1. Αν ο διωκόμενος δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση και δεν προκύπτει νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευσή του ή αν η μη προσέλευσή του δικαιολογείται από λόγους ανωτέρας βίας, η συζήτηση αναβάλλεται και ορίζεται νέα ημερομηνία. Το Συμβούλιο μπορεί να αναβάλει τη συζήτηση και για άλλους λόγους. Αν δεν συντρέχει περίπτωση αναβολής, το Συμβούλιο προχωρά στη συζήτηση της υπόθεσης παρά την απουσία του διωκομένου.
2. Αίτηση εξαίρεσης μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου μπορεί να υποβληθεί μόνο γραπτά και πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Αίτηση εξαίρεσης του συνόλου των μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου ή τόσων μελών ώστε να μην είναι δυνατή η συγκρότησή του, είναι απαράδεκτη. Η αίτηση αυτή που υποβάλλεται δύο (2) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης, πρέπει να περιέχει κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο τους λόγους της εξαίρεσης και να συνοδεύεται από τα στοιχεία με τα οποία αυτοί αποδεικνύονται. Για την αίτηση αποφασίζει το Συμβούλιο, χωρίς τη συμμετοχή του μέλους, του οποίου ζητήθηκε η εξαίρεση, με αιτιολογημένη απόφαση που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Τα τακτικά μέλη, την εξαίρεση των οποίων αποφάσισε το Συμβούλιο, αντικαθίστανται από τα αναπληρωματικά. Η εξαίρεση αναπληρωματικού μέλους μπορεί να ζητηθεί και την ημέρα της συνεδρίασης. Στην περίπτωση αυτή, το Συμβούλιο αποφασίζει αμέσως για την αίτηση εξαίρεσης με τα υπόλοιπα παρόντα μέλη του.
3. Κατά τη συζήτηση, ο εισηγητής, εκθέτει την πειθαρχική αγωγή και το πόρισμα της ανάκρισης, αν έχει ενεργηθεί, και στη συνέχεια δίνεται ο λόγος στον διωκόμενο να αναπτύξει προφορικά την απολογία του και να απαντήσει στα ερωτήματα των μελών του Συμβουλίου. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου διευθύνει τη συζήτηση, απευθύνει ερωτήσεις και δίνει την άδεια στα μέλη του Συμβουλίου και στον διωκόμενο να υποβάλουν ερωτήσεις. Για τη συνεδρίαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου συντάσσεται από τον Γραμματέα πρακτικό, το οποίο υπογράφεται από αυτόν και τον Πρόεδρο και περιέχει, με συντομία, την τυχόν προφορική ανάπτυξη της απολογίας του διωκόμενου, τα όσα συζητήθηκαν μεταξύ των μελών του Συμβουλίου, τη γνώμη όσων μειοψήφησαν και την απαλλαγή του διωκομένου ή την ποινή που του επιβάλλεται. Επίσης, περιλαμβάνεται στο Πρακτικό και κάθε αξιόλογο γεγονός που συνέβη κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης. Ο Πρόεδρος μπορεί να διατάξει καταχώριση ουσιωδών μερών των δηλώσεων που γίνονται κατά τη συνεδρίαση.
4. Το Συμβούλιο εκτιμά ελεύθερα τις αποδείξεις και μπορεί να λάβει υπόψη του και αποδεικτικά στοιχεία που δεν προκύπτουν από την πειθαρχική διαδικασία, αλλά από άλλη νόμιμη διαδικασία, εφόσον έλαβε γνώση τους ο διωκόμενος. Η κρίση πρέπει να στηρίζεται σε αποδεδειγμένα πραγματικά γεγονότα και να είναι ειδικά αιτιολογημένη. Αν το Συμβούλιο κρίνει ανεπαρκείς τις αποδείξεις, μπορεί να διατάξει συμπληρωματική ανάκριση.
5. Κατά τη διάσκεψη, αν διατυπώνονται σε κάποιο ζήτημα περισσότερες από δύο (2) γνώμες, με αποτέλεσμα να μη σχηματίζεται πλειοψηφία, αυτοί που ψήφισαν υπέρ της δυσμενέστερης για τον διωκόμενο γνώμης ή υπέρ της βαρύτερης ποινής, προσχωρούν στην αμέσως ευνοϊκότερη.
6. Η απόφαση υπογράφεται από τον Πρόεδρο και τον Γραμματέα, καταχωρίζεται σε ειδικό βιβλίο και αναφέρει τον τόπο και τον χρόνο έκδοσής της, τη σύνθεση του Συμβουλίου, το ονοματεπώνυμο και τον βαθμό του διωκομένου, μνεία της τυχόν παράστασής του ή της νόμιμης κλήτευσής του, συνεπτυγμένη περίληψη της κατηγορίας και της απολογίας με τους ουσιώδεις ισχυρισμούς του, αιτιολογικό τόσο ως προς την διαπίστωση ή μη της ενοχής, όσο και ως προς την επιμέτρηση της ποινής, και διατακτικό, τη γνώμη των μελών του Συμβουλίου που μειοψήφησαν και την απαλλαγή του διωκομένου ή την ποινή που του επιβάλλεται.
7. Η οριστική απόφαση του Συμβουλίου για την πειθαρχική αγωγή κοινοποιείται, με επιμέλεια του Γραμματέα, στον διωκόμενο και τίθεται στον υπηρεσιακό του φάκελο.