Μετά το εσωτερικό άρθρο 24 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015 (A΄ 87) προστίθεται εσωτερικό άρθρο 24α, ως εξής:
«Άρθρο 24α
Εξουσία απαγόρευσης ορισμένων διανομών
(παρ. 6 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)
- Όταν μια οντότητα είναι σε κατάσταση κατά την οποία πληροί τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας, όταν αυτή εξετάζεται επιπλέον της κάθε μίας από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στη διάταξη που ενσωματώνει τις περ. α΄, β΄ και γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 141α της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, αλλά δεν πληροί τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας όταν εξετάζεται επιπλέον των απαιτήσεων που αναφέρονται στα άρθρα 45γ και 45δ, κατά τον υπολογισμό σύμφωνα με την περ. α΄ της παρ. 2 του άρθρου 45, η αρχή εξυγίανσης της οντότητας αυτής έχει την εξουσία, σύμφωνα με τις παρ. 2 και 3, να απαγορεύσει σε αυτήν να διανέμει μεγαλύτερο ποσό από το Τροποποιημένο Μέγιστο Διανεμητέο Ποσό (Τ-ΜΔΠ) που συνδέεται με την ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις και υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 4, μέσω οποιασδήποτε από τις ακόλουθες ενέργειες:
α) διανομής κερδών σε σχέση με κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1,
β) ανάληψης υποχρέωσης καταβολής μεταβλητών αποδοχών ή προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών ή καταβολής μεταβλητών αποδοχών εφόσον, στην τελευταία αυτή περίπτωση, η υποχρέωση καταβολής δημιουργήθηκε σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία η οντότητα δεν ικανοποιούσε τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας,
γ) πληρωμών σε σχέση με πρόσθετα μέσα κεφαλαίων της Κατηγορίας 1.
Όταν μια οντότητα βρίσκεται στην κατάσταση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, ενημερώνει αμέσως την αρχή εξυγίανσης σχετικά.
- Όταν συντρέχει η κατάσταση που αναφέρεται στην παρ. 1, η αρχή εξυγίανσης της οντότητας, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, εκτιμά, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, αν θα ασκήσει την εξουσία που αναφέρεται στην παρ. 1, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ακόλουθα στοιχεία:
α) την αιτία, τη διάρκεια και την έκταση της μη εκπλήρωσης της συνολικής απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας σύμφωνα με την παρ. 1 και τον αντίκτυπό της στη δυνατότητα εξυγίανσης,
β) την εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης της οντότητας και την πιθανότητα, στο εγγύς μέλλον, να πληροί την προϋπόθεση που αναφέρεται στην περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 32,
γ) την προοπτική ότι η οντότητα θα είναι σε θέση να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παρ. 1 σε εύλογο χρονικό διάστημα,
δ) όταν η οντότητα αδυνατεί να αντικαταστήσει υποχρεώσεις που δεν πληρούν πλέον τα κριτήρια επιλεξιμότητας ή ληκτότητας που προβλέπονται στα άρθρα 72β και 72γ του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (L 176) ή στο άρθρο 45β ή στην παρ. 2 του άρθρου 45στ του παρόντος, εάν η αδυναμία είναι ιδιοσυγκρασιακής φύσεως ή οφείλεται σε διατάραξη στο σύνολο της αγοράς,
ε) αν η άσκηση της εξουσίας που αναφέρεται στην παρ. 1 είναι το πλέον κατάλληλο και αναλογικό μέσο για την αντιμετώπιση της κατάστασης της οντότητας λαμβάνοντας υπόψη τις πιθανές επιπτώσεις της τόσο στους όρους χρηματοδότησης όσο και στη δυνατότητα εξυγίανσης της οικείας οντότητας.
Η αρχή εξυγίανσης προβαίνει σε επανεκτίμηση για το εάν θα ασκήσει την αναφερόμενη στην παρ. 1 εξουσία τουλάχιστον κάθε μήνα, για όσο διάστημα η οντότητα εξακολουθεί να βρίσκεται στην κατάσταση που αναφέρεται στην παρ. 1.
