Η παρ. 5 του άρθρου 90 του ν. 4261/2014 (Α’ 107) αντικαθίσταται και το άρθρο 90 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 90
Τεχνικά κριτήρια για την εποπτική εξέταση
και αξιολόγηση
(άρθρο 98 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
1. Η εποπτική διαδικασία εξέτασης και αξιολόγησης που πραγματοποιείται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, δυνάμει του άρθρου 89, επιπλέον του πιστωτικού, του λειτουργικού και του κινδύνου αγοράς καλύπτει τουλάχιστον τα ακόλουθα:
α) τα αποτελέσματα των ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σύμφωνα με το άρθρο 177 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 που πραγματοποιούνται από τα ιδρύματα που εφαρμόζουν την προσέγγιση των εσωτερικών διαβαθμίσεων,
β) το βαθμό έκθεσης των ιδρυμάτων, καθώς και τη διαχείριση του κινδύνου συγκέντρωσης, περιλαμβανομένης της συμμόρφωσής τους με τις απαιτήσεις των άρθρων 387 έως 403 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 και του άρθρου 73 του παρόντος,
γ) την αρτιότητα, την καταλληλότητα και τον τρόπο εφαρμογής των πολιτικών και διαδικασιών των ιδρυμάτων για τη διαχείριση του υπολειπόμενου κινδύνου που συνδέεται με τη χρήση αναγνωρισμένων τεχνικών μείωσης του πιστωτικού κινδύνου,
δ) το βαθμό επάρκειας των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος σε σχέση με στοιχεία ενεργητικού που έχει τιτλοποιήσει, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής σημασίας της συναλλαγής και του βαθμού κατά τον οποίο έχει επιτευχθεί η μεταφορά του κινδύνου,
ε) την έκθεση σε κίνδυνο ρευστότητας που αναλαμβάνουν τα ιδρύματα και τη μέτρηση και διαχείριση αυτού, περιλαμβανομένων των αναλύσεων εναλλακτικών σεναρίων, της διαχείρισης τεχνικών μείωσης του κινδύνου (ειδικά το επίπεδο, τη σύνθεση και την ποιότητα των αποθεμάτων ρευστότητας) και αποτελεσματικών σχεδίων έκτακτης ανάγκης,
στ) τις επιπτώσεις της διαφοροποίησης και τον τρόπο με τον οποίο οι επιπτώσεις αυτές ενσωματώνονται στο σύστημα μέτρησης κινδύνων,
ζ) τα αποτελέσματα των ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που πραγματοποιούν τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικό υπόδειγμα για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για κίνδυνο αγοράς βάσει των άρθρων 362 έως 377 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,
η) τη γεωγραφική θέση των ανοιγμάτων των ιδρυμάτων,
θ) το επιχειρηματικό μοντέλο του ιδρύματος,
ι) την αξιολόγηση του συστημικού κινδύνου, σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 89.
2. Για τους σκοπούς της περ. ε) της παρ. 1, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διεξάγει σε τακτά διαστήματα συνολική εκτίμηση της γενικής διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας από τα ιδρύματα και προάγει την ανάπτυξη αξιόπιστων εσωτερικών μεθοδολογιών. Κατά τη διενέργεια αυτών των αξιολογήσεων, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεκτιμά το ρόλο που διαδραματίζουν τα ιδρύματα στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει επίσης υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των αποφάσεών της στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος όλων των άλλων κρατών-μελών.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ελέγχει το βαθμό κατά τον οποίο ένα ίδρυμα έχει παράσχει έμμεση υποστήριξη σε μια τιτλοποίηση. Αν διαπιστωθεί ότι το ίδρυμα έχει παράσχει πάνω από μία φορά έμμεση υποστήριξη σε τιτλοποίηση, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για να αντιμετωπίζει την αυξημένη προσδοκία ότι το ίδρυμα θα παράσχει και μελλοντικά υποστήριξη στις τιτλοποιήσεις του και ως εκ τούτου δεν θα μπορέσει να επιτύχει ουσιαστική μεταφορά κινδύνου.
4. Για τους σκοπούς της εποπτικής αξιολόγησης που πρέπει να γίνει βάσει της παρ. 3 του άρθρου 89, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εξετάζει εάν οι αναπροσαρμογές της αξίας που έχουν πραγματοποιηθεί για θέσεις ή χαρτοφυλάκια στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, σύμφωνα με το άρθρο 105 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, επιτρέπουν στο ίδρυμα να πωλήσει ή να αντισταθμίσει τις θέσεις του σε σύντομο χρονικό διάστημα χωρίς σημαντικές ζημίες υπό κανονικές συνθήκες αγοράς.
