1. Ανακριτικές πράξεις είναι: α) η αναζήτηση εγγράφων, β) η εξέταση μαρτύρων, γ) η αυτοψία, δ) η πραγματογνωμοσύνη και ε) η εξέταση του διωκομένου.
2. Για τις παραπάνω πράξεις συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από όσους συνέπραξαν. Δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ανακριτικής πράξης υπηρεσιακό απόρρητο, εφόσον δεν συναινεί στην ανακοίνωσή του η αρμόδια αρχή, καθώς και κάθε επαγγελματικό κατά τον νόμο απόρρητο.
3. Οι μάρτυρες εξετάζονται ενόρκως στον τόπο της κατοικίας ή της διαμονής τους, εκτός αν δηλώσουν ότι επιθυμούν να εξεταστούν στην έδρα του ανακριτή. Πριν από την εξέτασή τους οι μάρτυρες ορκίζονται κατά τον τύπο που προβλέπει το άρθρο 219 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Η μη εμφάνιση ή η άρνηση κατάθεσης μάρτυρα, χωρίς εύλογη αιτία, τιμωρείται κατά το άρθρο 169 του Ποινικού Κώδικα. Εύλογη αιτία θεωρείται και η συγγένεια του μάρτυρα με τον διωκόμενο σε ευθεία γραμμή ή σε πλάγια γραμμή μέχρι και τον τρίτο βαθμό. Η εξέταση μαρτύρων πέρα από αυτούς που προτείνει ο διωκόμενος απόκειται στην κρίση του ανακριτή.
4. O διωκόμενος δικαιούται κατά τη διάρκεια της πειθαρχικής ανάκρισης και της ΕΔΕ και μέχρι το τέλος της εξέτασής του να ζητήσει εγγράφως την εξέταση μαρτύρων. Ο ανακριτής υποχρεούται να εξετάσει πέντε (5) τουλάχιστον από τους προτεινόμενους μάρτυρες.
5. Αν η ΕΔΕ δεν στρεφόταν κατά συγκεκριμένου προσώπου, το πειθαρχικό συμβού¬λιο υποχρεούται να διενεργήσει συμπληρωματική ανά¬κριση, προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα στον διωκόμενο να εξετασθεί ανωμοτί ή να προτείνει την εξέταση μαρτύρων, εκτός αν αυτός δηλώσει ενώπιον του συμβουλίου ότι δεν επιθυμεί να εξετασθεί ανωμοτί ή να προτείνει την εξέταση μαρτύρων.
6. Η αυτοψία διενεργείται αυτοπρόσωπα από τον ανακριτή, με την παρουσία γραμματέα, για να διαπιστωθούν οι πραγματικές συνθήκες τέλεσης του πειθαρχικού παραπτώματος ή άλλα συναφή με αυτό στοιχεία. Η αυτοψία δημόσιων εγγράφων ή ιδιωτικών εγγράφων που έχουν κατατεθεί σε δημόσια αρχή, διενεργείται στο γραφείο, όπου αυτά φυλάσσονται. Έγγραφα, τα οποία κατέχει ιδιώτης, μπορούν να ζητηθούν από τον ανακριτή και επιστρέφονται υποχρεωτικά μετά το τέλος της πειθαρχικής δίκης. Ο ανακριτής είναι υποχρεωμένος, ύστερα από αίτηση του ιδιώτη, να χορηγήσει ατελώς εκτός από απόδειξη παραλαβής και επίσημο αντίγραφο ή απόσπασμα των εγγράφων που παρέλαβε. Αν πρόκειται για έγγραφα αναγκαία στον ιδιώτη για την εξυπηρέτηση συμφέροντός του, αυτά εξετάζονται στον τόπο, όπου βρίσκονται. Η άρνηση της παράδοσης ή ανακοίνωσης τιμωρείται κατά το άρθρο 169 του Ποινικού Κώδικα.
7. Ως πραγματογνώμονες ορίζονται λειτουργοί του ΝΣΚ ή δημόσιοι πολιτικοί ή στρατιωτικοί υπάλληλοι ή άλλοι επιστήμονες ή τεχνικοί από τον πίνακα του άρθρου 185 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Κατά τα λοιπά, στην αυτοψία και στην πραγματογνωμοσύνη εφαρμόζονται ανάλογα οι σχετικές διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
8. Κατά την ανάκριση εξετάζεται χωρίς όρκο ο διωκόμενος, ο οποίος δικαιούται πριν από την εξέτασή του να λάβει γνώση των εγγράφων του φακέλου. Η μη προσέλευση ή η άρνηση του διωκομένου να εξεταστεί δεν εμποδίζει την πρόοδο της ανάκρισης.