Άρθρο 9 Εξουσίες για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου – Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 26 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015 (παρ. 8 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)

 

Οι παρ. 1 έως 7 και η παρ. 9 του εσωτερικού άρθρου 26 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015 (A΄ 87) αντικαθίστανται και το εσωτερικό άρθρο 26 του άρθρου 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 26
Εξουσίες για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου
(άρθρο 18 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ)
1. Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, από κοινού με τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών και μετά από διαβούλευση με το Σώμα Εποπτών και τις αρχές εξυγίανσης των κρατών-μελών στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, στον βαθμό που τα αφορά, εξετάζουν την αξιολόγηση που απαιτείται βάσει του άρθρου 24 στο πλαίσιο του Σώματος Αρχών Εξυγίανσης και προβαίνουν σε κάθε εύλογη ενέργεια, προκειμένου να καταλήξουν σε κοινή απόφαση όσον αφορά την εφαρμογή των μέτρων που προσδιορίζονται σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 25 σε σχέση με όλες τις οντότητες εξυγίανσης και τις θυγατρικές τους, οι οποίες είναι οντότητες που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 1 και αποτελούν μέρος του ομίλου.
2. Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, σε συνεργασία με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και την Ε.Α.Τ., σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 25 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής, συντάσσει και υποβάλλει έκθεση στη μητρική επιχείρηση της ΕΕ, στις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών, οι οποίες την κοινοποιούν στις θυγατρικές που υπάγονται στην εποπτεία τους, και στις αρχές εξυγίανσης των κρατών-μελών στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα. Στην έκθεση, η οποία συντάσσεται μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές:
α) αναλύονται τα ουσιαστικά εμπόδια για την αποτελεσματική εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης και την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης όσον αφορά στον όμιλο, και επίσης όσον αφορά σε ομίλους εξυγίανσης, όποτε ένας όμιλος αποτελείται από περισσότερους του ενός ομίλους εξυγίανσης,
β) εξετάζονται οι επιπτώσεις στο επιχειρηματικό μοντέλο του ομίλου, και
γ) προτείνονται αναλογικά και στοχευμένα μέτρα, τα οποία, κατά την κρίση της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, είναι αναγκαία ή κατάλληλα για την εξάλειψη των εν λόγω εμποδίων.
Όταν ένα εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης του ομίλου οφείλεται στο γεγονός ότι κάποιο μέλος του ομίλου βρίσκεται στην κατάσταση που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 25, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου κοινοποιεί την εκτίμησή της για το εν λόγω εμπόδιο στη μητρική επιχείρηση της ΕΕ, μετά από διαβούλευση με την αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης και τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών ιδρυμάτων της.
3. Εντός τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της έκθεσης, η μητρική επιχείρηση της ΕΕ μπορεί να υποβάλει παρατηρήσεις και να προτείνει στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου εναλλακτικά μέτρα για την αντιμετώπιση των εμποδίων που προσδιορίζονται στην έκθεση.
Όταν τα εμπόδια που προσδιορίζονται στην έκθεση οφείλονται στο γεγονός ότι κάποιο μέλος του ομίλου βρίσκεται στην κατάσταση που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 25, η μητρική επιχείρηση της ΕΕ, εντός δύο (2) εβδομάδων από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2, προτείνει στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου ενδεχόμενα μέτρα και το χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή τους, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση της οντότητας ομίλου με τις απαιτήσεις του άρθρου 45ε ή του άρθρου 45στ, εκφραζόμενες ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (L 176) και, κατά περίπτωση, με τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας και με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 45ε και 45στ, εκφραζόμενες ως ποσοστό του μέτρου του συνολικού ανοίγματος που αναφέρεται στα άρθρα 429 και 429α του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013.
Στο χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή των μέτρων που προτείνονται σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο λαμβάνονται υπόψη οι λόγοι στους οποίους οφείλεται το ουσιαστικό εμπόδιο. Η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή, αξιολογεί κατά πόσον με τα μέτρα αυτά αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά ή εξαλείφεται το ουσιαστικό εμπόδιο.
4. Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου γνωστοποιεί κάθε μέτρο που προτείνεται από τη μητρική επιχείρηση της ΕΕ στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας, την Ε.Α.Τ., τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών και τις αρχές εξυγίανσης των κρατών-μελών στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, στον βαθμό που τα αφορά. Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών, μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές και τις αρχές εξυγίανσης των κρατών-μελών στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να καταλήξουν σε κοινή απόφαση στο πλαίσιο του Σώματος Αρχών Εξυγίανσης όσον αφορά τον προσδιορισμό των ουσιαστικών εμποδίων και, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, την αξιολόγηση των μέτρων που προτείνονται από τη μητρική επιχείρηση της ΕΕ, καθώς και των μέτρων που απαιτούνται από τις αρχές, προκειμένου να αντιμετωπιστούν ή να εξαλειφθούν τα εμπόδια, λαμβάνοντας υπόψη τις ενδεχόμενες επιπτώσεις των μέτρων σε όλα τα κράτη-μέλη στα οποία δραστηριοποιείται ο όμιλος.
5. Η κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός τεσσάρων (4) μηνών από την υποβολή παρατηρήσεων από τη μητρική επιχείρηση της ΕΕ. Εάν η μητρική επιχείρηση της ΕΕ δεν έχει υποβάλει παρατηρήσεις, η κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός ενός (1) μηνός από την παρέλευση της τετράμηνης προθεσμίας που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3.