5. α) Η εποπτική εξέταση και αξιολόγηση που πραγματοποιεί η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς περιλαμβάνει τον κίνδυνο επιτοκίου τον οποίο αναλαμβάνουν τα ιδρύματα και ο οποίος απορρέει από τις μη σχετιζόμενες με το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών δραστηριότητές τους.
β) Οι εποπτικές εξουσίες ασκούνται τουλάχιστον στις ακόλουθες περιπτώσεις:
αα) εφόσον η μείωση της οικονομικής αξίας του μετοχικού κεφαλαίου ιδρύματος, όπως αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 76, είναι μεγαλύτερη του δέκα πέντε τοις εκατό (15%) του κεφαλαίου της Κατηγορίας 1 του ιδρύματος ως αποτέλεσμα αιφνίδιας και μη αναμενόμενης μεταβολής των επιτοκίων, όπως ορίζεται σε οποιοδήποτε εκ των έξι (6)εποπτικών σεναρίων ακραίων μεταβολών που εφαρμόζονται στα επιτόκια, τα οποία διαμορφώνονται από την ΕΑΤ σύμφωνα με την παρ. 5α του άρθρου 98 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ,
ββ) εφόσον ένα ίδρυμα αντιμετωπίζει μεγάλη μείωση στα καθαρά του έσοδα από τόκους,όπως αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 76, ως αποτέλεσμα αιφνίδιας και μη αναμενόμενης μεταβολής των επιτοκίων, όπως ορίζεται σε οποιοδήποτε εκ των δύο (2) εποπτικών σεναρίων ακραίων μεταβολών που εφαρμόζονται στα επιτόκια, τα οποία διαμορφώνονται από την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ), σύμφωνα με την παρ. 5α του άρθρου 98 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ (L 176).
γ) Κατά παρέκκλιση της περ. β), η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν υποχρεούται να ασκεί εποπτικές εξουσίες όταν κρίνει, βάσει της εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο, ότι η διαχείριση στην οποία προβαίνει το ίδρυμα έναντι του κινδύνου επιτοκίου που απορρέει από τις μη σχετιζόμενες με το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών δραστηριότητές του είναι επαρκής και ότι το ίδρυμα δεν είναι υπερβολικά εκτεθειμένο στον κίνδυνο επιτοκίου που απορρέει από τις μη σχετιζόμενες με το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών δραστηριότητές του.
δ) Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, με τον όρο «εποπτικές εξουσίες» νοούνται οι εξουσίες που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 96 ή η εξουσία καθορισμού παραδοχών για την ανάπτυξη υποδειγμάτων και παραμέτρων, πλην εκείνων που προσδιορίζονται από την ΕΑΤ σύμφωνα με το στοιχείο β) της παρ. 5α του άρθρου 98 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, που πρέπει να αποτυπώνονται από τα ιδρύματα στον υπολογισμό τους όσον αφορά την οικονομική αξία του μετοχικού κεφαλαίου σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 76.
6. Η εποπτική αξιολόγηση που διενεργείται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς περιλαμβάνει την έκθεση των ιδρυμάτων στον κίνδυνο υπερβολικής μόχλευσης όπως αυτός προσεγγίζεται από δείκτες υπερβολικής μόχλευσης, περιλαμβανομένου του δείκτη μόχλευσης σύμφωνα με το άρθρο 429 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013. Για τον προσδιορισμό του αποδεκτού επιπέδου του δείκτη μόχλευσης των ιδρυμάτων και των στρατηγικών, διαδικασιών και μηχανισμών που εφαρμόζουν τα ιδρύματα για τη διαχείριση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει υπόψη το επιχειρηματικό μοντέλο αυτών.
7. Η εποπτική αξιολόγηση που πραγματοποιεί η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς περιλαμβάνει τις ρυθμίσεις εταιρικής διακυβέρνησης των ιδρυμάτων, την εταιρική τους φιλοσοφία και αξίες, καθώς και την ικανότητα των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου να εκτελούν τα καθήκοντά τους. Κατά την εποπτική αξιολόγηση, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει τουλάχιστον πρόσβαση στα θέματα προς συζήτηση και στα συνοδευτικά έγγραφα των συνεδριάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου και των επιτροπών αυτού, καθώς και στα αποτελέσματα της εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης της επίδοσης του Διοικητικού Συμβουλίου.».