Η περ. δ) του άρθρου 19 του ν. 4261/2014 (Α’ 107) αντικαθίσταται και το άρθρο 19 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 19
Ανάκληση άδειας λειτουργίας (άρθρο 18 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ)
Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος μόνο όταν το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα:
α) παραιτείται ρητώς από αυτή, έπαυσε να ασκεί τη δραστηριότητά του για περίοδο μεγαλύτερη των έξι (6) μηνών ή δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας σε διάστημα δώδεκα (12) μηνών από τη λήψη της αδείας λειτουργίας του,
β) απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλο μη σύννομο τρόπο,
γ) δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους του χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας,
δ) δεν πληροί πλέον το σύνολο των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στα άρθρα 92 έως 403 και 411 έως 428νβ εκτός από τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 92α και 92β, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 (L 176) ή επιβάλλονται δυνάμει της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 96 ή του άρθρου 98 του παρόντος ή δεν παρέχει πλέον την εγγύηση ότι μπορεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του έναντι των πιστωτών του και, κυρίως, δεν εξασφαλίζει πλέον την ασφάλεια των κεφαλαίων που του έχουν εμπιστευθεί οι καταθέτες του,
ε) υπάγεται σε μία από τις άλλες περιπτώσεις ανάκλησης που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία,
στ) διαπράττει μία από τις παραβάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 59,
ζ) αδυνατεί ή αρνείται να αυξήσει τα ίδια κεφάλαιά του,
η) παρακωλύει με οποιονδήποτε τρόπο τον έλεγχο που ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος,
θ) παραβαίνει διατάξεις νόμων σχετικών με την εποπτεία ή την άσκηση της δραστηριότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων ή αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος, σε βαθμό που είναι δυνατόν να τίθενται σε διακινδύνευση η φερεγγυότητα του πιστωτικού ιδρύματος ή εν γένει η επίτευξη των στόχων της ασκούμενης από την Τράπεζα της Ελλάδος εποπτείας, ή
ι) δημιουργούνται καταστάσεις που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 14 ή η διάρθρωση του ομίλου του πιστωτικού ιδρύματος έχει μεταβληθεί κατά τρόπο που να παρεμποδίζεται η αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της αρμοδιοτήτων.»