Στο άρθρο 110 του ν. 4261/2014 (A΄ 107) προστίθεται παρ. 10 και το άρθρο 110 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 110
Υποχρεώσεις συνεργασίας
(άρθρο 117 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζεται στενά με τις λοιπές αρμόδιες αρχές που συμμετέχουν σε σώματα εποπτών και παρέχει όλες τις πληροφορίες που είναι ουσιώδεις ή σχετικές με την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων που αναλαμβάνουν οι άλλες αρχές βάσει της Οδηγίας 2013/36/ ΕΕ και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Στο πλαίσιο αυτό διαβιβάζει, κατόπιν αιτήσεως, όλες τις σχετικές πληροφορίες και με ιδία πρωτοβουλία όλες τις ουσιώδεις πληροφορίες.
2. Ουσιώδεις θεωρούνται οι πληροφορίες οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν ουσιαστικά την εκτίμηση της χρηματοοικονομικής ευρωστίας ενός ιδρύματος ή χρηματοδοτικού ιδρύματος σε άλλο κράτος-μέλος.
3. Οι ουσιώδεις πληροφορίες της παρ. 2 περιλαμβάνουν, ειδικότερα, τα εξής:
α) τον προσδιορισμό της νομικής μορφής, του σχήματος εταιρικής διακυβέρνησης περιλαμβανομένης της οργανωτικής διάρθρωσης, που καλύπτει όλες τις εποπτευόμενες και μη εποπτευόμενες οντότητες, τις μη ρυθμιζόμενες θυγατρικές και τα σημαντικά υποκαταστήματα που ανήκουν στον όμιλο, τις μητρικές επιχειρήσεις σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 14, την παράγραφο 1 του άρθρου 66 και την παρ. 2 του άρθρου 102 και τις αρμόδιες αρχές των εποπτευόμενων οντοτήτων του ομίλου,
β) διαδικασίες για τη συλλογή πληροφοριών από τα ιδρύματα ενός ομίλου και τον έλεγχο αυτών των πληροφοριών,
γ) αρνητικές εξελίξεις σε ιδρύματα ή άλλα νομικά πρόσωπα ενός ομίλου που μπορούν να επηρεάσουν σοβαρά τα ιδρύματα,
δ) σημαντικές κυρώσεις και έκτακτα μέτρα που επιβλήθηκαν από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σύμφωνα με τον παρόντα νόμο, περιλαμβανομένης της επιβολής ειδικής απαίτησης ιδίων κεφαλαίων βάσει του άρθρου 96 και της επιβολής οποιουδήποτε περιορισμού όσον αφορά τη χρήση της Εξελιγμένης Προσέγγισης Μέτρησης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων βάσει της παρ. 2 του άρθρου 312 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
4. Συγκεκριμένα, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχές ενοποιημένης εποπτείας μητρικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων στην ΕΕ και ιδρυμάτων ελεγχόμενων από μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ ή μητρικές μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ παρέχουν όλες τις σχετικές πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών-μελών που ασκούν εποπτεία επί θυγατρικών των εν λόγω μητρικών επιχειρήσεων. Κατά τον προσδιορισμό της έκτασης των σχετικών πληροφοριών, λαμβάνεται υπόψη η σπουδαιότητα των εν λόγω θυγατρικών για το χρηματοπιστωτικό σύστημα των κρατών-μελών αυτών.
5. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παρέχει στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες που της είναι απαραίτητες για να επιτελέσει το έργο που έχει βάσει της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, σύμφωνα με το άρθρο 35 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
6. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να παραπέμπει στην ΕΑΤ τις περιπτώσεις που:
α) μια αρμόδια αρχή δεν της έχει διαβιβάσει ουσιώδεις πληροφορίες, ή
β) ένα αίτημα συνεργασίας, ιδιαίτερα για την ανταλλαγή σχετικών πληροφοριών απορρίφθηκε ή δεν απαντήθηκε εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.
7. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όταν είναι επιφορτισμένη με την εποπτεία ιδρυμάτων ελεγχόμενων από μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ επικοινωνούν όποτε είναι δυνατόν με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας όταν χρειάζονται πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή των προσεγγίσεων και μεθοδολογιών που περιλαμβάνονται στον παρόντα νόμο και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τις οποίες ενδέχεται να έχει ήδη στη διάθεσή της η αρχή ενοποιημένης εποπτείας.
8. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς πριν λάβει απόφαση, διαβουλεύεται με τις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές όσον αφορά στα ακόλουθα θέματα, όταν η εν λόγω απόφαση έχει συνέπειες για τα εποπτικά καθήκοντα άλλων αρμόδιων αρχών:
α) μεταβολές στη μετοχική, οργανωτική ή διοικητική διάρθρωση των πιστωτικών ιδρυμάτων ενός ομίλου που απαιτούν την έγκριση ή την άδεια των αρμόδιων αρχών, και
β) σημαντικές κυρώσεις ή έκτακτα μέτρα που έλαβαν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την Οδηγία 2013/36/ ΕΕ, περιλαμβανομένης της επιβολής ειδικής απαίτησης ιδίων κεφαλαίων βάσει του άρθρου 104 αυτής της Οδηγίας και της επιβολής οποιουδήποτε περιορισμού όσον αφορά τη χρήση των Εξελιγμένων Προσεγγίσεων Μέτρησης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων σε ίδια κεφάλαια βάσει της παρ. 2 του άρθρου 312 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Για τους σκοπούς της παρούσας περίπτωσης, ζητείται πάντοτε η γνώμη της αρχής ενοποιημένης εποπτείας.
9. Ωστόσο, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αποφασίσει να μην διαβουλευθεί με άλλες αρμόδιες αρχές σε επείγουσες περιπτώσεις ή σε περιπτώσεις που μια τέτοια διαβούλευση θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα της απόφασής της. Στις περιπτώσεις αυτές, η αρμόδια αρχή ενημερώνει, αμελλητί, τις άλλες αρμόδιες αρχές αφού λάβει την απόφασή της.
10. Η Τράπεζα της Ελλάδος, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες του άρθρου 47 του ν. 4557/2018 (Α’ 139), συνεργάζονται στενά στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους μεταξύ τους αλλά και με τις αρμόδιες αρχές, τις μονάδες χρηματοοικονομικών πληροφοριών και τις αρχές στις οποίες έχει ανατεθεί το δημόσιο καθήκον της εποπτείας των υπόχρεων οντοτήτων που αναφέρονται στα σημεία 1) και 2) της παρ. 1 του άρθρου 2 της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 άλλων κρατών – μελών και διαβιβάζουν μεταξύ τους πληροφορίες που αντιστοιχούν στα καθήκοντά τους δυνάμει του παρόντος, του ν. 4557/2018, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, υπό την προϋπόθεση ότι η συνεργασία και η ανταλλαγή πληροφοριών δεν επηρεάζουν διεξαγόμενη έρευνα, διερεύνηση ή διαδικασία σύμφωνα με το ποινικό ή διοικητικό δίκαιο. Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δέχεται τη συνδρομή της ΕΑΤ στην περίπτωση διαφωνίας σχετικά με τον συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων δυνάμει του παρόντος άρθρου, όταν η τελευταία ενεργεί με δική της πρωτοβουλία, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (L 331/12).»