1. Μετά την έκδοση τελεσίδικης απόφασης αρμόδιου πειθαρχικού οργάνου, είναι δυνατή η επανάληψη πειθαρχικής δίκης: α) αν μετά την καταδικαστική πειθαρχική απόφαση εκδόθηκε για την ίδια πράξη αμετάκλητη ποινική αθωωτική απόφαση ή αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα, β) αν μετά την έκδοση πειθαρχικής απόφασης με την οποία απαλλάσσεται ο λειτουργός του ΝΣΚ ή επιβάλλεται ποινή κατώτερη από την οριστική παύση, εκδοθεί αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, με την οποία διαπιστώνονται πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση παραπτώματος των περ. α’, β’, γ’ της παρ. 3 του άρθρου 82, γ) αν εκδόθηκε καταδικαστική πειθαρχική απόφαση, χωρίς να έχει λάβει υπόψη καταδικαστική ποινική απόφαση που προηγήθηκε και δ) αν μετά την έκδοση καταδικαστικής πειθαρχικής απόφασης αποκαλύφθηκαν νέα αποδεικτικά στοιχεία ή ανατράπηκε, με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, η αποδεικτική δύναμη στοιχείων που είχαν ληφθεί υπόψη.
2. Την επανάληψη της πειθαρχικής δίκης ζητεί στις περ. α, γ’ και δ’ της παρ. 1, αυτός που διώχθηκε πειθαρχικά και στις περ. β’ και γ’ ο Υπουργός Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης του Προέδρου του ΝΣΚ. Η αίτηση απευθύνεται προς το Συμβούλιο που είχε εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και κατατίθεται στη Γραμματεία του ΝΣΚ, μέσα σε προθεσμία ενός (1) έτους από την ημέρα που έγινε αμετάκλητη η δικαστική απόφαση στην οποία στηρίζεται ή από τότε που αποκαλύφθηκαν νέα αποδεικτικά στοιχεία.
3. Μεταβολή της υπηρεσιακής κατάστασης αυτού που τιμωρήθηκε, δεν επιδρά στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου που είχε εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.
4. Κατά την επανάληψη της δίκης, τηρείται η διαδικασία που ορίζεται στα άρθρο 94 επ.. Το Συμβούλιο μόνο στις περ. β’ και γ’ της παρ. 1 μπορεί να επιβάλει βαρύτερη πειθαρχική ποινή από αυτήν που είχε επιβληθεί. Η απόφαση που εκδίδεται, εξαφανίζει την αρχική απόφαση.