- Εάν η αρχή εξυγίανσης διαπιστώνει ότι η οντότητα εξακολουθεί να βρίσκεται στην αναφερόμενη στην παρ. 1 κατάσταση, εννέα (9) μήνες μετά την ενημέρωσή της από την οντότητα, η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή, ασκεί την εξουσία που αναφέρεται στην παρ. 1, εκτός εάν η αρχή εξυγίανσης διαπιστώνει, μετά από αξιολόγηση, ότι πληρούνται τουλάχιστον δύο από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) η μη εκπλήρωση της συνολικής απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας σύμφωνα με την παρ. 1 οφείλεται σε σοβαρή διαταραχή της λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών, η οποία οδηγεί σε εκτεταμένες πιέσεις που ασκούνται σε διάφορα τμήματα της χρηματοπιστωτικής αγοράς,
β) η διαταραχή της περ. α’ δεν επιφέρει μόνο την αυξημένη μεταβλητότητα των τιμών των μέσων ιδίων κεφαλαίων και των μέσων επιλέξιμων υποχρεώσεων της οντότητας ή αυξημένο κόστος για την οντότητα, αλλά οδηγεί επίσης σε πλήρες ή μερικό κλείσιμο των αγορών που εμποδίζει την οντότητα να εκδώσει μέσα ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων στις εν λόγω αγορές,
γ) το κλείσιμο της αγοράς που αναφέρεται στην περ. β’ δεν παρατηρείται μόνο για την οικεία οντότητα, αλλά και για διάφορες άλλες οντότητες,
δ) η διατάραξη της περ. α’ εμποδίζει την οικεία οντότητα να εκδώσει επαρκή μέσα ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, ούτως ώστε να πληροί τη συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας σύμφωνα με την παρ. 1, ή
ε) η άσκηση της εξουσίας που αναφέρεται στην παρ. 1 οδηγεί σε αρνητικές δευτερογενείς συνέπειες για μέρος του τραπεζικού τομέα, ως εκ τούτου υπονομεύοντας δυνητικά τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Όταν εφαρμόζεται η εξαίρεση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, η αρχή εξυγίανσης ενημερώνει την αρμόδια αρχή για την απόφασή της και επεξηγεί γραπτώς την αξιολόγησή της.
Κάθε μήνα η αρχή εξυγίανσης προβαίνει σε επαναξιολόγηση κατά πόσον εφαρμόζεται η εξαίρεση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.
- Το Τ-ΜΔΠ υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 5 με τον συντελεστή που καθορίζεται σύμφωνα με την παρ. 6. Το Τ-ΜΔΠ μειώνεται κατά οποιοδήποτε ποσό προκύπτει από οποιαδήποτε από τις ενέργειες που αναφέρονται στις περ. α’, β’ ή γ’ της παρ. 1.
- Το ποσό που πρέπει να πολλαπλασιαστεί σύμφωνα με την παρ. 4 αποτελείται από:
α) ενδιάμεσα κέρδη που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 26 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, μετά την αφαίρεση διανομής κερδών ή οποιασδήποτε πληρωμής ως αποτέλεσμα των ενεργειών που αναφέρονται στα στοιχεία α’, β’ ή γ’ της παρ. 1,
συν
β) κέρδη τέλους χρήσεως που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 26 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, μετά την αφαίρεση τυχόν διανομής κερδών ή οποιασδήποτε πληρωμής ως αποτέλεσμα των ενεργειών που αναφέρονται στις περ. α’, β’ ή γ’ της παρ. 1 του παρόντος,
μείον
γ) τα ποσά που θα ήταν πληρωτέα ως φόρος εάν διακρατούνταν τα στοιχεία των περ. α’ και β’.
- Ο συντελεστής που αναφέρεται στην παρ. 4 καθορίζεται ως εξής:
α) όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρεί η οντότητα και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 92α του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 και στα άρθρα 45γ και 45δ του παρόντος, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, είναι εντός του πρώτου (δηλαδή του χαμηλότερου) τεταρτημόριου της συνολικής απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,
β) όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρεί η οντότητα και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 92α του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 και στα άρθρα 45γ και 45δ του παρόντος εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, είναι εντός του δεύτερου τεταρτημόριου της συνολικής απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,2,
γ) όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρεί η οντότητα και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 92α του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 και στα άρθρα 45γ και 45δ του παρόντος, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, είναι εντός του τρίτου τεταρτημορίου της συνολικής απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,4,
δ) όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρεί η οντότητα και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 92α του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 και στα άρθρα 45γ και 45δ του παρόντος, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 92 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, είναι εντός του τέταρτου (δηλαδή του υψηλότερου) τεταρτημόριου της συνολικής απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,6.
Το κατώτατο και το ανώτατο όριο του κάθε τεταρτημόριου της συνολικής απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας υπολογίζονται ως εξής:
Κατώτατο όριο τεταρτημόριου | = | Συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας | × | (Qn – 1) |
4 | ||||
Ανώτατο όριο τεταρτημόριου | = | Συνολική απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας | × | Qn |
4 |
όπου Qn= ο αριθμός του σχετικού τεταρτημόριου».