Η κοινή απόφαση που σχετίζεται με εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης οφειλόμενο στην κατάσταση που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 25, λαμβάνεται εντός δύο (2) εβδομάδων από την υποβολή παρατηρήσεων από τη μητρική επιχείρηση της ΕΕ σύμφωνα με την παρ. 3.
Η κοινή απόφαση είναι αιτιολογημένη, έγγραφη και κοινοποιείται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου στη μητρική επιχείρηση της ΕΕ.
Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να ζητήσει από την Ε.Α.Τ. να συνδράμει τις αρχές εξυγίανσης στη λήψη κοινής απόφασης, σύμφωνα με την περ. γ’ του άρθρου 31 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
6. Αν δεν ληφθεί κοινή απόφαση εντός της περιόδου που αναφέρεται στην παρ. 5, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου λαμβάνει η ίδια την απόφαση σχετικά με τη λήψη των κατάλληλων μέτρων σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 25 σε επίπεδο ομίλου. Η εν λόγω απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρχών εξυγίανσης και κοινοποιείται στη μητρική επιχείρηση της ΕΕ από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.
Εάν, κατά τη λήξη της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στην παρ. 5, κάποια αρχή εξυγίανσης έχει παραπέμψει ζήτημα που αναφέρεται στην παρ. 9 στην Ε.Α.Τ., σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου αναβάλλει την απόφασή της, αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η Ε.Α.Τ. σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 19 του εν λόγω Κανονισμού και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της Ε.Α.Τ. Η περίοδος που αναφέρεται στην παρ. 5 θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η Ε.Α.Τ. λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός (1) μηνός. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην Ε.Α.Τ. μετά τη λήξη της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στην παρ. 5 ή αφού ληφθεί κοινή απόφαση. Ελλείψει απόφασης της Ε.Α.Τ., εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.
6α. Ελλείψει κοινής απόφασης εντός της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στην παρ. 5, η αρχή εξυγίανσης της οικείας οντότητας εξυγίανσης λαμβάνει η ίδια την απόφαση σχετικά με τη λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 25 σε επίπεδο ομίλου εξυγίανσης.
Η απόφαση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο είναι πλήρως αιτιολογημένη και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των αρχών εξυγίανσης άλλων οντοτήτων του ιδίου ομίλου εξυγίανσης και της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου. Η απόφαση κοινοποιείται στην οντότητα εξυγίανσης από τη σχετική αρχή εξυγίανσης.
Εάν, κατά τη λήξη της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στην παρ. 5, μια αρχή εξυγίανσης έχει παραπέμψει ζήτημα που αναφέρεται στην παρ. 9 στην Ε.Α.Τ., σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης αναβάλλει την απόφασή της, αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η Ε.Α.Τ. σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 19 του εν λόγω Κανονισμού, και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της Ε.Α.Τ. Η περίοδος που αναφέρεται στην παρ. 5 θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η Ε.Α.Τ. λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός (1) μηνός. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην Ε.Α.Τ. μετά τη λήξη της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στην παρ. 5 ή αφού ληφθεί κοινή απόφαση. Ελλείψει απόφασης της Ε.Α.Τ, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης.
7. Αν δεν ληφθεί κοινή απόφαση, οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών που δεν είναι οντότητες εξυγίανσης λαμβάνουν οι ίδιες αποφάσεις σχετικά με τα κατάλληλα μέτρα που πρέπει να ληφθούν από τις θυγατρικές σε ατομική βάση σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 25. Η εν λόγω απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρχών εξυγίανσης. Η απόφαση διαβιβάζεται στην εμπλεκόμενη θυγατρική, στην οντότητα εξυγίανσης του ιδίου ομίλου εξυγίανσης, στην αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης και, εάν πρόκειται για διαφορετική αρχή, στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.
Εάν, κατά τη λήξη της περιόδου που αναφέρεται στην παρ. 5, κάποια αρχή εξυγίανσης έχει παραπέμψει ζήτημα που αναφέρεται στην παρ. 9 στην Ε.Α.Τ., σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρχή εξυγίανσης της θυγατρικής αναβάλλει την απόφασή της, αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η Ε.Α.Τ. σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 19 του εν λόγω Κανονισμού και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της Ε.Α.Τ. Η περίοδος που αναφέρεται στην παρ. 5 θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η Ε.Α.Τ. λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός (1) μηνός. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην Ε.Α.Τ. μετά τη λήξη της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στην παρ. 5 ή αφού ληφθεί κοινή απόφαση. Ελλείψει απόφασης της Ε.Α.Τ., εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης της θυγατρικής.
8. Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 5 και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης αν δεν ληφθεί κοινή απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 6 αναγνωρίζονται ως οριστικές και εφαρμόζονται από τις άλλες εμπλεκόμενες αρχές εξυγίανσης.
9. Αν δεν ληφθεί κοινή απόφαση σχετικά με τη λήψη μέτρων που αναφέρονται στις περ. ζ’, η’ ή ια’ της παρ. 6 του άρθρου 25, η αρχή εξυγίανσης σύμφωνα με τις παρ. 6 ή 7 μπορεί να ζητήσει από την Ε.Α.Τ., να συνδράμει τις αρχές εξυγίανσης να καταλήξουν σε συμφωνία, όπως ορίζεται στην παρ. 3 του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»