Το άρθρο 106 του ν. 4261/2014 (A΄ 107) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 106 Κοινές αποφάσεις για απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας ειδικά για κάθε ίδρυμα
(άρθρο 113 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είτε ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας είτε ως αρμόδια αρχή που είναι επιφορτισμένη με την εποπτεία θυγατρικών ενός μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μιας μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ καταβάλλει κάθε προσπάθεια προκειμένου να καταλήξει σε κοινή απόφαση με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές όσον αφορά τα εξής:
α) την εφαρμογή των άρθρων 65 και 89 για να καθοριστεί η επάρκεια του ύψους ιδίων κεφαλαίων σε ενοποιημένη βάση που βρίσκονται στην κατοχή του ομίλου ιδρυμάτων σχετικά με την οικονομική κατάστασή του και το πρόφιλ κινδύνου και συνεπώς το απαιτούμενο ύψος ιδίων κεφαλαίων για την εφαρμογή της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 96 σε κάθε επιχείρηση του ομίλου και σε ενοποιημένη βάση,
β) μέτρα για την αντιμετώπιση σημαντικών ζητημάτων και ουσιωδών ευρημάτων που αφορούν την εποπτεία ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν στην επάρκεια του οργανισμού και την αντιμετώπιση κινδύνων όπως απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 78 και όσων αφορούν την ανάγκη ειδικών ανά ίδρυμα απαιτήσεων ρευστότητας σύμφωνα με το άρθρο 98,
γ) οποιαδήποτε κατεύθυνση ως προς τα πρόσθετα ίδια κεφάλαια σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου96Β.
2.α) Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παρ. 1 λαμβάνονται:
αα) για τους σκοπούς της περ. α) της παρ. 1, εντός τεσσάρων (4) μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας προς τις άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές, η οποία περιλαμβάνει την αξιολόγηση κινδύνου του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 96Α,
ββ) για τους σκοπούς της περ. β) της παρ. 1, εντός τεσσάρων (4) μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, η οποία περιλαμβάνει την αξιολόγηση του προφίλ κινδύνου ρευστότητας του ομίλου σύμφωνα με τα άρθρα 78 και 98,
γγ) για τους σκοπούς της περ. γ) της παρ. 1, εντός τεσσάρων (4) μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, η οποία περιλαμβάνει την αξιολόγηση κινδύνου του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 96B.
β) Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παρ. 1 λαμβάνουν, επίσης, δεόντως υπόψη την αξιολόγηση κινδύνου των θυγατρικών που διενεργείται από τις σχετικές αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τα άρθρα 65, 89, 96A και 96B.
γ) Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στις περ. α) και β) της παρ. 1 ενσωματώνονται σε έγγραφα, αιτιολογούνται και χορηγούνται στο μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην Ε από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας. Σε περίπτωση διαφωνίας, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας συμβουλεύεται την ΕΑΤ, αν αυτό ζητηθεί από οποιαδήποτε άλλη εμπλεκόμενη αρμόδια αρχή. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας μπορεί, επίσης, να συμβουλευτεί την ΕΑΤ με δική της πρωτοβουλία.
3.α) Αν δεν ληφθεί κοινή απόφαση από τις αρμόδιες αρχές εντός των περιόδων που αναφέρονται στην παρ. 2, η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 65, 78 και 89, της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 96 και των άρθρων 96B και 98 λαμβάνεται σε ενοποιημένη βάση από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, έπειτα από τη δέουσα συνεκτίμηση της αξιολόγησης κινδύνου που έχουν πραγματοποιήσει για τις θυγατρικές οι σχετικές αρμόδιες αρχές. Αν, στο τέλος των προθεσμιών που αναφέρονται στην παρ. 2, οποιαδήποτε από τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (L 331/12), η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας αναβάλλει την απόφασή της και περιμένει τυχόν απόφαση της ΕΑΤ σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 19 του ανωτέρω Κανονισμού και στη συνέχεια λαμβάνει απόφαση που συνάδει με την απόφαση της ΕΑΤ. Οι προθεσμίες που αναφέρονται στην παρ. 2 θεωρούνται ως περίοδοι συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η ΕΑΤ αποφασίζει εντός ενός (1) μηνός από την παραλαβή της παραπομπής από αυτήν. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης.
β) Η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 65, 78 και 89, της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 96 και των άρθρων 96B και 98 λαμβάνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία θυγατρικής ή θυγατρικών ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μιας μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ σε ατομική ή υποενοποιημένη βάση, έπειτα από τη δέουσα εξέταση των απόψεων και των επιφυλάξεων που έχει εκφράσει η αρχή ενοποιημένης εποπτείας. Αν, στο τέλος οιασδήποτε από τις προθεσμίες που αναφέρονται στην παρ. 2, οποιαδήποτε από τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αναβάλλει την απόφασή της και περιμένει τυχόν απόφαση της ΕΑΤ σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 19 του ανωτέρω Κανονισμού και στη συνέχεια λαμβάνει απόφαση που συνάδει με την απόφαση της ΕΑΤ. Οι προθεσμίες που αναφέρονται στην παρ. 2 θεωρούνται ως περίοδοι συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω Κανονισμού. Η ΕΑΤ αποφασίζει εντός ενός (1) μηνός από την παραλαβή της παραπομπής από αυτήν. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης.
γ) Οι αποφάσεις ενσωματώνονται σε ένα έγγραφο, αιτιολογούνται και λαμβάνουν υπόψη την αξιολόγηση κινδύνου, τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρμόδιων αρχών, όπως αυτές εκφράστηκαν κατά τις περιόδους που αναφέρονται στην παρ. 2. Το εν λόγω έγγραφο υποβάλλεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας σε όλες τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές και στο μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ.
δ) Αν έχει ληφθεί η γνώμη της ΕΑΤ, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει υπόψη τις συστάσεις της και αιτιολογεί τυχόν σημαντική απόκλιση από αυτές.
4.α) Οι κοινές αποφάσεις της παρ. 1 και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές, όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με την παρ. 3, αναγνωρίζονται ως οριστικές και εφαρμόζονται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
β) Οι κοινές αποφάσεις της παρ. 1 και οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με την παρ. 3 προσαρμόζονται στα πρόσφατα δεδομένα σε ετήσια βάση ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία των θυγατρικών ενός μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ, ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ υποβάλλει γραπτή και πλήρως αιτιολογημένη αίτηση προς την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, προκειμένου αυτή να προσαρμόσει στα πρόσφατα δεδομένα την απόφαση για την εφαρμογή της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 96 και των άρθρων 96B και 98. Στις εν λόγω εξαιρετικές περιπτώσεις, η προσαρμογή στα πρόσφατα δεδομένα μπορεί να αντιμετωπίζεται σε διμερή βάση μεταξύ της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ως αρχής ενοποιημένης εποπτείας και της αιτούσας αρμόδιας αρχής. Αντίστοιχα, σε εξαιρετικές περιπτώσεις η Τράπεζα της Ελλάδος ή Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία θυγατρικής ή θυγατρικών ενός μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ, ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ μπορεί να υποβάλλει γραπτή και πλήρως αιτιολογημένη αίτηση προς την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, προκειμένου αυτή να προσαρμόσει στα πρόσφατα δεδομένα την απόφαση για την εφαρμογή της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 96 και των άρθρων 96B και 98. Στις εν λόγω εξαιρετικές περιπτώσεις, η προσαρμογή στα πρόσφατα δεδομένα μπορεί να αντιμετωπίζεται σε διμερή βάση μεταξύ της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.»