Μετά το εσωτερικό άρθρο 33 του άρθρου 2 του ν. 4335/2014 (A΄ 87) προστίθεται εσωτερικό άρθρο 33α, ως εξής:
«Άρθρο 33α
Εξουσία αναστολής ορισμένων υποχρεώσεων
(παρ. 12 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
1. Η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή, η οποία απαντάει έγκαιρα, διαθέτει την εξουσία να αναστέλλει οποιεσδήποτε υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης απορρέουν από οποιαδήποτε σύμβαση στην οποία είναι συμβαλλόμενο μέρος ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στις περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) έχει διαπιστωθεί ότι το ίδρυμα ή η οντότητα τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας σύμφωνα με την περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 32,
β) δεν υφίσταται άμεσα διαθέσιμο μέτρο του ιδιωτικού τομέα που αναφέρεται στην περ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 32 που θα απέτρεπε την αφερεγγυότητα του ιδρύματος,
γ) η άσκηση της εξουσίας αναστολής κρίνεται αναγκαία για να αποφευχθεί η περαιτέρω επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών του ιδρύματος ή της οντότητας, και
δ) η άσκηση της εξουσίας αναστολής είναι είτε:
αα) αναγκαία προκειμένου να συναχθεί η διαπίστωση που αναφέρεται στην περ. γ’ της παρ. 1 του άρθρου 32, είτε
ββ) αναγκαία για την επιλογή των κατάλληλων ενεργειών εξυγίανσης ή τη διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής ενός ή περισσοτέρων εργαλείων εξυγίανσης.
2. Η εξουσία που αναφέρεται στην παρ. 1 δεν εφαρμόζεται σε υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης έναντι των ακόλουθων:
α) συστημάτων ή διαχειριστών συστημάτων που ορίζονται σύμφωνα με τους ν. 4370/2016 (Α’ 37) και 2789/2000 (Α’ 21),
β) κεντρικών αντισυμβαλλομένων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 14 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Ιουλίου 2012 για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (L 201) και κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτων χωρών οι οποίοι έχουν αναγνωριστεί από την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) σύμφωνα με το άρθρο 25 του εν λόγω Κανονισμού,
γ) κεντρικών τραπεζών.
Η αρχή εξυγίανσης καθορίζει το πεδίο εφαρμογής της εξουσίας που αναφέρεται στην παρ. 1 λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις κάθε περίπτωσης. Συγκεκριμένα, η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί προσεκτικά την καταλληλότητα της επέκτασης της αναστολής σε επιλέξιμες καταθέσεις σύμφωνα με τον ορισμό του σημείου 13 της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4370/2016, ιδίως σε καλυπτόμενες καταθέσεις τις οποίες κατέχουν φυσικά πρόσωπα και πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.
3. Όταν ασκείται η εξουσία αναστολής των υποχρεώσεων πληρωμής ή παράδοσης σε σχέση με επιλέξιμες καταθέσεις, η αρχή εξυγίανσης διασφαλίζει, εφόσον τούτο απαιτείται ενόψει των κριτηρίων της παρ. 5, ότι οι καταθέτες έχουν πρόσβαση σε κατάλληλο ημερήσιο ποσό από τις καταθέσεις αυτές, εξειδικεύοντας παράλληλα τον τρόπο με τον οποίο παρέχεται αυτή η πρόσβαση.
4. Η περίοδος της αναστολής σύμφωνα με την παρ. 1 είναι όσο το δυνατόν συντομότερη και δεν υπερβαίνει το ελάχιστο χρονικό διάστημα το οποίο κρίνει αναγκαίο η αρχή εξυγίανσης για τους σκοπούς που αναφέρονται στις περ. γ’ και δ’ της παρ. 1 και σε καμία περίπτωση δεν διαρκεί περισσότερο από το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τη δημοσίευση που προβλέπεται στην παρ. 8, έως τα μεσάνυκτα της εργάσιμης ημέρας που ακολουθεί μετά τη δημοσίευση αυτή.
Κατά τη λήξη της περιόδου αναστολής που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, η αναστολή παύει να ισχύει.
5. Κατά την άσκηση της εξουσίας που αναφέρεται στην παρ. 1, λαμβάνεται υπόψη η επίπτωση που μπορεί να έχει η άσκηση της εν λόγω εξουσίας στην εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, καθώς και το ισχύον δίκαιο και οι εποπτικές και δικαστικές εξουσίες για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των πιστωτών και της ίσης μεταχείρισης των πιστωτών στο πλαίσιο των συνήθων διαδικασιών αφερεγγυότητας. Η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει ιδίως υπόψη την ενδεχόμενη εφαρμογή των συνήθων διαδικασιών αφερεγγυότητας στο ίδρυμα ή την οντότητα λόγω της διαπίστωσης της περ. γ’ της παρ. 1 του άρθρου 32 και προβαίνει στις ρυθμίσεις που κρίνει κατάλληλες, ώστε να εξασφαλίσει τον κατάλληλο συντονισμό με την εποπτική αρχή της ειδικής εκκαθάρισης.
