1. Η τελεσίδικη απόφαση κοινοποιείται στον διωκόμενο και εκτελείται υποχρεωτικά. Παράλειψη εκτέλεσης της ποινής αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα.
2. Η προθεσμία και η τυχόν άσκηση της προσφυγής του άρθρου 100 δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης, με εξαίρεση τις πειθαρχικές αποφάσεις που επιβάλλουν την ποινή της οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού μπορεί όμως να χορηγηθεί αναστολή της εκτέλεσης, ύστερα από αίτηση του διωκόμενου, κατά τις διατάξεις για το Συμβούλιο Επικρατείας.
3. Η πειθαρχική απόφαση που επιβάλλει πρόστιμο ως ποινή ή χρηματικό ποσό ως διοικητική κύρωση, εκτελείται από τον Πρόεδρο του ΝΣΚ ή με εντολή του, από τον οικείο εκκαθαριστή των αποδοχών. Το ποσό του προστίμου παρακρατείται από τις αποδοχές του πρώτου μήνα από την υποβολή της πειθαρχικής απόφασης στον Πρόεδρο και αν υπερβαίνει το ένα τέταρτο (1/4) των καθαρών μηνιαίων αποδοχών του τιμωρηθέντος, παρακρατείται σε περισσότερες μηνιαίες δόσεις, όπως ορίζεται στην απόφαση περί εκτέλεσης. Καμιά δόση δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το ένα τέταρτο των μηνιαίων αποδοχών. Αν ο τιμωρημένος αποχωρήσει από την υπηρεσία, τα οφειλόμενα ποσά εισπράττονται σύμφωνα με τις διατάξεις για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων. Το πρόστιμο υπολογίζεται στις καθαρές αποδοχές που λαμβάνει ο λειτουργός του ΝΣΚ κατά τον χρόνο δημοσίευσης της πρωτοβάθμιας πειθαρχικής απόφασης. Για την καταβολή βαρύνεται αποκλειστικά ο λειτουργός που τιμωρήθηκε και όχι οι κληρονόμοι του.
4. Κατά τον χρόνο της προσωρινής παύσης, η οποία αρχίζει την επομένη ημέρα από την επίδοση της τελεσίδικης απόφασης, ο λειτουργός που τιμωρήθηκε δεν μπορεί να ασκεί τα υπηρεσιακά του καθήκοντα, ούτε άλλη αρμοδιότητα που έχει ανατεθεί σ’ αυτόν με την ιδιότητά του ως λειτουργού του ΝΣΚ. Ο χρόνος της προσωρινής παύσης δεν θεωρείται χρόνος πραγματικής υπηρεσίας.
5. Με την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας άσκησης της προσφυγής κατά απόφασης που επιβάλλει την ποινή της οριστικής παύσης ή από την ημέρα δημοσίευσης της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας που απορρίπτει την τυχόν ασκηθείσα προσφυγή επέρχεται αυτοδίκαια η λύση της υπηρεσιακής σχέσης του λειτουργού που τιμωρήθηκε.
6. Οι ποινές της επίπληξης, του προστίμου και της προσωρινής παύσης διαγράφονται από το μητρώο του τιμωρημένου μετά διετία, πενταετία και δεκαετία, αντίστοιχα, από την τελεσίδικη επιβολή τους και δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τις κρίσεις. Αν στον παραπάνω χρόνο επιβληθεί νέα ποινή, η διαγραφή επέρχεται μετά την πάροδο του χρόνου που προβλέπεται γι’ αυτήν, ο οποίος υπολογίζεται από τη λήξη εκείνου που προβλέπεται για την πρώτη.