα δηλούμενα κέρδη. Καθώς τα στοιχεία θα δηλώνονται υποχρεωτικά μέσω των συγκεντρωτικών καταστάσεων πελατών – προμηθευτών (βλ. παρακάτω) με αυτόν τον τρόπο τα πλαστά στοιχεία θα είναι άμεσα ανιχνεύσιμα και ασύμφορα για τις επιχειρήσεις. Το σύστημα της βάσης δεδομένων μπορεί να δημιουργηθεί πολύ εύκολα (υπάρχει ήδη) στο taxisnet, ενώ με αυτόν τον τρόπο υπό προϋποθέσεις μπορεί να καταργηθεί η αναχρονιστική θεώρηση (διάτρηση) των χειρόγραφών στοιχείων. 2.) Τα εικονικά στοιχεία για να αντιμετωπιστούν απαιτείται να γίνει φορολογικά συνένοχος του εκδότη ο λήπτης των στοιχείων και άμεση από τις φορολογικές αρχές η αντιμετώπιση. Για να γίνει αυτό προτείνω την υποβολή συγκεντρωτικών καταστάσεων πελατών – προμηθευτών του άρθρου 20 παρ.1 του Κ.Β.Σ. από τις επιχειρήσεις κάθε τρίμηνο. Οι καταστάσεις αυτές πρέπει να υποβάλλονται μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από την λήξη του τριμήνου που αφορούν και πρέπει να διασταυρώνονται άμεσα από το ΚΕΠΥΟ. Οι συναλλαγές που δεν δηλώνονται από τους λήπτες (αγορές & δαπάνες) θα θεωρούνται εκ προοιμίου ως εικονικές, ενώ στις περιπτώσεις που προκύπτουν από την διασταύρωση (η οποία στις περισσότερες περιπτώσεις θα διενεργείται εντός της χρήσης που εμφανίζονται οι επίμαχες συναλλαγές) συναλλαγές που δεν δηλώνονται από τον εκδότη και δηλώνονται μόνον από τον λήπτη του στοιχείου θα υπάρχει η δυνατότητα γρήγορης αποκάλυψης και ελέγχου μέσω των διασταυρώσεων. Στις περιπτώσεις που αυτές οι συναλλαγές δεν εξοφλούνται με δίγραμμες επιταγές ή μέσω τραπεζικών λογαριασμών (βλ. άρθρο 18 παρ. Κ.Β.Σ.) ο λήπτης δεν θα έχει την δυνατότητα έκπτωσης του αναγραφόμενου Φ.Π.Α. επί του στοιχείου και η καθαρή αξία του θα προστίθεται στα κέρδη της δήλωσης. Μέσω αυτού του συστήματος θα υπάρξει η δυνατότητα ελέγχου της περιοδικής καταβολής του Φ.Π.Α. των επιχειρήσεων που εμφανίζουν μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ δηλουμένων εισροών και εκροών και συνεπώς η άμεση αντιμετώπιση φαινόμενων εκδοτών εικονικών στοιχείων που κάνουν πλασματικές δηλώσεις Φ.Π.Α. προκειμένου να εμφανίζουν ψευδή εικόνα ενεργής – πραγματικής επιχείρησης για να συνεχίζουν ανενόχλητες από τις αρχές το καταστροφικό έργο τους, αλλά και λοιπών επιχειρήσεων που κάνουν πλασματικές δηλώσεις Φ.Π.Α. προκειμένου να φοροδιαφύγουν. 3) Τέτοια φαινόμενα (πλαστών – εικονικών) στοιχείων δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπίζονται ως κοινές περιπτώσεις, από ελεγκτές με περιορισμένη χωρική αρμοδιότητα (άρα και διασταύρωσης) λόγω Δ.Ο.Υ., μη εξειδικευμένους. Πρέπει να δημιουργηθεί μία ιδιαίτερη διεύθυνση με μεγαλύτερες ελεγκτικές δυνατότητες και κατηρτισμένους για τον σκοπό αυτό υπαλλήλους. Ευχαριστώ για τον χρόνο σας, Δραπετσώνα 30-12-2009 Δημήτρης Μαρής, εφοριακός ΠΕ/Β΄