6. Όταν οι απορρέουσες από σύμβαση υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης αναστέλλονται δυνάμει της παρ. 1, οι υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης οποιωνδήποτε αντισυμβαλλομένων δυνάμει της σύμβασης αυτής αναστέλλονται για το ίδιο χρονικό διάστημα.
7. Μια υποχρέωση πληρωμής ή παράδοσης που θα ήταν απαιτητή κατά την περίοδο αναστολής είναι απαιτητή αμέσως μετά τη λήξη της περιόδου αυτής.
8. Η αρχή εξυγίανσης ενημερώνει αμελλητί το ίδρυμα ή την οντότητα που αναφέρεται στις περ. β’, γ’ και δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 και τις αρχές που αναφέρονται στις περ. α’ έως η’ της παρ. 2 του άρθρου 82 όταν ασκεί την εξουσία που αναφέρεται στην παρ. 1 μετά τη διαπίστωση ότι το ίδρυμα τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας σύμφωνα με την περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 32 και πριν από τη λήψη της απόφασης για εξυγίανση.
Οι πράξεις που εκδίδονται βάσει των παρ. 1, 3 και 10 δημοσιεύονται με τα μέσα που αναφέρονται στην παρ. 3 του άρθρου 82.
9. Το παρόν ισχύει με την επιφύλαξη της κείμενης νομοθεσίας περί αναστολής υποχρεώσεων πληρωμής ή παράδοσης των ιδρυμάτων και των οντοτήτων που αναφέρονται στην παρ. 1 πριν από τη διαπίστωση ότι τα εν λόγω ιδρύματα ή οντότητες τελούν σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας σύμφωνα με την περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 32 ή εξουσιών αναστολής υποχρεώσεων πληρωμής ή παράδοσης των ιδρυμάτων και των οντοτήτων τα οποία πρόκειται να τεθούν σε εκκαθάριση στο πλαίσιο των συνήθων διαδικασιών αφερεγγυότητας και υπερβαίνουν το πεδίο εφαρμογής και τη διάρκεια που προβλέπονται στο παρόν. Οι εν λόγω εξουσίες ασκούνται σύμφωνα με το πεδίο εφαρμογής, τη διάρκεια και τους όρους που προβλέπονται στις οικείες διατάξεις. Οι όροι που προβλέπονται στο παρόν δεν θίγουν τους όρους που αφορούν αυτήν την εξουσία αναστολής των υποχρεώσεων πληρωμής ή παράδοσης.
10. Όταν η αρχή εξυγίανσης ασκεί την εξουσία να αναστέλλει υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης όσον αφορά ένα ίδρυμα ή μια οντότητα που αναφέρεται στις περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1, σύμφωνα με την παρ. 1, η αρχή εξυγίανσης μπορεί επίσης, κατά τη διάρκεια της εξαίρεσης, να ασκεί την εξουσία να:
α) περιορίζει τους ενέγγυους πιστωτές του εν λόγω ιδρύματος ή της οντότητας να προβαίνουν σε αναγκαστική εκτέλεση συμφωνιών παροχής ασφάλειας σε σχέση με οποιοδήποτε από τα στοιχεία ενεργητικού του εν λόγω ιδρύματος ή της οντότητας, για το ίδιο χρονικό διάστημα, περίπτωση κατά την οποία εφαρμόζονται οι παρ. 2, 3 και 4 του άρθρου 70, και
β) αναστέλλει τα δικαιώματα καταγγελίας οποιουδήποτε συμβαλλόμενου μέρους μιας σύμβασης με το εν λόγω ίδρυμα ή την οντότητα, για το ίδιο χρονικό διάστημα, περίπτωση κατά την οποία εφαρμόζεται το άρθρο 71.
11. Σε περίπτωση που, μετά τη διαπίστωση ότι το ίδρυμα ή η οντότητα τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας σύμφωνα με την περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 32, η αρχή εξυγίανσης έχει ασκήσει την εξουσία αναστολής υποχρεώσεων πληρωμής ή παράδοσης δυνάμει των παρ. 1 ή 10, και εφόσον στη συνέχεια αναλαμβάνεται ενέργεια εξυγίανσης έναντι αυτού του ιδρύματος, η εν λόγω αρχή δεν ασκεί τις εξουσίες της δυνάμει της παρ. 1 του άρθρου 69, της παρ. 1 του άρθρου 70 ή της παρ. 1 του άρθρου 71 όσον αφορά το εν λόγω ίδρυμα ή την εν λόγω οντότητα.».